Ένα χρόνο πριν Θησείο, μεσημέρι.
Ο Γέρος συνέχισε αργά, κουτσαίνοντας, τον απογευματινό του περίπατο στον πεζόδρομο. Στηριζόταν στο μπαστούνι του και σταματούσε κάθε τόσο. Του άρεσε αυτό το μέρος κι ας είχε αλλάξει από τότε που το θυμόταν νέος. Έστηναν εκείνη την ώρα τους πάγκους οι πλανόδιοι μικροπωλητές κι ο νεαρόκοσμος άρχιζε κι αυτός να μαζεύεται σε παρέες. Οι χειμωνιάτικες λιακάδες πάντα ήταν μια μικρή γιορτή. Δεν του απέμεναν πολλές πια. Ο Γέρος ήξερε πως ο χρόνος του τελείωνε, χειροτέρευε κάθε μέρα που περνούσε. Τα φάρμακα ίσα που του χάριζαν λίγες ώρες ηρεμίας και διαύγειας από τον πόνο. Περισσότερο τον κρατούσε αυτό που ο ίδιος είχε ορίσει ως έργο ζωής. Να τους βρει. Να τους βρει και να συνεχίσουν αυτοί, όποιοι, όσοι κι αν ήταν. Περπάτησε αργά προς τα πάνω. Ήταν όμορφα σήμερα και δεν πονούσε πολύ.
Παγκράτι, Πέμπτη 23:42.
Η φωνή που δεν ήταν ακριβώς φωνή έσκασε σαν μπάλα λευκού φωτός μέσα στο μυαλό του.
“ ΚΡΑΤΗΣΟΥ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ”
Δεν ένιωσε πόνο, μόνο το ξάφνιασμα, τον τρόμο τον στιγμιαίο, που αντικαταστάθηκε από μια απρόσμενη καλόδεχτη γαλήνη και ευφορία. Μετά τίποτα…
Άνοιξε το ένα μάτι και το ξανάκλεισε στη στιγμή τυφλωμένος από τη τηλεόραση μισό μέτρο μακριά από το πρόσωπό του. Έτριψε το σβέρκο του, εκεί που είχε χτυπήσει πέφτοντας, όταν έχασε τις αισθήσεις του. Τρελαίνομαι… τρελάθηκα, αυτό είναι… σκέφτηκε. Πανικός.
Αν εξαιρέσουμε λίγο τσίπουρο που και που, μπύρα ή κρασί και τα στριφτά του, πάρε δώσε με ουσίες και φάρμακα δεν είχε. Ο Μιχάλης θα έκλεινε τα πενήντα σε λίγο, ζωή μοναχική, εργένικη, λίγοι ελάχιστοι φίλοι κάμποσοι γνωστοί και το πλήθος το καθημερινό στην εταιρεία. Στο λογιστήριο το οχτάωρο των δέκα και ωρών, ότι προέβλεπε η σύμβασή του, χωρίς υπερωρίες κλπ, το καλοκαίρι λίγες μέρες άδεια και τα γρανάζια γυρνάγανε κι αυτός μαζί τους. «Τρελλλάθηκα…» ψέλλισε. Πρώτη φορά του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήταν άνθρωπος της συνήθειας, της ρουτίνας, λίγο απόμακρος ίσως, πάντα ο πολύς ο κόσμος τον άγχωνε, αλλά μέχρι εκεί. Υπήρχε βέβαια και το «άλλο», αλλά αυτό με τα χρόνια είχε υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό. Το «άλλο»ήταν αυτό που τον έκανε απόμακρο με τους άλλους, από τα χρόνια του σχολείου ακόμα. Ο Μιχάλης ένιωθε τους άλλους, ή μάλλον ένιωθε ό,τι ένιωθαν οι άλλοι, οι όποιοι άλλοι, γνωστοί ή άγνωστοι. Τη χαρά, τη λύπη, το θυμό, τον ενθουσιασμό, τη κακία, όλα, μαζί, ταυτόχρονα. Η ένταση μόνο είχε διακυμάνσεις. Έτσι έγινε μοναχικός και στη μοναξιά βρήκε αναπαμό. Με το τέλος της εφηβείας, η κατάσταση αυτή οδηγήθηκε σε ύφεση σταδιακή στο τέλος της εφηβείας, αν εξαιρέσουμε δυό τρία εκρηκτικά ξεσπάσματα, που έκαναν τους γονείς του αλλόφρονες να τον τρέχουν σε τρελλογιατρούς και ψυχολόγους, οι οποίοι φυσικά διέγνωσαν μια «υπερευαισθησία, συναισθηματική φόρτιση και άγχος της εφηβείας». Φυσικά. Αυτά παλιά.
Ζούσε μια κανονική ζωή, ως τώρα. Έστριψε κι άναψε τσιγάρο σκεφτικός. Πήγε μέχρι τη κουζίνα να πάρει ένα αναλγητικό για τον πονοκέφαλο. Το κεφάλι του εκεί που χτύπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού πέφτοντας, είχε ένα καρούμπαλο που σίγουρα θα γινόταν μελανό μέχρι αύριο. Έβαλε σε μια πετσέτα παγάκια και τα ακούμπησε στο χτύπημα μ’ ένα βογκητό, περισσότερο από την αίσθηση του κρύου. Πήγε κι έκατσε στον υπολογιστή κι άρχισε το γκουγκλάρισμα. Το σβηστό από ώρα τσιγάρο άφηνε μια πικρίλα στα χείλια του, αλλά ούτε που το κατάλαβε.
Αμπελόκηποι, Παρασκευή 10:27.
Η Ξένια άνοιξε ασθμαίνοντας βαρυφορτωμένη με σακούλες απ’ το σουπερμάρκετ. Το ρημάδι το ασανσέρ πάλι τα είχε φτύσει κι ανέβηκε απ’ τις σκάλες μέχρι τον τρίτο. Έκλεισε με το πόδι τη πόρτα του διαμερίσματος και πήγε γραμμή στη κουζίνα, όπου άφησε τα ψώνια στο πάτωμα και σωριάστηκε στη μια από τις τρεις καρέκλες της μικρής τραπεζαρίας. “Καφέ και τσιγάρο” ψέλλισε “και νερό”. Σηκώθηκε, γέμισε ένα ποτήρι απ’ τη βρύση κι όπως σήκωνε με λαχτάρα το ποτήρι προς το στόμα ένιωσε τον απαλό και συνεχόμενο βόμβο να δονεί το μυαλό της κι όλα να γίνονται από αχνό πορτοκαλί γύρω της σε κατακόκκινο, σε πορφυρό, χάθηκαν τα σχήματα, χάθηκαν όλα γύρω της, εκτός από κάτι σαν επιγραφή νέον σε επαρχιακό μπαράκι δευτέρας διαλογής.
“ ΚΡΑΤΗΣΟΥ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ”
Ασυναίσθητα κρατήθηκε από το νεροχύτη, της ήρθε εμετός και ξέρασε μέσα στα άπλυτα πιάτα. Την ίδια στιγμή όλα τα ντουλάπια της κουζίνας άνοιξαν, το περιεχόμενο τους βγήκε αιωρήθηκαν κάθε λογής πιατοπότηρα για ένα δευτερόλεπτο στον αέρα και μετά συντρίφτηκαν με φόρα στους τέσσερεις τοίχους. Η κουζίνα ρημαδιό. Η Ξένια, 32 χρονών, προγραμματίστρια που δούλευε από το σπίτι, ζούσε με τον Χνούδι το γάτο της στο μικρό δυαράκι . Ζωή όπως της άρεσε, στα μέτρα της. Δεν είχε πολλές απαιτήσεις πέρα από την ησυχία και το γάτο της. Ήταν καλύτερα έτσι, πολύ καλύτερα. Φίλους με τη συνηθισμένη έννοια δεν είχε. Συναδέλφους άντρες και γυναίκες που έβλεπε που και που. “Αυτό” δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για σχέσεις. Ειδικά αν η επαφή δημιουργούσε συναισθηματική φόρτιση. Η κατάσταση τότε ήταν πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα γεγονότα και δύσκολα εξηγήσιμα. Η Ξένια ήταν τηλεκινητική από νήπιο, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει ή ίσως δεν είχε επιδιώξει να εξερευνήσει και να τιθασεύσει “Αυτό”, όπως το ονόμαζε. Στην εφηβεία, “Αυτό” έγινε οδυνηρά ανεξέλεγκτο, ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα της στα 15 της χρόνια. Έχασε τη χρονιά στο σχολείο, για να βρει τη πληροφορική στο άσυλο του δωματίου της. Κώδικας και τίποτα άλλο. Στο πανεπιστήμιο “Αυτό” είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της και μέχρι σήμερα δεν είχε εμφανιστεί ξανά, εκτός από κάτι ασυνείδητες και αυτόματες αντιδράσεις τύπου, το τηλεκοντρόλ να βρίσκεται από το τραπεζάκι στο χέρι της, ή τα τσιγάρα της από το γραφείο να έρχονται στο σαλόνι, πράγματα φυσιολογικά δηλαδή στη καθημερινότητά της.
Κρύος ιδρώτας την έλουσε κι άρχισε να κλαίει βουβά…
Λ. Κηφισίας, Παρασκευή 12:02
Ο Νάσος βλαστήμησε σιγανά τη γαμημένη τη κίνηση. Είχε αργήσει κι ο Λάμπρου δεν ήταν άνθρωπος που ανεχόταν καθυστερήσεις και δικαιολογίες. Όλοι κι όλα έπρεπε να είναι στην ώρα και τη θέση τους. Ο Λάμπρου, ένα πάμπλουτο κάθαρμα με τα εννιάμιση δάχτυλα στον τάφο που οι πίσω από τη πλάτη του φυσικά φήμες, έλεγαν μισοαστεία, μισοσοβαρά, πως τον είχε φτιάξει μεγάλο, να χωράει τα δισεκατομμύριά του, και την εικοσιπεντάρα μοντέλα , θαύμα της πλαστικής χειρουργικής. Ο Νάσος θα του παρουσίαζε τα σχέδια για κάποια σειρά καινούριων προϊόντων μιας από τις εταιρείες του. Άν τα σχέδια άρεσαν, θα του εξασφάλιζαν ένα συμβόλαιο, που θα του επέτρεπε να ατενίσει το μέλλον με πλατύ χαμόγελο, και ας πάει στα τσακίδια η κρίση.
Η Κηφισίας όμως σήμερα, ήταν η λεωφόρος της μελάσας, τίποτα δεν κουνιόταν. Πεντακόσια μέτρα παρακάτω στα Σίδερα Χαλανδρίου, είχε γίνει μια φρικτή καραμπόλα. Ένιωσε το “μυρμήγκιασμα” ανεπαίσθητο στην αρχή που όμως κάθε δευτερόλεπτο δυνάμωνε μέχρι που έγινε τρέμουλο βίαιο. Τότε ξέσπασε η κόλαση.
Το μπροστινό αυτοκίνητο ξαφνικά άρχισε να μαρσάρει και να πέφτει με μανία ταξί πίσω από το οποίο βρισκόταν. Η οδηγός, μια κοπελίτσα είκοσι δύο χρονών, προσπαθούσε να ξεφύγει από τη νταλίκα που ερχόταν πατημένη καταπάνω της. Μέσα στο ταξί, η επιβάτης που κάθονταν με τον πεντάχρονο γιό της στο πίσω κάθισμα, ούρλιαξε και πιάνοντας το κεφάλι του οδηγού με τα δυό της χέρια βύθισε τα δάχτυλα με τα μακριά περιποιημένα νύχια στα μάτια του, ξανά και ξανά. Μόνο αν έβγαζε και τα εφτά μάτια από το φρικαλέο τέρας θα είχε ελπίδα να γλιτώσει. Τα μάτια, δεν άντεχε αυτά τα μάτια. Το αγοράκι πήδηξε από το παράθυρο πέφτοντας στη μπροστινή ρόδα της μοτοσυκλέτας που προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Έπρεπε να γλυτώσει από τη Κακιά Λύκαινα που είχε εξαφανίσει τη μαμά του. Ήταν νεκρό, πριν ο αναβάτης προσγειωθεί στο καπό του ταξί που απότομα έκοψε δεξιά. Δίπλα το βανάκι με τα γαλακτοκομικά απόμεινε έρημο, με τη πόρτα του οδηγού ανοιχτή και τον οδηγό αλλόφρονα να τρέχει να διασχίσει κάθετα το αντίθετο ρεύμα. Η μπεζ μερσεντές τον διαμέλισε και στη συνέχεια δημιούργησε μια καραμπόλα από εφτά αυτοκίνητα. Αντίστοιχες σκηνές εκτυλίσσονταν ένα γύρω. Χάος, τρόμος, ουρλιαχτά και αίμα.
Ο Πάνος συνειδητοποίησε πως η “Κατάρα” είχε ξαναχτυπήσει. Ο Πάνος έντρομος έβλεπε τον χαμό γύρω του, για τον οποίο πολύ καλά το γνώριζε, ευθυνόταν αυτός. « ΚΡΑΤΗΣΟΥ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ» είδε τον ηλεκτρονικό πίνακα που έδινε πληροφορίες για τη κυκλοφορία να γράφει με μεγάλα γράμματα. Μόνο αυτός το είδε. Ξαφνικά σταμάτησαν όλα, όπως ξαφνικά είχαν ξεσπάσει. Απορία, φρίκη, κλάματα, κραυγές για βοήθεια.
Όλοι αναρωτιόνταν τι είχε συμβεί. Όλοι εκτός απ’ αυτόν. Βγήκε αργά από το αυτοκινητάκι άρχισε να περπατάει, χωρίς να τον νοιάζει που πήγαινε ή γιατί. Η “Κατάρα” τον ξαναβρήκε μετά από τόσα χρόνια. Ο Πάνος πάντα έκανε τους άλλους να βλέπουν τις εικόνες που αυτός ήθελε. Και το έλεγχε μια χαρά. Εκτός από τις ελάχιστες φορές που είχε πιεί, ή τις ελαχιστότατες φορές που οργιζόταν. Εκεί ξεσπούσε η Κόλαση. Όπως πριν λίγο. Ο Λάμπρου δεν θα έβλεπε τα γαμημένα τα σχέδια, αλλά έτσι κι αλλιώς όλα είχανε πάει κατά διαόλου κι ακόμα παραπέρα…
Σωκράτους, Παρασκευή 12:32
Ο Νίκος προχωρούσε βιαστικός μέσα στο πολύβουο πλήθος, στο λερό πεζοδρόμιο, όσο είχαν αφήσει δηλαδή τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Έπρεπε να την πιάσει αυτή τη δουλειά. Δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, οχτώ μήνες άνεργος, δεν άντεχε άλλο. Πήγαινε στο ραντεβού του με σφιγμένο στομάχι. Σκεφτόταν διάφορα. Ξαφνικά την προσοχή του την απέσπασε μια κραυγή πόνου. Έστρεψε το βλέμμα προς τα εκεί. Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια ομάδα ΔΙΑΣ είχε σταματήσει για έλεγχο κάποιον μετανάστη. Ποιος ξέρει γιατί, οι δύο από τους τέσσερεις ένστολους θεώρησαν σωστό να χτυπήσουν τον μετανάστη και να του περάσουν χειροπέδες. Οι άλλοι δύο χαμογελούσαν κι έκαναν «πλακίτσα». Σε κάποιες διαμαρτυρίες περαστικών απάντησαν ειρωνικά με θράσος που αντλούσαν περίσσιο από τα όπλα και τη στολή τους.
Η όραση του Νίκου στιγμιαία θόλωσε για να αποκτήσει αμέσως μετά απίστευτη οξύτητα και διαύγεια. Ένιωσε τη γνώριμη κάψα στο κεφάλι του. Ο μπάτσος που κρατούσε ακινητοποιημένο τον δύστυχο άνθρωπο, άρχισε ξαφνικά να ουρλιάζει και με σπαστικές κινήσεις έκανε προσπάθεια να βγάλει το κράνος του. Τον βοήθησε αυτός που ήταν δίπλα του. Από τα μάτια, τη μύτη, το στόμα και τα αυτιά του έτρεχε αίμα, το πρόσωπο του είχε γίνει μπλε-μωβ και ξαφνικά άρχισε να διογκώνεται και έσκασε με έναν υπόκωφο υγρό ήχο, σκορπώντας σάρκες αίματα και μυαλά τριγύρω. Το σώμα κατέρρευσε. Το ίδιο άρχισε να συμβαίνει και στους υπόλοιπους τρεις της ομάδας. Ένας δεν πρόλαβε καν να βγάλει το κράνος του και το παραμορφωμένο πρόσωπο του εκτοξεύτηκε ξεκολλημένο αφήνοντας πίσω του έναν κατακόκκινο αιμάτινο καταρράκτη. Ουρλιαχτά και κραυγές φρίκης ξεπήδησαν από τους σοκαρισμένους περαστικούς. Ο δεμένος άντρας σύρθηκε τρέμοντας με διάπλατα τα μάτια από τον τρόμο παραπέρα, προσπαθώντας να αποφύγει τις λίμνες αίματος. Λερωμένος ήδη από αίματα και μυαλά σηκώθηκε και δεμένος όπως ήταν παραπαίοντας, αλλά χωρίς να έχει πάθει κάτι χειρότερο προχώρησε με αβέβαια βήματα και χάθηκε στο στενό που έτεμνε το δρόμο κάθετα. Ο μόνος που δεν ήταν τόσο έκπληκτος ήταν ο Νίκος. Εκείνος ήξερε πως μπορούσε να προκαλεί δυσφορία ή πόνο σε άλλους από μακριά, αλλά σε τέτοιο βαθμό δεν είχε ξανασυμβεί. Είχε και ο ίδιος εκπλαγεί από το αποτέλεσμα, δεν ήταν η πρόθεση του να φτάσουν τα πράγματα μέχρι εκεί. Ναι, τους απεχθανόταν τους μπάτσους, τους σιχαίνονταν αλλά το μόνο που ήθελε στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να αφήσουν ήσυχο τον δύστυχο άνθρωπο και να πάρουν ένα καλό μάθημα. Δεν ήθελε να σκοτώσει. Δεν ήξερε πως μπορούσε να το κάνει αυτό.
« ΚΡΑΤΗΣΟΥ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ» μια άηχη φωνή ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του. Τώρα ήταν κι αυτός το ίδιο αποσβολωμένος με τον υπόλοιπο κόσμο. Ποιος, τι ήταν αυτό που μίλησε μέσα του; Κάποιος άλλος με έναν ακατανόητο τρόπο ήξερε τι είχε κάνει, τι μπορούσε να κάνει. Ο Νίκος ένιωσε φόβο. Τα πρώτα σημάδια αυτού του «χαρίσματος» είχαν εμφανιστεί στην πρώιμη σχολική ηλικία. Όποτε ο Νίκος δυσανασχετούσε με κάποιον συμμαθητή ή δάσκαλο, αυτός παραπονιόταν για έντονο πονοκέφαλο που σε μερικές φορές εξελισσόταν σε ρινορραγία. Εκείνον πάντως τον βόλευε για να ξεφορτώνεται εύκολα τους ενοχλητικούς. Δεν είχε αποτελέσει πρόβλημα μέχρι εκείνο το πρωί, γιατί ποτέ δεν είχε τόσο ακραία, τελεσίδικη και φρικιαστική κατάληξη. Πάντα δε, συνοδεύονταν τα περιστατικά από στιγμιαίο θόλωμα της όρασης, για να ακολουθήσει εξαιρετική διαύγεια και οξύτητα της μετά και φυσικά αυτή η ζέστη που μπορούσε να φτάσει ως τα επίπεδα της αίσθησης του καψίματος στους κροτάφους. Γύρισε αργά κοιτάζοντας φοβισμένα τριγύρω του κι άρχισε να απομακρύνεται από το σημείο, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Απλώς ήθελε να φύγει από εκεί. Είχε ξεχάσει τελείως το ραντεβού για τη συνέντευξη.
ΜΕΤΡΟ Γραμμή 2 προς Αγ. Μαρίνα Σταθμός Παλλήνη, Παρασκευή 13:41
Ο συρμός ο συγκεκριμένος ήταν από τους παλιούς, αυτούς που τα βαγόνια δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους. Την ώρα εκείνη η κίνηση δεν ήταν μεγάλη. Η Μαρκέλλα καθόταν περίπου στο μέσον του βαγονιού. Η κοπέλα ζούσε από όσο θυμόταν άνετα όλη της την ζωή, από τότε δηλαδή που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο. Η οικογένεια της δεν ήταν πλούσια, ούτε καν ευκατάστατη. Το αντίθετο, οι γονείς της δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ στο ψιλικατζίδικο που διατηρούσαν, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τα απαραίτητα σε αυτήν και τον μικρότερο αδελφό της κι αν μπορούσαν και κάτι παραπάνω. Αυτό μέχρι που άρχισε να μεγαλώνει η Μαρκέλλα. Από τα τέσσερα της χρόνια η Μαρκέλλα άρχισε να φροντίζει γι’ αυτό το κάτι παραπάνω, στην αρχή χωρίς να το καταλαβαίνει. Συνέβαινε αυθόρμητα κάθε φορά που επιθυμούσε πολύ κάτι και βρισκόταν μπροστά της κάποιος άνθρωπος. Με κάποιον τρόπο που ακόμα δεν μπορούσε να εξηγήσει, πρόβαλλε την εικόνα ή τη σκέψη κατευθείαν στο μυαλό του άλλου και εκείνος ή εκείνη θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό έως επιτακτικό να ανταποκριθεί στην επιθυμία της μικρής. Έτσι ποτέ δεν της έλειψαν γλυκά, παιχνίδια ή ρούχα σαν παιδί. Στην αρχή οι γονείς της πέρασαν όλη τη γκάμα μεταξύ απορίας, θαυμασμού, ανησυχίας και πανικού, μέχρι που η Μαρκέλλα αντιλήφθηκε τι τους συνέβαινε και τους ΕΠΕΙΣΕ πως όλα ήταν φυσιολογικά. Έτσι δεν ασχολήθηκαν ποτέ ξανά. Δεν απόρησαν ποτέ πως βρίσκονταν στο σπίτι πάντα τα λεφτά που χρειάζονταν ή γιατί ποτέ δεν πλήρωναν στην κανονική τιμή τα ψώνια τους. Το κορίτσι όμως ήταν προσεκτικό και έξυπνο. Αντιλήφθηκε από νωρίς πως ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, όμως δεν έκανε χρήση αυτής της θαυμαστής ιδιαιτερότητας της παρά με μεγάλη φειδώ και ποτέ με τρόπο που να προκαλεί. Ήξερε πως τα πολύτιμα πράγματα πρέπει να τα κρατάς καλά, πολύ καλά φυλαγμένα. Ήξερε επίσης πως αυτό της διευκόλυνε μεν τη ζωή, αλλά δεν ήταν πανάκεια για όλα. Κατανοούσε και εκτιμούσε την αξία της μόρφωσης, της τέχνης, της επιστήμης και επειδή ήταν πραγματικά χαρισματικός άνθρωπος, είχε έντονες κοινωνικές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Έτσι μεγάλο μέρος από το ευεργετικό αυτό χάρισμα πήγαινε σε αυτούς που το είχαν ανάγκη, μια μικρή αναδιανομή πλούτου δηλαδή, η δική της συμβολή στην αλληλεγγύη. Τώρα στα δεκαεφτά της το καταλάβαινε πολύ καλά, είχε περάσει την εφηβεία της μέσα στην κρίση.
Ο νεαρός με τα μακριά μαλλιά και τη γκρι φόρμα λίγα μέτρα πιο πέρα, άκουγε ανέμελος μουσική από το mp3 του. Στην πραγματικότητα έδειχνε ανέμελος αλλά δεν ήταν, με τρόπο παρατηρούσε τα πάντα και τους πάντες γύρω του. Όρθιος, ακουμπισμένος ανέμελα σε μια από τις πόρτες του συρμού, τα χέρια στις τσέπες του τζίν παντελονιού. Η Μαρκέλλα είχε προσέξει πως συχνότερα από τους άλλους επιβάτες το βλέμμα του έπεφτε σε αυτήν όταν νόμιζε πως δεν τον πρόσεχε. Ήταν νόστιμη κοπέλα και είχε επίγνωση της εμφάνισης της, ταυτόχρονα όμως ήταν πολύ εκλεκτική στις σχέσεις της. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε όποιον ήθελε, αλλά ειδικά σε αυτό το θέμα δεν ήθελε με τίποτα να εκμεταλλευτεί το χάρισμα της.
Στην επόμενη στάση, στην Δουκίσσης Πλακεντίας, μπήκε μια παρέα νεαρών, τέσσερεις ήταν, με ξυρισμένα κεφάλια και μαύρες μπλούζες και μπουφάν, βλέμματα βλοσυρά, σκοτεινά, με την υπεροψία που μόνο ο φασισμός μπορεί να λερώσει τα βλέμματα. Νεοναζί, σκέφτηκε η Μαρκέλλα με απέχθεια. Συζητούσαν μεταξύ τους δυνατά, για να ακούν θέλοντας και μη οι υπόλοιποι επιβάτες τα βορβορώδη τσιτάτα της απεχθούς ιδεολογίας τους. Σε λίγο ένας τους πρόσεξε τον νεαρό με τα μακριά μαλλιά και με νόημα τον έδειξε στους άλλους. Άρχισαν να μιλάνε σιγά μεταξύ τους και σε λίγο πλησίασαν τον νεαρό. Τα στομάχια των υπόλοιπων επιβατών σφίχτηκαν, καταλάβαιναν πως κάτι κακό θα συνέβαινε, με θύμα το παλικάρι. Δεν κουνήθηκε κανείς από τη θέση του όμως. Η Μαρκέλλα θύμωσε, απογοητεύτηκε, θα σηκωνόταν αυτή και θα ΑΝΑΓΚΑΖΕ και τους άλλους, τους επιλεκτικά αμέτοχους να σηκωθούν.
Ο Κωνσταντίνος, έτσι έλεγαν τον νεαρό, είχε πάρει γραμμή τι θα παιζόταν με τους φασίστες, δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε που συνέβαινε αυτό, το διασκέδαζε, αλλά προτιμούσε να μην το δείξει ακόμα. Ένιωσε το ΣΚΟΤΑΔΙ μέσα του να συμπυκνώνεται σε μια μικρή συμπαγή σφαίρα και να ανεβαίνει στο λαιμό του. Οι νεοναζί άρχισαν να ειρωνεύονται και να προκαλούν τον Κωνσταντίνο, όταν άρχισαν ταυτόχρονα να συμβαίνουν διάφορα παράξενα. Το λιγότερο παράξενο από αυτά ήταν πως οι υπόλοιποι επιβάτες άρχισαν να σηκώνονται και να στρέφονται προς την παρέα των νεοναζί. Αυτό όμως ήταν ασήμαντο μπροστά σε αυτό που ακολούθησε. Το φως πρώτα στο βαγόνι και στην συνέχεια στον υπόλοιπο συρμό φαινόταν να καλύπτεται από ένα σκοτάδι που ξεκινούσε από τον νεαρό με τα μακριά μαλλιά κι απλωνόταν. Δεν μειώθηκε απλώς η φωτεινότητα κι η ορατότητα, ήταν απτό, αγνό αδιαπέραστο σκοτάδι που σε καθήλωνε, σε παρέλυε. Μέχρι κι οι ήχοι πνίγονταν κι ακούγονταν πιο μουντοί, πιο μπουκωμένοι. Και οι κραυγές πόνου και φρίκης. Ο Κωνσταντίνος τους «στράγγιζε» από ζωή. Τους στράγγιζε χωρίς καν να τους αγγίξει. Ένιωθε μια άγρια χαρά αλλά και αποστροφή γι’ αυτό. Δεν έφτανε σε τόσο ακραίες λύσεις συχνά, ζήτημα να είχε αναγκαστεί να το κάνει άλλες δύο φορές και πάντα σταματούσε λίγο πριν προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά σε όποιον αναγκαζόταν να σταματήσει με αυτόν τον τρόπο, με το δικό του παράξενο ΟΠΛΟ. Τώρα δεν θα σταματούσε όμως, σιχαινόταν τους ναζί κι όσα είχαν κάνει.
Σε λίγο όλα είχαν τελειώσει. Ο μοναδικός που μπορούσε να δει στο σκοτάδι που κάλυπτε ακόμα πυκνό τα πάντα ήταν αυτός που το γέννησε και το εξαπέλυσε, ο Κωνσταντίνος. Έπρεπε να φύγει από κει αλλά πρώτα ήθελε να…
Η Μαρκέλλα είχε αναγκάσει όσους βρίσκονταν εκεί να σηκωθούν και αυτό την είχε λίγο κουράσει και εκπλήξει περισσότερο. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε υποβάλλει την θέληση της σε τόσους πολλούς ταυτόχρονα ανθρώπους. Ενήργησε αυθόρμητα, από θυμό για τους ναζί και συμπάθεια προς τον νεαρό. Μετά χάθηκαν όλα, ήρθε αυτό το σκοτάδι όταν…
« ΚΡΑΤΗΣΟΥ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ»
Το άκουσαν ταυτόχρονα και η Μαρκέλλα και ο Κωνσταντίνος, όμως αγνοούσε ο ένας πως το είχε ακούσει κι ο άλλος. Πάγωσαν και οι δύο, ποιος ήταν που μιλούσε μες το κεφάλι τους και γιατί; Πρώτος συνήλθε ο Κωνσταντίνος και πλησίασε την κοπέλα, «έλα μαζί μου, μη φοβάσαι, θα σε βγάλω από δω, δεν θέλω να δεις» της είπε, και την έπιασε από το χέρι. Ο συρμός συνέχιζε προς τον επόμενο σταθμό χωρίς στα άλλα βαγόνια να έχει κάποιος αντιληφθεί το παραμικρό. Στο Χαλάνδρι οι πόρτες άνοιξαν και ο Κωνσταντίνος τράβηξε σχεδόν την Μαρκέλλα κι άρχισαν να απομακρύνονται βιαστικά, ήταν οι μόνοι επιβάτες που βγήκαν εκεί από το συγκεκριμένο βαγόνι, στο οποίο το φως που επέστρεψε φανέρωσε τέσσερα πεσμένα γέρικα συρρικνωμένα πτώματα με ξυρισμένα κεφάλια, σε εμβρυακή στάση πεσμένα. Ουρλιαχτά και κραυγές τρόμου ακούστηκαν από το βαγόνι.
Οι δύο νέοι προχώρησαν αμίλητοι προς την έξοδο, όταν βγήκαν χώρισαν χωρίς να πει λέξη μεταξύ τους. Ήθελαν να χαθούν. Ήθελαν να φύγουν από εκεί. Εάν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά ίσως έβγαιναν για καφέ μαζί, ίσως αυτός να την είχε πλησιάσει, ίσως αυτή να του είχε χαμογελάσει. Κρίμα, σκέφτηκαν ταυτόχρονα.
Θα βρισκόντουσαν όμως σύντομα, απλώς δεν το ήξεραν ακόμα…
Αγ. Παρασκευή, Παρασκευή 19:37
Ο γέρος ανάσαινε με δυσκολία, η μάσκα με το οξυγόνο, όλο και γλιστρούσε από το ρυτιδιασμένο γεμάτο ξερά σάλια στόμα του. Δεν είχε πολύ ζωή και το ήξερε. Ότι έπρεπε να γίνει, καλά θα έκανε να συμβεί γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Μόνο ισχυρά αναλγητικά δεχόταν πια. Είχε σταματήσει κάθε άλλη αγωγή. Είπε στη νοσοκόμα του που έμενε μαζί του εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ότι φάρμακα υπήρχαν εκτός των αναλγητικών, να δοθούν σε συλλογικότητες και κοινωνικά ιατρεία. Μετά το θάνατό του, είχε κανονίσει όλα τα υπάρχοντά του, όλη η περιουσία του, να δοθούν με συνοπτικές διαδικασίες όπου υπήρχε ανάγκη και το σπίτι, η μονοκατοικία, να γίνει σπίτι φιλοξενίας προσφύγων. Ο καλύτερος κόσμος που μια ζωή αγωνίστηκε, δεν είχε έρθει. Το αντίθετο. Όμως ο γέρος ήταν χαρούμενος, θα συνέχιζαν άλλοι και τους είχε βρει. Μια ζωή έψαχνε τους κατάλληλους. Πολλές φορές πίστεψε πως τους βρήκε, όμως πάντα κάτι πήγαινε στραβά. Αυτά τα έξι παιδιά ήταν ξεχωριστά, δυνατά. Φτάνει να άντεχαν μέχρι να βρεθούν όλοι μαζί. Τότε θα καταλάβαιναν τι έπρεπε να γίνει. Για τη ζωή και μια καλύτερη κοινωνία. Ότι δε κατάφερε η δική του γενιά. Το χάρισμα του γέρου ήταν να βρίσκει άλλους ξεχωριστούς σαν κι αυτόν. Και το έπραξε.
Το αδύναμο βήξιμο, του ξέσκισε ό, τι είχε μείνει απ’ τα πνευμόνια του. Οι επιστολές είχαν παραδοθεί στον κούριερ πριν από δέκα λεπτά. Τους είχε βρει, τους είχε εντοπίσει και τους έξι. Θα λάμβαναν από μία επιστολή, ήταν παραδοσιακός ο γέρος, με μια πρόσκληση σε ένα χώρο ιδιοκτησίας του. Έλπιζε να πήγαιναν όλοι. ΗΞΕΡΕ πως θα πήγαιναν όλοι.
Η στερνή του σκέψη αγκαλιάστηκε με τη στερνή ανάσα του.
“ ΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ”
Τώρα όλα άρχιζαν.
Μανόλης Κωνσταντάκης
Tid Tripper