22/2/21

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 22.2.21


Ήταν κάποτε δυό φίλοι πολύ αγαπημένοι, που όμως έμεναν μακριά ο ένας από τον άλλον και δεν μπορούσαν εύκολα να συναντηθούν.
Έμεναν σε δύο αντικριστά βουνά, στις πλαγιές, τα οποία τα χώριζε μία πεδιάδα γεμάτη κακοτράχαλες πέτρες.
Μέσα σε όλα τα άλλα, είχε αγκάθια και φίδια το καλοκαίρι και χιόνια που έκρυβαν παγίδες το χειμώνα, ναρκοπέδιο σωστό.
Στη μέση της κοιλάδας, περνούσε ένα πλατύ μα ορμητικό ποτάμι.
Είχε πέσει στη χώρα εκείνη την εποχή, μεγάλη δυστυχία και πείνα.
Δύσκολη πραγματικά η κατάσταση για όλους. Και οι δύο είχαν υποφέρει.
Επικοινωνούσαν πηγαίνοντας κάθε μέρα ο καθένας σε ένα ψηλό βράχο στην πλαγιά του, με φωνές δυνατές. Κοινό τους πρόβλημα, το μεγαλύτερο από όλα, ήταν η πείνα.
Όπως συζητούσαν κάποια μέρα για την πείνα τους, ο ένας που ήταν καλός μάγειρας, καλύτερος από τον άλλον τουλάχιστον, πρότεινε στον φίλο του να του κάνει το τραπέζι.
Ο φίλος του ενθουσιάστηκε με την πρόταση που του έγινε και έκλαψε από ευγνωμοσύνη για την αγάπη που του έδειξε ο καλός του φίλος.
Όμως πώς θα πήγαινε απέναντι;
Το ποτάμι από τις βροχές του χειμώνα που μαινόταν, φούσκωνε όλο και περισσότερο.
Λύκοι είχαν κατέβει στην πεδιάδα.
Έψαχνε τρόπο λοιπόν και κάθε μέρα όταν πήγαινε στον βράχο να μιλήσει στον φίλο του, του έλεγε:

«Φίλε μου αγαπημένε, περίμενε με σε παρακαλώ! Έρχομαι, θα βρω τρόπο να έρθω σύντομα, κάνε λίγο ακόμα υπομονή.»

Τον πρώτο καιρό, ο φίλος που έκανε την πρόσκληση στον άλλον, κάθε μέρα του έλεγε ενθουσιασμένος πόσο πολύ θα χαρεί να φάνε μαζί και του εκθείαζε τις μαγειρικές του ικανότητες.
Όπως είναι φυσικό, ο άλλος, δεν σκεφτόταν παρά την ώρα και τη στιγμή να πάει στο δείπνο του φίλου του. και έψαχνε τρόπο να περάσει απέναντι.
Όσο όμως περνούσε ο καιρός, αυτός που είχε κάνει την πρόσκληση, έχανε τον ενθουσιασμό του και άρχισε να δυσφορεί.
Ο φίλος του είχε τόσο ενθουσιαστεί που δεν καταλάβαινε γιατί δυσανασχετούσε ο άλλος στην καθημερινή τους επικοινωνία.
Κάποια μέρα, βρήκε τη λύση του πώς θα περνούσε απέναντι και γεμάτος χαρά, έτρεξε να το φωνάξει στον φίλο του.
Ο άλλος όμως, μαγκωμένος του είπε να μη βιαστεί, να προσέχει κλπ.
Του φάνηκε περίεργη αυτή η συμπεριφορά, όμως δεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο.
Σε λίγες μέρες ο φίλος που τον κάλεσε σε φαγητό, του είπε ότι δεν μπορεί να περιμένει πια, βαρέθηκε, και θα έβρισκε άλλο φίλο πιο βολικό, πιο κοντά να του κάνει το τραπέζι.

Ο καημένος, αυτός που προσκλήθηκε, στεναχωρήθηκε πολύ με αυτή την συμπεριφορά, θύμωσε και με το δίκιο του, τον έπιασε το παράπονο. Όμως δεν είπε όσα έπρεπε να πει στον φίλο του, γιατί βλέπετε τον αγαπούσε ακόμα και δεν ήθελε να τον κάνει να νιώσει πιο άσχημα για την μεγάλη του απρέπεια και την προσβολή που του έκανε.
Ήξερε πως θα φρόντιζε η ζωή και ο χρόνος γι΄αυτό, όπως πάντα συμβαίνει κι ας μην τα μαθαίνουμε όλα.
Ο φίλος που αδικήθηκε, ήταν θεραπευτής και μιλούσε με πνεύματα και δυνάμεις έξω από τον ορατό κόσμο, έτσι γνώριζε πράγματα που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Ευτυχώς όμως παρέμενε σε δρόμο δύσκολο, κακοτράχαλο μα σωστό και φωτεινό.

Είπε λοιπόν στο φίλο του, πως στεναχωρήθηκε πολύ, του ευχήθηκε να έχει καλή όρεξη και καλή ζωή, (πράγματα που ειλικρινά τα εννοούσε) πως συνεχίζει να τον αγαπάει κι ας συνέβη αυτό το πολύ δυσάρεστο γεγονός μεταξύ τους, όμως άλλη πρόσκληση από αυτόν, δεν θέλει να δεχτεί στο μέλλον.

Την άλλη μέρα, πήγε όπως κάθε μέρα τη συνηθισμένη ώρα στο βράχο, ο φίλος του δεν ήταν εκεί.
Τον είδε σε άλλο μέρος της πλαγιάς να ασχολείται με άλλα πράγματα.
Στον απέναντι βράχο κατά τύχη την ώρα εκείνη, έφτασε κάποιος άλλος φίλος κι έπιασαν τη κουβέντα. Του εκμυστηρεύθηκε λοιπόν ο πρώτος τί του είχε συμβεί, χωρίς να πει το όνομα αυτού που τον πρόσβαλλε, για να μην τον εκθέσει.
Ο νεοαφιχθείς, θέλησε ειλικρινά να παρηγορήσει τον στεναχωρημένο και του είπε να συναντηθούν αφού είχε βρει τρόπο να περάσει τις κακοτοπιές της πεδιάδας και το ποτάμι.
Έτσι και έγινε. Από τότε τρώνε συχνά μαζί, σε κάθε ευκαιρία.

Ο φίλος που έκανε την πρόταση και αθέτησε την εκπλήρωση αυτού που έταξε, δεν ξέρουμε τί κάνει.

«Ας είναι καλά, (σκέφτηκε ο άλλος που παραλίγο να μείνει πεινασμένος άδικα) γιατί ακόμα τον νοιάζομαι, δεν τον εμπιστεύομαι όμως, ας είμαστε μακριά κι αγαπημένοι».




Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper


0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου