Του βατσιμάνη η ματιά
βαριά απ΄ το μπότζι
λερή σκουριά στοιχειώνει,
μόνος πατά κουβέρτα έρμη πια.
Κρώξιμο γλάρου συντροφιά
Μη λάχει άστερη νυχτιά
Στο κλάμα βαλαντώνει.
Στεριά, σκύλα δολερή,
πώς σε ποθώ, πώς σε γυρεύω...
-Κι όμως ξένος-,
κάθε φορά που σε πατώ,
κάθε φορά που σε φιλώ.
Βαριά καρδιά, ανασαίνεις.
Φύγαν τα νιάτα έτσι δα.
Σα μπάρκα ξεχασμένα.
Τώρα θυμάσαι όσα έχασες.
Και δεν σε περιμέναν.
Γυρνάει ο μύλος απ το Σμιθ
άδειος κι αυτός και σκοτεινός
τραχύς και παγωμένος,
βλέμμα γνωστό, καθημερνό,
αχνό και ραγισμένο
Σαν το καθρέφτη πού σπασες
μια νύχτα σουρωμένος
Γυρνάει ο νους
κάθε που ακούς
το παφλασμό απ το μπότζι
να τρίζει κάβους που κρατούν
τα τωρινά κουφάρια
σαν λιώνουνε σιγά σιγά
στη σκουριασμένη αρμύρα
τρίζοντας και βογκώντας
μάταια ελπίζοντας ξανά,
τα κύματα να σχίσουν.
Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper
βαριά απ΄ το μπότζι
λερή σκουριά στοιχειώνει,
μόνος πατά κουβέρτα έρμη πια.
Κρώξιμο γλάρου συντροφιά
Μη λάχει άστερη νυχτιά
Στο κλάμα βαλαντώνει.
Στεριά, σκύλα δολερή,
πώς σε ποθώ, πώς σε γυρεύω...
-Κι όμως ξένος-,
κάθε φορά που σε πατώ,
κάθε φορά που σε φιλώ.
Βαριά καρδιά, ανασαίνεις.
Φύγαν τα νιάτα έτσι δα.
Σα μπάρκα ξεχασμένα.
Τώρα θυμάσαι όσα έχασες.
Και δεν σε περιμέναν.
Γυρνάει ο μύλος απ το Σμιθ
άδειος κι αυτός και σκοτεινός
τραχύς και παγωμένος,
βλέμμα γνωστό, καθημερνό,
αχνό και ραγισμένο
Σαν το καθρέφτη πού σπασες
μια νύχτα σουρωμένος
Γυρνάει ο νους
κάθε που ακούς
το παφλασμό απ το μπότζι
να τρίζει κάβους που κρατούν
τα τωρινά κουφάρια
σαν λιώνουνε σιγά σιγά
στη σκουριασμένη αρμύρα
τρίζοντας και βογκώντας
μάταια ελπίζοντας ξανά,
τα κύματα να σχίσουν.
Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper
0 Kommentare:
Δημοσίευση σχολίου