25/12/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 25.12.20


Βόρειος Πόλος, Αρχηγείο-Έπαυλη Σάντα Κλάους, αρχές Νοέμβρη 2023

Ο ασπρομάλλης ευτραφής κύριος με το σκούρο cool wool μπλέιζερ και το ταιριαστό γκρι παντελόνι, στεκόταν εδώ και ώρα σιωπηλός ατενίζοντας τις χιονονιφάδες που σιωπηλά στροβιλίζονταν έξω από την πελώρια τζαμαρία του πολυτελούς γραφείου του. Ο καπνός Peter Stokkebye Black Cavendish Bulk Pipe Tobacco των 225 δολαρίων, από την επίσης πανάκριβη χειροποίητη πίπα του –ειδική παραγγελία- από τους Peterson του Δουβλίνου, δημιουργούσε γαλαζωπά χαρωπά και ήρεμα συννεφάκια πάνω από το κεφάλι του, σε αντίθεση με τις καμινάδες έξω στο βάθος που έμοιαζαν, στο σχεδόν μόνιμο σκοτάδι του πολικού χειμώνα, με τα σκελετωμένα δάχτυλα χεριού που ξέθαψε από το μνήμα χείμαρρος, έτσι όπως έπεφταν οι προβολής της τερατώδους και αχανούς βιομηχανικής εγκατάστασης. Εκεί το χιόνι ήταν μια λερή γκρίζα λάσπη πάντα. Το εργοστάσιο αυτό ήταν το πραγματικό δεκανίκι του μύθου της οικογενειακής αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, χάρη σε αυτό χτίστηκε ο μύθος του. Οι μόνοι που κατάφεραν να τον ανταγωνιστούν τα τελευταία χρόνια ήταν οι Κινέζοι με τα δικά τους κολοσσιαία κάτεργα. Τους μισούσε τους Κινέζους. Ή μάλλον μισούσε ΚΑΙ τους Κινέζους. Μισούσε ό,τι απειλούσε να θαμπώσει τον Μύθο του, ό,τι θεωρούσε πως θα ξήλωνε την καλοϋφασμένη εικόνα του. Μία εικόνα που δημιούργησε ο πατέρας του, ένας ασήμαντος ερασιτέχνης ηθοποιός, ευκαιριακός γυρολόγος, μα συνάμα και ταλαντούχος σκιτσογράφος, παρέα με τον γερο-Χάντερς στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Το προηγούμενο βράδυ από εκείνη την ιστορική μέρα ο πατέρας του είχε κερδίσει στα χαρτιά σε κάποιο καταγώγιο ένα μπαουλάκι παλιό από ένα μεθύστακα γέρο σαμάνο που δεν είχε τίποτα άλλο να στοιχηματίσει. Μέσα στο μπαουλάκι ήταν η σοφία και τα ξόρκια εκατοντάδων ετών της φυλής του ξεπεσμένου και απόκληρου μάγου. Το είχε κλέψει κι αυτός όταν τον εξόρισαν από το χωριό του πριν χρόνια στον παγωμένο φινλανδικό Βορρά. Αιτία ήταν η υπερβολική αγάπη του στο αλκοόλ. Μεταξύ πολλών και διαφόρων σημειώσεων, παλιόχαρτων και κάποιων εκατοντάδων από ξόρκια, επικλήσεις, παραδόσεις και μύθους, βρήκε δύο πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα κείμενα.

Το ένα αναφερόταν στον μύθο του Sinterklaas, του «αγίου» που έφερνε δώρα τα Χριστούγεννα, ένας συγκερασμός της υποτιθέμενης ζωής του Αγ. Νικολάου με τον μύθο του Όντιν και το άρμα του με τα οχτώ άλογα, κατά τον 12ο αιώνα στην Β. Ευρώπη.
Το άλλο ήταν ένα μαγικό ξόρκι που καλούσε από τον αόρατο κόσμο των Πνευμάτων και των Θρύλων τα Ξωτικά, τα οποία υπάκουαν στον άνθρωπο που τα κάλεσε, για πάντα. Όχι μόνο υπάκουαν, αλλά διέθεταν στην υπηρεσία του όλες τις μαγικές δυνάμεις που είχαν. Το κάθε Ξωτικό είχε και διαφορετική. Το πόσα Ξωτικά μπορούσε να καλέσει ένας μάγος, εξαρτιόταν όχι μόνο από την εμπειρία του, αλλά κυρίως από την πίστη του στο ξόρκι.
Έτσι ο «Σάννυ» Σάντμπλομσον, ο οποίος δεν πολυπίστευε την όλη ιστορία και φυσικά δεν είχε καμία εμπειρία, έκανε για πλάκα το ξόρκι στο φτηνό και άθλιο δωμάτιο που νοίκιαζε όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα σε καπνούς και κρότους ένα μικρό κακάσχημο πλάσμα, με σκούρο πράσινο δέρμα, αυγουλωτά μάτια και αραιά λιγδωμένα μαλλιά που γλιστρούσαν κάτω από ένα εξίσου λιγδωμένο κόκκινο σκουφί, στο πρόσωπο του κυριαρχούσε η σουβλερή του σπυριάρικη μύτη και τα μυτερά του αυτιά. Δυσανάλογα μακριά χέρια κρέμονταν ίσα με τα γόνατα των κοντών στρεβλωμένων ποδιών του, με τα μεγάλα πλατιά πέλματα που έδιναν το σχήμα τους στα κουρελιασμένα κι άτεχνα αυτοσχέδια υποδήματα του. Ήταν ίσα με ένα μέτρο ψηλό. Ήταν ο Ούουρτ το πρώτο Ξωτικό, στην υπηρεσία του Σάννυ.
Η αμήχανη έκπληξη του Σάννυ γρήγορα αντικαταστάθηκε από την γέννηση της ιδέας, της προοπτικής καλύτερα για το πως μπορούσε να επωφεληθεί από αυτήν την αναπάντεχα θαυματουργή αποκάλυψη των μυστικών του μπαούλου που η τύχη η οποία ορίζει τις ζωές των παικτών τυχερών παιγνίων, εναπόθεσε στα χέρια του. Το μυαλό του είχε πάρει φωτιά. Όλο το μυστικό σε τέτοιες καταστάσεις είναι να αντιληφθεί ο νους τις δυνατότητες του καινούριου, να κάνει συσχετισμούς με δημιουργική φαντασία, να γεφυρώσει με άλματα φαινομενικά ασύνδετα πράγματα και να χτίσει, να σμιλέψει, κάτι νέο.
«Τί μπορείς να κάνεις, τί είσαι και πως σε λένε;» ρώτησε το πλάσμα .
-«Είμαι ο Ούουρτ, Ξωτικό, ό,τι αγγίζω γίνεται γυαλιστερό μαύρο κάρβουνο Αφέντη» είπε αυτό.
«Καλώς, ΜΗΝ αγγίξεις τίποτα!»
Ο Σάννυ λίγες μέρες νωρίτερα είχε περάσει από το γραφείο της εταιρείας του Χάντερ, αφήνοντας τον φάκελο με τα σκίτσα και την ιδέα που είχε για το αναψυκτικό που τα τελευταία χρόνια έκανε θραύση στην Αμερική. Τώρα του φαινόταν πολύ κοινότυπα τόσο τα σχέδια όσο και η ιδέα. Άρχισε να σκιτσάρει με πυρετώδικη μανία καινούρια...
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία πια, ένα μέρος γνωστή σε όλο τον κόσμο κι ένα μέρος άγνωστη σε όλους, εκτός από την οικογένεια των Σάντμπλομσον και την ηγεσία του πολυεθνικού κολοσσού. Ένα καλά κρυμμένο κι επτασφράγιστο μυστικό η άγνωστη αυτή ιστορία με τζίρο πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι περισσότεροι νόμιζαν πως η ιστορία του Σάντα Κλάους δεν ήταν παρά ένα πετυχημένο διαφημιστικό παραμύθι της εταιρείας των αναψυκτικών. Μέχρι ένα σημείο αυτό ήταν σωστό. Από το σημείο αυτό όμως και πέρα, υπήρχε η πραγματική ιστορία η οποία δεν είχε τίποτα από την αίγλη και γλυκιά αθωότητα του παραμυθιού. Ήταν μία ιστορία στυγνής και κυνικής εκμετάλλευσης και δεν συζητάμε μόνο της παιδικής φαντασίας και αθωότητας όπως και της ανάγκης των ενηλίκων να ξαναγίνουν για λίγο παιδιά, αλλά κυρίως των πλασμάτων, των Ξωτικών, που ακούσια αρπάχτηκαν από τον κόσμο τους από το ξόρκι για να γίνουν σκλάβοι των Σάντμπλομσον. Ήταν μία ιστορία πικρής σκλαβιάς, κρυφής και σκοτεινής διαπλοκής και μυστικών συμφωνιών με πολυεθνικές και εργοστάσια κατασκευής παιχνιδιών σε όλο τον κόσμο (ακόμα και με τους Κινέζους) σχετικά με την κατασκευή και εμπορία των παιχνιδιών και την κάλυψη της παραγωγής και διάθεσης από αυτές άλλων «προϊόντων» όπως όπλα, ναρκωτικά και χημικά ή ηλεκτρονικά μέρη που δεν μπορούσαν νόμιμα να κατασκευαστούν ή απαιτούσαν πολύπλοκες, χρονοβόρες διαδικασίες για να δοθεί νόμιμη άδεια. Στην πραγματικότητα λοιπόν όλα αυτά τα εργοστάσια κατασκεύαζαν και διέθεταν όλα τα παραπάνω, με την βιτρίνα της κατασκευής και εμπορίας των παιχνιδιών. Δίκαια λοιπόν θα αναρωτηθεί κάποιος, «καλά, τα παιχνίδια, ΟΛΑ τα παιχνίδια ΠΟΙΟΣ τα κατασκεύαζε;»
Μα τα Ξωτικά φυσικά! Ποιος άλλος; Τα Ξωτικά που δούλευαν όλο το χρόνο, δεκαετίες τώρα, σχεδόν τσάμπα. Δημιουργούσαν τις πρώτες ύλες, από αέρα, κοπριά ταράνδων χώμα και πέτρα, (και μερικά άλλα υλικά δικής τους επινόησης), σχεδίαζαν κατασκεύαζαν, συσκεύαζαν, κουβαλούσαν, μετέφεραν με ένα μικρό στόλο από έλκηθρα όλο το χρόνο τα παιχνίδια στις βιομηχανίες που υποτίθεται πως τα κατασκεύαζαν.
Η πληρωμή τους για όλο αυτό;
ΜΙΑ, ναι σωστά διαβάσατε ΜΙΑ, μπάρα σοκολάτα τον μήνα το καθένα!!!
Εδώ είναι που αρχίζει η πραγματική ιστορία.




Ο Έργκεν Τρυπιοκάλτσης, έσπρωχνε αγκομαχώντας το πελώριο καρότσι με φρέσκια νωπή κοπριά ταράνδων προς το τεράστιο καυτό καζάνι από όπου μία αποπνικτική μπόχα δραπέτευε κοχλάζοντας για να απλωθεί προς κάθε κατεύθυνση στην αχανή αίθουσα. Μία αίθουσα φτιαγμένη όπως όλα εκεί, από σκληρό γαλαζωπό πάγο φερμένο από το Ορυχείο στην κρυστάλλινη καρδιά του Παγετώνα. Άλλα Ξωτικά δούλευαν εκεί νύχτα μέρα, ώστε να ανανεώνεται συνεχώς το υλικό του μεγάλου συγκροτήματος κτηρίων από το οποίο αποτελούνταν το Εργαστήριο των Αιώνιων Χριστουγέννων. Έτσι το είχε βαφτίσει ο κατά κόσμον Σάντμπλομσον και για τα Ξωτικά Σάντα Κλάους, αν και στην δική τους αργκό τον φώναζαν ο «Άη» ή ο «Κοιλαράς», πάντα φυσικά όταν δεν ήταν μπροστά να τους ακούσει. Πήγαινε το ξύλινο καρότσι μέχρι το καζάνι, έβαζε τις αλυσίδες στους χαλκάδες του και εκεί άλλα ξωτικά από ψηλά τραβούσαν με το βίντσι και όταν έφτανε πάνω από το καζάνι, με μία απότομη κι επιδέξια κίνηση το άδειαζαν μέσα. Το καζάνι αυτό ήταν ένα από τα δεκάδες που υπήρχαν σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένα μεταξύ τους. Άλλα ξωτικά έφερναν ξερή κοπριά ταράνδων και βουβαλιών που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο, ανακατεμένη με λίπος φάλαινας και φώκιας.

Το ειδεχθές έγκλημα του φόνου των θηλαστικών αυτών ευτυχώς δεν βάραινε τα Ξωτικά, αλλά Σκανδιναβούς και Γιαπωνέζους ψαράδες. Η αίθουσα ήταν μία από τις δώδεκα του συγκροτήματος. Σε κάθε μία γινόταν διαφορετική δουλειά. Του Έργκεν του έτυχε να δουλεύει εδώ όμως. Γέμιζε συνεχώς το καρότσι του με κοπριά έξω στο κρύο το έσπρωχνε περίπου για εκατό μέτρα μέχρι τα καζάνια, άδειαζε και φτου κι απ’ την αρχή. Θα μπορούσε να του τύχει κάτι χειρότερο όπως να μαζεύει την κοπριά από τα κοπάδια έξω στις μάντρες, θα μπορούσε όμως να του τύχει και καλύτερο, όπως η διαλογή της αλληλογραφίας, ή η διακόσμηση των εορταστικών πακέτων και η συσκευασία.

Αυτά όμως προορίζονταν για τους λακέδες της εξουσίας, τους γλείφτες του Άη, τους τσάτσους του παλιο-Κοιλαρά, τους σπιούνους και προδότες των Ξωτικών, που αντάλλαξαν την αξιοπρέπεια και τη λαχτάρα να ελευθερωθούνε με μία καλύτερη θεσούλα στη γαλέρα. Μόνο τέτοιοι πήγαιναν στις καλές θέσεις, τους διάλεγε προσεκτικά ο ίδιος ο χοντρό Άη. Στην αρχή ήταν λίγοι, μα με τα χρόνια της κακοπέρασης και της σκλαβιάς στον απαίσιο αυτό Άνθρωπο όλο και πλήθαιναν αυτοί που λύγιζαν. Τον βόλευε πολύ τον Άη αυτό. Να στρέφεται ο ένας εξαθλιωμένος εναντίον του άλλου, έτσι οι σπιούνοι έκαναν πιο εύκολη την δουλειά του. Πραγματικά απαίσιος Άνθρωπος ο Άη, όλοι οι Άνθρωποι που έτυχε λίγο πολύ να δει ο Έργκεν απαίσιοι ήταν. Σαν τον Άη, σκληροί, διπρόσωποι, άπληστοι, χωρίς συμπόνια για τον αδύναμο, μόνη έννοια τους το χρυσάφι κι η δύναμη.

Έσπρωχνε το καρότσι του ο Έργκεν και σκεφτόταν σιωπηλός, έσπρωχνε , σκεφτόταν. Σκεφτόταν κι αναπολούσε τα βαθύσκιωτα δάση με τα πλάσματα που δεν είχε αντικρύσει Ανθρώπου μάτι ποτέ, θυμόταν την ανέμελη και χαρούμενη ζωή από όπου ξαφνικά τον άρπαξε αυτόν και εκατοντάδες άλλα Ξωτικά το ξόρκι του Κοιλαρά, του Σάντα Κλάους. Σκεφτόταν και εκείνο το χαμένο κορμί τον Ούουρτ, τον μεγαλύτερο ρεζίλη στην Γη των Ξωτικών, τώρα πια τον Αφέντη κυρ Ούουρτ, τον Πρώτο του Εργαστηρίου.

Αυτός έφερε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την μοίρα τους. Ο Ούουρτ ήταν που μαρτύρησε στον Άη τον Άνθρωπο τα μυστικά, τους φόβους, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους. Ο Ούουρτ του είπε όσα ακόμα κι οι μεγάλοι Σαμάνοι των Ανθρώπων αγνοούσαν για τα Ξωτικά και τον κόσμο τους, κάνοντας τον Κοιλαρά απόλυτο και παντοδύναμο αφέντη τους. Όλα αυτά με αντάλλαγμα την πολύτιμη Σοκολάτα, τη θεϊκή μαγική αυτή τροφή, το μόνο καλό στον κόσμο των Ανθρώπων. Όση Σοκολάτα ήθελε! Χωρίς περιορισμό, αυτή ήταν η συμφωνία για να αποκαλύψει τα μυστικά τους, να προδώσει τους ομοίους του ο τιποτένιος. Ο Ούουρτ ο Πρώτος είχε όση Σοκολάτα ήθελε, όποτε ήθελε. Τα τσιράκια του έπαιρναν τρεις μπάρες την εβδομάδα, όλοι οι υπόλοιποι, μία μπάρα το μήνα κι αυτό όχι πάντα, όχι όλοι. Σοκολάτα υπήρχε άφθονη, όλοι τους το ήξεραν αυτό, όμως ο Ούουρτ αποφάσιζε ποιος και πότε θα την έπαιρνε, ανάλογα με τα κέφια του κι ανάλογα με το ποιος ήταν ή όχι πρόθυμος να συνεργαστεί. Ήξερε όμως την χρυσή τομή ανάμεσα στην δυσαρέσκεια και τον φόβο, έτσι ποτέ η δυσαρέσκεια των Ξωτικών δεν υπερέβαινε το φόβο. Κάτι τέτοιο μπορούσε να αποβεί επικίνδυνα μοιραίο για την θέση του. Μπορούσε να πέσει η παραγωγή ή ακόμα χειρότερα να σταματήσουν να δουλεύουν.

Η απόδοση τους και η «συνεργασία» τους ήταν η κύρια δουλειά του Ούουρτ πέρα φυσικά από το δουλοπρεπές καθημερινό γλείψιμο και λιβάνισμα του Άη. Κανείς από τους Εργάτες δεν χώνευε τον Αφέντη Ούουρτ, πρόσεχαν πάντα ακόμα και το βλέμμα ή την έκφραση του προσώπου τους όταν ήταν αυτός μπροστά. Ο Ούουρτ φυσικά το ήξερε, το ένιωθε όπως νιώθει κάποιος στη ραχοκοκαλιά την παγωμένη υγρασία του Γενάρη τη νύχτα. Στον ίδιο πάντα μιλούσαν συγκρατημένα, με λίγα λόγια προσεκτικά διαλεγμένα και μόνο εάν τους ρωτούσε κάτι. Ένιωθε την βουβή απέχθεια και την περιφρόνηση στα βλέμματα τους με το που έστρεφε την πλάτη. Κραύγαζε η συλλογική σιωπή τους. Ήταν όμως ανάγκη να υπάρχει συνεχής ροή πληροφοριών για το τι γίνονταν ανάμεσα στην πλέμπα, τους παρακατιανούς, έτσι έλεγε ο Ούουρτ στον Σάντα κι εκείνος συμφωνούσε. Κάθε τόσο ο Ούουρτ φώναζε στο γραφείο του Σάντα τους πιο αδύναμους ψυχολογικά, όσους φοβούνταν περισσότερο και μα με φοβέρες μα με παρακάλια μα με σοκολάτα, στο τέλος τους λύγιζε μπροστά στον βλοσυρό Άη και τα έλεγαν όλα χαρτί και καλαμάρι. Κάποιοι επέστρεφαν πίσω χορτασμένοι Σοκολάτα για να αντιμετωπίσουν την θλιμμένη καχυποψία των άλλων κάποιους πιο λίγους τους άλλαζαν τμήμα και ειδικότητα. Όλοι όμως ήξεραν τι σήμαινε αυτό, σήμαινε πως το Ξωτικό αυτό συνεργάστηκε, πρόδωσε. Ορισμένα Ξωτικά δεν το άντεχαν αυτό, η σκλαβιά και η ντροπή τα τσάκιζαν και έχυναν τα μετρημένα τους πολύτιμα δάκρυα, στη γη τη νύχτα, να στραγγίξουν οι ψυχές τους και να τα βρει το πρωί μικρά πέτρινα αγάλματα άδεια από ζωή. Τα Ξωτικά έχουν όλα κι όλα δεκατρία δάκρυα που μπορούν να χύσουν σε όλη τους τη ζωή. Εάν τα ξοδέψουν αλόγιστα, τότε ξεραίνεται η ψυχή τους και αρχίζει να σκληραίνει το σώμα τους από μέσα προς τα έξω, να μικραίνει και στο τέλος να απομένει ένα μικρό πέτρινο αγαλματάκι είκοσι εκατοστά όλο κι όλο. Έτσι πεθαίνουν τα Ξωτικά, με το τελευταίο τους δάκρυ.

Στο γραφείο του ο Άη είχε μία ολόκληρη προθήκη από έβενο και μαόνι φτιαγμένη με μερικές δεκάδες τέτοια αγάλματα. Τα έκανε συλλογή.

Τελευταία η συλλογή μεγάλωνε με γοργούς ρυθμούς και αυτό προβλημάτιζε τον Σάντα Κλάους. Ήξερε πως τα Ξωτικά ήταν κι αυτά μετρημένα όπως και τα δάκρυά τους. Ήξερε πως τα είχε φέρει πια όλα από τον Κόσμο των Πνευμάτων και των Θρύλων, όπως ήξερε και πως ο κόσμος εκείνος είχε πια μαραζώσει και πεθάνει πριν χρόνια γιατί η κύρια και καίρια ασχολία των Ξωτικών ήταν να προσέχουν, να φροντίζουν και να αναγεννούν εκείνο τον Κόσμο και τα Πλάσματα του. Ήταν οι Φύλακες και φροντιστές του από πριν υπάρξει ο δικός του κόσμος. Φέρνοντας τα όλα εδώ, καταδίκασε τον Κόσμο των Ξωτικών σε βέβαιο θάνατο. Δεν τον ένοιαξε όμως αυτό ούτε τότε ούτε και τώρα, μόνο το κέρδος, η φήμη και η φιλοδοξία του τον ένοιαζαν. Το πρόβλημα βέβαια παρέμενε γι’ αυτόν και ήταν άλυτο. Τα Ξωτικά δεν αναπαράγονταν, δεν είχαν αυτή την ικανότητα κι ας έκαναν ένα σωρό θαυμαστά κι αλλόκοτα πράγματα. Οι Δυνάμεις που τα δημιούργησαν ήταν από καιρό ξεχασμένες κι αδιάφορες πια για οτιδήποτε. Είχαν κλείσει τον κύκλο τους όταν η ανθρωπότητα ήταν ακόμα πολύ νέα. Έτσι χάθηκε και η γνώση της δημιουργίας των Ξωτικών. Έπρεπε να μάθει την αιτία γιατί πλήθαιναν τα πέτρινα αγαλματάκια στη συλλογή του. Φώναξε τον Ούουρτ…
«Πρόσεχε ρε πανύβλακα! Με πάτησες!»

Η αγριεμένη φωνή πόνου έβγαλε τον Έργκεν από τις σκέψεις του. Είχε κατά λάθος πατήσει με το καρότσι του ένα άλλο Ξωτικό που βρέθηκε στο δρόμο του φορτωμένο με ένα δεμάτι ταρανδοκέρατα. Τα κέρατα είχαν σκορπίσει ολούθε τριγύρω.

-«Συγνώμη αδερφέ, δεν σε είδα, στάσου να βοηθήσω να τα μαζέψουμε. Πονάς πολύ;» είπε σαστισμένος ο Έργκεν.

Βοήθησε τον πεσμένο να σηκωθεί κι άρχισαν να μαζεύουν γρήγορα τα πεσμένα κέρατα ταράνδου, πριν τους πάρει χαμπάρι κάποιος Επόπτης σπιούνος του Ούουρτ.

Το άλλο Ξωτικό ήταν αδυνατισμένο πολύ, περισσότερο από τον Έργκεν ο οποίος ήταν κι αυτός αδύνατος όπως και οι περισσότεροι εργάτες Ξωτικά. Βλέπετε έπαιρναν μόνο μία Σοκολάτα το μήνα κι αυτή όχι πάντα στην ώρα της, όχι όλοι. Ανάλογα τα κέφια του Ούουρτ και το τι παράπτωμα είχαν κάνει ή πόση παραγωγή έβγαζαν. Ο Μπγιέερν το Ξωτικό που είχε ρίξει κατά λάθος ο Έργκεν είχε τρεις μήνες να πάρει την Σοκολάτα του και στηριζόνταν πια στην αλληλεγγύη των άλλων Ξωτικών. Είχε τιμωρηθεί επειδή έφτυσε τον Ούουρτ στη πλάτη μια μέρα. Ο Έργκεν επίσης είχε ενάμιση μήνα να πάρει την Σοκολάτα του γιατί ο επόπτης ανέφερε πως λούφαρε. Η Σοκολάτα ήταν τόσο πολύτιμη για τα Ξωτικά, όχι για λόγους απόλαυσης αλλά επιβίωσης στην κυριολεξία. Από αυτόν εδώ τον κόσμο ήταν το μόνο πράγμα η σοκολάτα που μπορούσε να δεχτεί το στομάχι τους χωρίς να αρρωστήσουν άσχημα και να χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις. Δεν μπορούσαν να φάνε τίποτα άλλο. Η πλούσια και άφθονη τροφή του δικού τους εξωτικού κόσμου, δεν υπήρχε σε αυτόν. Εκτός από την θεϊκή σοκολάτα δηλαδή. Η Σοκολάτα ήταν το μόνο από τα αγαθά αυτού του κόσμου που επιθυμούσαν λοιπόν. Η γλυκόπικρη Σοκολάτα της ακούσιας σκλαβιάς τους.

Οι δυό τους είπαν λίγα εκείνη την ώρα, συμφώνησαν όμως να βρεθούν αργότερα, μετά τη βάρδια τους. Ο καθένας τράβηξε στη δουλειά του.

Βρέθηκαν μετά την βάρδια όπως είχαν πει νωρίτερα, την Ώρα των Ονείρων τους, δηλαδή την ώρα που ξεκουράζονταν για να πάει ο νους τους στις αναμνήσεις του Κόσμου που αμετάκλητα έχασαν. Δεν ήταν ακριβώς ύπνος, δεν ήταν ακριβώς ξύπνιος. Ήταν κάτι ανάμεσα σε αυτήν την πραγματικότητα και σε μια άλλη. Από κείνο το βράδυ συναντιούνταν κάθε βράδυ για την επόμενη εβδομάδα. Κάθε φορά και κάποιος έμπιστος φίλος ερχόταν στην παρέα. Ένα πράγμα συζητούσαν μόνο σε εκείνες τις συναντήσεις. Πως θα ελευθερωθούν, πως θα λυτρωθούν από την τυραννία του Άη. Πως θα λυτρωθούν καλύτερα, γιατί ήξεραν πως η επιστροφή στον τόπο τους δεν ήταν πλέον δυνατή, ακόμα κι αν ο Άη αντέστρεφε το Ξόρκι, ο Κόσμος τους είχε γίνει πέτρα , όπως και οι σύντροφοι τους που αυτοκτονούσαν κάθε τόσο.



Βόρειος Πόλος, Εργαστήριο των Αιώνιων Χριστουγέννων, πρωί 23 Δεκέμβρη 2023

Ο Ούουρτ έξυνε με μανία τον σπυριάρικο πισινό του, κάτι γινόταν άσχημο με τους εργάτες, εδώ και μέρες, το είχε μυριστεί, αλλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Ο Σάντα τον πίεζε όλο και περισσότερο κάθε μέρα, ένιωθε τη θέση του να κλυδωνίζεται άσχημα. Ούτε σαν εφιάλτη δεν ήθελε να σκεφτεί το ενδεχόμενο του να βρεθεί μαζί με την πλέμπα, τον όχλο, εργάτης κι αυτός. Θα τον χτυπούσαν μέχρι να χύσει και το τελευταίο του δάκρυ!

Δάγκωσε νευρικά ένα κομμάτι Σοκολάτα από το ζαφειρένιο μπολ μπροστά του.

Εν τω μεταξύ στο παγωμένο εργαστήρι-γαλέρα του Σάντα Κλάους,
δυο απελπισμένα κι απλήρωτα μήνες ξωτικά, οργανώνονταν κι ετοίμαζαν την εξέγερση.
Μυστικά και συνωμοτικά όπως αρμόζει σε κάθε σοβαρή κι αξιοπρεπή εξέγερση.
Οι τάρανδοι μασούν τις λειχήνες τους κι ο Αη χοντραίνει τη κοιλάρα του.
Η επανάσταση όπου να ναι θα ξεσπάσει.

«Κάτω τα αφεντικά, το εργαστήριο στα ξωτικά. Κάτω τα Χριστούγεννα!»

Αυτό είχαν από κοινού αποφασίσει πως θα ήταν το σύνθημα της εξέγερσης. Είχαν με κάθε προσοχή ενημερωθεί όλα τα Ξωτικά εξόν από τους σπιούνους και όσους ήταν επίφοβοι να λυγίσουν. Η εξέγερση θα γινόταν σήμερα, την πρό Παραμονή των Χριστουγέννων μία ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Πρώτα θα έπιαναν τους σπιούνους, τα καθάρματα τους Επόπτες την Ώρα των Ονείρων τους το προηγούμενο βράδυ και θα τους κεντούσαν το δέρμα με αγκάθια αγριοτριανταφυλλιάς που με πολύ κόπο και μυστικότητα είχαν βρει. Θα τους κεντούσαν μέχρι να χύσουν και το τελευταίο τους δάκρυ. Μέχρι να αδειάσει η ψυχή τους και να ξεραθεί και να πετρώσει το κορμί τους, μέχρι να γίνουν μικρά άψυχα πέτρινα αγάλματα. Την θέση τους για να μην καταλάβουν τίποτα ο Ούουρτ και ο Άη θα την έπαιρναν σύντροφοι εργάτες που είχαν διαλεχτεί ανάμεσα στους συνωμότες για την ομοιότητα τους με τους Επόπτες εμφανισιακά. Ο Έργκεν, ο Μπγιέερν και καμιά δεκαριά άλλοι θα πήγαιναν κρυφά στο δωμάτιο του Ούουρτ και θα τον κεντούσαν κι αυτόν με τα αγκάθια. Στην συνέχεια αφού τον έβγαζαν από την μέση, θα γινόταν η πραγματική εξέγερση, αυτή που θα κατέστρεφε μια και καλή τον Σάντα Κλάους τον Κοιλαρά, όσα επιθυμούσε και λαχταρούσε. Θα κατέστρεφε τον σκληρό και διεφθαρμένο κόσμο του για πάντα.

Όλα τα Ξωτικά είχαν αποφασίσει, όχι χωρίς τρόμο και στεναχώρια, ούτε χωρίς να το σκεφτούν καλά, πως αμέσως μετά θα έτρωγαν την τελευταία σοκολάτα του ο καθένας και μετά θα κάθονταν ανά δύο αντικριστά στις αίθουσες του Εργαστηρίου και θα κεντούσε το ένα το άλλο με τις αγριοτριανταφυλλιές, μέχρι που να χύσουν και το τελευταίο από τα δεκατρία τους δάκρυα. Το επόμενο πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων, θα έβρισκε ο Άη ένα Εργαστήριο με εκατοντάδες μικρά άψυχα πέτρινα αγαλματάκια για τη συλλογή του.

Μετά, ας καθάριζε όπως καταλάβαινε και μπορούσε με τους μαφιόζους φίλους του και τους άλλους εγκληματίες όπως τράπεζες πολυεθνικές, βιομηχανία του θεάματος και ποιος ξέρει τι λογιών άλλο υπόκοσμο. Σίγουρα θα τον τσιμέντωναν, όπως έκαναν συχνά ο ένας Άνθρωπος στον άλλον όταν κάποιος αθετούσε την συμφωνία του ανάμεσα στους εγκληματίες.

Αυτή θα ήταν η ύστατη εκδίκηση τους.


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper



0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου