Στα βάθη της ζούγκλας, νοτιοδυτικά του μεγάλου ποταμού Νείλου, λίγο πέρα από το μεγάλο βουνό το Κιλιμάντζαρο και μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα από τον Αμαζόνιο, βρίσκεται καλά κρυμμένο ένα τεράστιο πελωριότατο Δέντρο. Τι είδους δέντρο δεν ξέρω ακριβώς να σας πω, μα ούτε και κανείς άλλος. Είναι από τα μυστήρια και τα θαυμαστά της φύσης και της Μάνας Γης.
Ο θρύλος της ζούγκλας λέει ότι παλιά, ένας γιγάντιος ευκάλυπτος ερωτεύτηκε μία επίσης γιγάντια σεκόγια, δέντρο από μακρινή γη, που σαν κουκούτσι ταξίδεψε με τον άνεμο μέχρι εκεί και παραδόξως φύτρωσε στη σκιά του. Μόνη στον ξένο τόπο μεγάλωνε δίπλα του. Τον έφτασε κάποια στιγμή στο μπόι και τότε ερωτεύτηκαν και ενώθηκαν σε ένα δέντρο. Στη σκιά τους φύτρωσαν μπαομπάμπ και μπανανιές, δάσος ολόκληρο που με τα χρόνια ενώθηκαν μαζί με τα δύο δέντρα, όχι από έρωτα αυτά, αλλά από θαυμασμό γι αυτά. Έτσι, το θαυμαστό αυτό Δέντρο, είχε λογής λογής φύλλα και καρπούς. Έφτανε τα διακόσια μέτρα ύψος κι ο κορμός του ήταν τόσο χοντρός που ολόκληρη η φυλή των μαϊμούδων, πιθηκιών, χιμπατζήδων, ουρακοτάγκων, γιββώνων και γοριλλών της ζούγκλας, δεν έφτανε να το κυκλώσει.
Γιατί λέμε για τη φυλή των μαϊμούδων όμως; Μα είναι απλό. Πρώτον έχει χέρια να πιαστεί. Δεύτερον μπορεί και σκαρφαλώνει ψηλά και τρίτον; Μπανάνες! Οι μαϊμούδες τρελαίνονται για μπανάνες.
Έτσι το Δέντρο έγινε σπίτι τους, όοολης της μαϊμουδοφυλής και από τότε ονομάστηκε Μαϊμουδόδεντρο.

Εκεί ζούσε με την οικογένεια του κι ένα μικρό και σκανταλιάρικο πιθήκι που είχε τετραπέρατο μυαλό, μεγάλο θάρρος και χρυσή καρδιά, έμπλεκε όμως συνέχεια σε φασαρίες και μπελάδες. Όπως τότε με το μικρό δειλό γαλλάγο. Ένα μικροσκοπικό πλασματάκι, μία γούνινη μπαλίτσα με τεράστια μάτια κι αυτιά και μεγάλη ουρά. Την εποχή εκείνη το απόθεμα από τις μπανάνες είχε μειωθεί πολύ εξαιτίας της ξηρασίας. Η μαμά πιθηκίνα συνεχώς γκρίνιαζε στον μπαμπά πίθηκο που έξυνε συνεχώς την καράφλα του κι αμολούσε με δυσφορία πορδές τρίβοντας την πεταχτή κοιλιά του. Τρεις μπανάνες την ημέρα δικαιούταν το κάθε πιθήκι. Αυτές και μόνο.
Το μικρό πιθήκι είχε φάει ήδη τις δύο από τις τρεις και καθόταν σ΄ένα κλαδί μισονυσταγμένο, απολαμβάνοντας τον κατακόκκινο μεγάλο ήλιο που πήγαινε κι αυτός να κοιμηθεί στο σπίτι του γρήγορα, πίσω από τις ψηλές χιονισμένες κορφές του Κιλιμάντζαρο, πέρα, μακριά. Με την άκρη του ματιού του είδε ένα μικροσκοπικό χεράκι να γλιστράει προς την μπανάνα που είχε ακουμπισμένη δίπλα του.

«Έι!...» φώναξε την ίδια στιγμή που ακούστηκε ένας βροντερός βρυχηθμός, σαν κεραυνός!

Ένας από τους γορίλες-πολεμιστές έτυχε να περνάει από εκεί και είδε και αυτός ταυτόχρονα τον μικρό γαλλάγο που προσπαθούσε να κλέψει την μπανάνα του πιθηκιού. Ο καημένος ο γαλλάγος κατουρήθηκε από τον φόβο του πριν λιποθυμήσει. Ο γορίλας σήκωσε το πελώριο πόδι του να πατήσει τον μικρό κλέφτη.

«Μηηηη! Σε παρακαλώ! Μην τον πατήσεις! Είναι φίλος μου! Εγώ του έδωσα την μπανάνα, του την είχα υποσχεθεί νωρίτερα. Είναι ΚΕΡΑΣΜΑΑΑΑ!»

Ο γορίλας σταμάτησε την κίνηση του στον αέρα, γρύλισε αδιάφορα, ανασήκωσε τους ώμους κι έφυγε.
Το μικρό πιθήκι συνέφερε το πιο μικρό ζωάκι που με γουρλωμένα περισσότερο τα μεγάλα του μάτια, έτρεμε από τον φόβο.

«Να πάρε, στη δίνω εγώ, δεν χρειάζεται να κλέψεις. Πεινάς έ;»

Ο μικρός γαλλάγος έγνεψε με έμφαση χωρίς να πει λέξη. Αν πεινούσε λέει; Πήρε διστακτικά την πολυπόθητη μπανάνα και με βουλιμία έρχισε να την τρώει. Όταν χόρτασε, δεν την έφαγε ολόκληρη, ευχαρίστησε τον νέο του φίλο και ρώτησε.

-« Γιατί δεν άφησες τον πελώριο γορίλα να με πατήσει; Πήγα να σου κλέψω το φαί σου. Δεν είμαι καν ένας από σας. Είμαι ξένος.»

« Είσαι ζώο του δάσους, σαν εμένα και επιπλέον πεινάς περισσότερο από μένα. Κανείς δεν πρέπει να αναγκάζεται να κλέβει από πείνα.»

Ο μικρός γαλλάγος βούρκωσε από τη συγκίνηση. έδωσε πίσω τη μισή μπανάνα.

-«Είσαι φίλος! Σ’ ευχαριστώ! Κι εγώ για να ανταποδώσω, θα γίνω τα μάτια σου και τ΄αυτιά σου τη νύχτα.».

Έτσι ξεκίνησε μία δυνατή φιλία που κράτησε για το όσο διαρκούν οι δυνατές φιλίες. Μέχρι τα βαθιά γεράματα κι ακόμα πιο πέρα.
Πολλές φορές ο γαλλάγος προειδοποίησε τα πιθήκια για την πεινασμένη λεοπάρδαλη που γύρευε να ανέβει στο δέντρο να τα φάει.


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper