Έκατσα δίπλα του κατάχαμα στο πεζοδρόμιο.
Βρωμοκοπούσε κάτουρο, ξινισμένη μπύρα και τσιγάρο.
Του έστριψα τσιγάρο και του έδωσα.
Έστριψα και για πάρτη μου.
Καπνίζαμε σιωπηλοί.

«Λοιπόν τί θες;» με ρώτησε κάποια στιγμή.

Τον κοίταξα.

-»Δεν θέλω τίποτα, απλά να καπνίσω ένα τσιγάρο εδώ κάτω.
Να βλέπω τους ανθρώπους που περνούν βιαστικά στο κόσμο του ο καθένας. Θα φύγω σε λίγο.«

Δεν μίλησε.
Σε λίγο μου ζήτησε κι άλλο τσιγάρο.
Του έδωσα.
Σηκώθηκα και πήρα από το περίπτερο μιά μπύρα για κείνον και μιά πορτοκαλάδα για μένα.
Καπνίσαμε ακόμα λίγο και σηκώθηκα να φύγω.

«Κανείς δεν κατεβαίνει εδώ κάτω, πώς σε λένε;» μου είπε.

-»Λέγε με ό,τι όνομα σου γουστάρει όταν ξανάρθω, αν είσαι εδώ θα καπνίσουμε παρέα. Ακούω σε πολλά ονόματα.«

« Με λένε Νίκο.»

Έγνεψα με το κεφάλι και τράβηξα μια βαθιά τζούρα.
Καπνίσαμε αμίλητοι από άλλο ένα.
Σηκώθηκα να φύγω.
Το καπνό του τον άφησα, θα έπαιρνα άλλον.
Άρχισα να περπατάω όπως οι πάνω.
Αργό βήμα, περιπάτου.

Τώρα που γράφω αυτό, δεν ξέρω τί γίνεται ο Νίκος.
Πέρσι τέτοιον καιρό τον είχα συναντήσει στο Κέντρο.
Πέρσι, πριν συμβεί όλο αυτό το κακό.
Και πριν το κάνουν χειρότερο, αυτοί που παίζουν πολιτικό τζόγο με τις ζωές μας.

Στρίβω δυό τσιγάρα κι ανάβω το ένα...


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper