Όποτε κάθομαι στη μπάρα,
αργά το βράδυ
με κατανυκτική συνέπεια,
μόνος
και τύχει να δω στην άλλη άκρη,
κάποια κοπέλα με το χρώμα των μαλλιών σου,
το ατίθασο ρούσο να βάζει φωτιά στα σκοτάδια,
περιμένω να ακούσω το γέλιο σου,
να σε δω να κατεβάζεις τα σφηνάκια
το ένα πίσω απ τ άλλο
και να φτύνεις με βραχνή φωνή
ένα
"δέ γαμιέται"
να με φιλάς στο στόμα
να ρουφάς
καπνό κι αλκοόλ
να σε χουφτώνω
και να νιώθω στη κωλότσεπη
εκείνο το παλιό σκουριασμένο Μακάροβ 
με δυό λερές σφαίρες στο γεμιστήρα μόνο.

Μετά,
να χανόμαστε στα σοκάκια
να κάνουμε έρωτα,
(όχι, δεν κάναμε έρωτα,
σκυλοπηδιόμασταν)
σε άλλο δωμάτιο κάθε φορά
και πάντα να χανόμαστε
ο καθένας στη τρέλα του.

Θυμάμαι τό ξημέρωμα
που κεράστηκες
τη μία από τις δύο
σφαίρες,
έπαιζε Rory,
κι ήσουν μεθυσμένη
όπως συνήθως ήμασταν,
χαμογέλασες.

"Είμαστε δυό σφαίρες σε πορεία σύγκρουσης"
είπες.

Κράτησα την τελευταία
δικιά μου.
Μόνο αυτό έχω από σένα.

Ξέρω πως η κοπέλα στην άλλη άκρη του μπαρ, 
δεν είσαι εσύ,
χαμογελάω,
σηκώνω το ποτήρι στο καθρέφτη,
απέναντι.
Άλλος ένας τρελός
σκέφτονται.
Μα δε με νοιάζει.


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper