Η κυρία Ευθαλία με κόπο ανάσαινε στον βαρύ αέρα του δωματίου, ανάσες κοφτές, γρήγορες, λαχανιαστές. Η αποφορά της κλεισούρας και της σήψης από τα σκουπίδια και όχι μόνο, που κατέκλυζαν το διαμέρισμα κυριαρχούσε μετά από μηνών εκούσιο εγκλεισμό. Η ηλικιωμένη γυναίκα διένυε τα τέλη της έβδομης δεκαετίας της ζωής της.
Μέχρι πρόσφατα ζούσε μία ήσυχη μετρημένη ζωή, γεμάτη τάξη, καθαριότητα και ευτυχία μέσα στο σπίτι του μεγαλύτερου γιού της του Σπύρου και της οικογένειας του, της οικογένειας της. Ο Σπύρος και η Δανάη η νύφη της είχαν παντρευτεί νέοι και είχαν αποκτήσει δύο υπέροχα παιδιά, την Θάλια που είχε πάρει το όνομα της από εκείνη και τον Μάκη από το άνομα του Γεράσιμου, του μακαρίτη του άντρα της.

Ζούσαν όλοι μαζί στο Χολαργό σε ένα μεγάλο διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου σε έναν από τους δύο εμβληματικούς ουρανοξύστες του προαστίου, στον 19ο όροφο. Ο Σπύρος και η Δανάη λόγω δουλειάς, ήταν ηλεκτρολόγοι μηχανολόγοι και είχαν δική τους εταιρεία όπου εργάζονταν μαζί, ταξίδευαν συχνά. Όλα πήγαιναν στρωτά και ήρεμα γι αυτούς, παρ όλη την κρίση που είχε τσακίσει εδώ και μία δεκαετία τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και της χώρας. Δούλευαν πολύ στο εξωτερικό, αναλαμβάνοντας μελέτες και έργα, έτσι έλειπαν για μεγάλα διαστήματα κάποιες φορές. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που ήρθε η πανδημία. Το πρώτο lockdown της Άνοιξης του 2020 πήγε πίσω τις δουλειές τους, αλλά το ξεπέρασαν το καλοκαίρι.

Έφυγαν την τελευταία μέρα του περασμένου Αυγούστου του 2020, όχι όμως για δουλειά. Η Θάλια είχε γίνει δεκτή σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας και είχαν πάει οι τρεις τους να φροντίσουν τα σχετικά με τη διαμονή της. Θα το συνδύαζαν και με λίγες μέρες διακοπών αφού το καλοκαίρι ολόκληρο δούλευαν ασταμάτητα. Τα κρούσματα ολοένα αυξάνονταν με γεωμετρική μέθοδο, όμως τηρούσαν σχολαστικά όλα τα μέτρα προφύλαξης. Δεν πίστευαν πως θα είχαν πρόβλημα.

Η κυρία Ευθαλία, έμεινε με τον δεκατετράχρονο Μάκη να τους περιμένουν. Το σπίτι ήταν γεμάτο τρόφιμα και το σουπερμάρκετ σε λιγότερο από πενήντα μέτρα. Εκείνη απέφευγε να βγαίνει, πήγαινε ο Μάκης αν χρειαζόταν κάτι. Αυτό βέβαια όταν μετά από χίλια παρακάλια και κατσάδες ξεκολλούσε από τον υπολογιστή. Και όταν έβγαινε, γυρνούσε μετά από ώρες έχοντας ψωνίσει άλλα αντί άλλων, πώς να κλείσεις μέσα ένα παιδί σ΄ αυτή την ηλικία και το κυριότερο πώς να το κάνεις να πειθαρχήσει χωρίς αντιρρήσεις; Ήταν και η εφηβεία στη μέση.

Εκείνη φοβόταν τον ιό και οι καυγάδες κάθε φορά που επέστρεφε, ήταν μόνιμη επωδός. Από την αρχή της πανδημίας ήταν όλη μέρα κολλημένη στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης σε όποια κανάλια έλεγαν κάτι σχετικό. Της είχε γίνει μονομανία η τρομολαγνεία ετούτη. Φοβόταν πολύ για όλους τους έλεγε, αλλά αυτό που απέφευγε να πει ήταν πως φοβόταν κυρίως για την ίδια. Ήταν μεγάλη και ευάλωτη, έπρεπε να προσέχει και να την προσέχουν τα παιδιά και τα εγγόνια της. Τους πρώτους μήνες πήγαινε σχετικά καλά με τον φόβο της, μπορούσε να τον διαχειριστεί. Την πρόσεχαν όντως. Μετά, όταν έφυγαν τα παιδιά και η εγγονή της κι έμεινε με τον Μάκη της, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Ήταν μόνη και επιπλέον είχε επωμισθεί τεράστια ευθύνη. Ο μικρός δεν την άκουγε, Λόγια, καυγάδες με το παραμικρό, ανυπακοή και θράσος. Και δεν πρόσεχε καθόλου σύμφωνα με αυτά που άκουγε στην τηλεόραση. Κυρίως όταν έβγαινε, όποτε έβγαινε, έξω.
Ειδικά η τελευταία φορά που βγήκε και επέστρεψε μετά από τρεις ώρες, την έκανε να ουρλιάζει έξαλλη.

Η κυρία Ευθαλία είχε αδυνατίσει πολύ, τα πόδια της δεν την κρατούσαν εκείνο το παγωμένο πρωινό στα μέσα του Απρίλη του 2021. Ήταν ο πιο παγωμένος χειμώνας και άνοιξη που θυμόταν όσα χρόνια ζούσε. Το νερό στο ντεπόζιτο της μεγάλης βεράντας είχε σχεδόν τελειώσει πια. Το παράθυρο δεν ήθελε να το ανοίξει, το ρεύμα από τους ηλιακούς συλλέκτες ίσα που έφτανε για πολύ βασικές λειτουργίες, σε καμιά περίπτωση για θέρμανση και έξω είχε πολύ κρύο. Ρεύμα και νερό από το δίκτυο είχαν κοπεί πριν καιρό, δεν θυμάται πόσο. Η αρρώστια και ο φόβος γι αυτήν, θέριζαν έξω. Οι υποδομές κοινής ωφελείας και οι υπηρεσίες σταμάτησαν σταδιακά ακόμα και την υποτυπώδη μέχρι τότε λειτουργία τους. Μονάδες ολόκληρες του στρατού και της αστυνομίας διαλύονταν αφού τα στελέχη τους ή είχαν χτυπηθεί από την αρρώστια ή από τον φόβο και δεν παρουσιάζονταν σ αυτές. Οι μεταφορές και η τροφοδοσία των καταστημάτων όπως και το εμπόριο, κατέρρευσαν γρήγορα κι αυτές. Παντού λεηλασίες, φόνοι, αυτοκτονίες, εμπρησμοί και καταστροφές. Όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλο τον κόσμο συνέβαιναν αυτά. Έτσι έλεγε το παλιό της ραδιόφωνο όταν κατάφερνε τώρα πια να πιάσει κάποιο σταθμό στα βραχέα. τα περισσότερα ήταν επαναλαμβανόμενα και ηχογραφημένα.

Τον Δεκέμβρη στις αρχές, είχε επιμείνει να κάνει και τα τρία εμβόλια που μόλις είχαν βγει, στο φαρμακείο απέναντι και θέλησε να υποχρεώσει και τον μικρό να τα κάνει. Ο μικρός δεν ήθελε, της έλεγε πως είχε διαβάσει στο ίντερνετ ότι τα εμβόλια κυκλοφόρησαν βιαστικά, δεν είχαν δοκιμαστεί όπως έπρεπε και είχαν πολλές παρενέργειες. Και οι εταιρείες οι ίδιες το έλεγαν. Πως οι εταιρείες ήθελαν να βγάλουν κέρδος ακόμα κι από αυτήν την κόλαση του ιού. Το να κάνει τρία εμβόλια μαζί δεν ήταν καθόλου καλό, αυτά της έλεγε. Της έλεγε κι άλλα, Πως τα εμβόλια μέχρι στιγμής όχι μόνο δεν δούλεψαν στους περισσότερους που τα έκαναν, αλλά τους προκάλεσαν ένα σωρό προβλήματα. Καθημερινά ακουγόταν περιστατικά ακραίας βίας από ψυχωτικά επεισόδια ανθρώπων σε ξαφνικές κρίσεις παράνοιας. 
Πολλοί υποστήριζαν ότι η θεραπεία ήταν καταστρεπτικότερη από την ίδια την αρρώστια. Εκείνη όμως ήταν αμετάπειστη. Ο Μάκης την παράτησε στο φαρμακείο και έφυγε για ώρες, άγνωστο πού και με ποιους. Όταν γύρισε, ξέσπασε άλλος ένας τρομερός καυγάς. Ο τελευταίος.

Ο Σπύρος η Δανάη και η Θάλια είχαν αποκλειστεί στην Ιταλία, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν, και όλο το βάρος έπεσε πάνω τους. Μιλούσαν καθημερινά στην αρχή, ή στο τηλέφωνο ή στο skype ή στο viber. Μέχρι που τα δίκτυα της τηλεφωνίας έπεσαν κι αυτά. Είχε προλάβει όμως να μάθει κι αυτή κι ο εγγονός της τον χαμό της Δανάης και πως εκείνος είχε ήδη αρρωστήσει. Μετά, σιωπή που μεγάλωνε την απόγνωση, τον φόβο και την ανείπωτη θλίψη της. Ο μικρός από τότε που έμαθε τα μαντάτα, είχε κλειστεί στον εαυτό του περισσότερο, σχεδόν δεν της μιλούσε ούτε την άκουγε, αυτό την απογοήτευε και την έθλιβε περισσότερο.

Στον τελευταίο τους καυγά μάλιστα την έβρισε μόλις τον κατσάδιασε και σαν να μην έφτανε αυτό, την έσπρωξε για να βγει από την κουζίνα όπου βρίσκονταν και οι δύο. Η κυρία Ευθαλία θόλωσε…
Έπρεπε να συρθεί ως την κουζίνα να βάλει κάτι στο στόμα της. Ο Μάκης είχε τελειώσει από την Τρίτη.
Είχε φάει το τελευταίο κομμάτι του.
Μόλις την έσπρωξε και της γύρισε την πλάτη για να φύγει, η Ευθαλία ασυναίσθητα έπιασε το μεγάλο τηγάνι και του κατάφερε απανωτά οργισμένα χτυπήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Στο τρίτο, άκουσε το πνιχτό κολλώδη ήχο. Το παιδί κατέρρευσε κεραυνοβολημένο στο μπεζ χαλάκι της κουζίνας, με μια κόκκινη κηλίδα σαν φωτοστέφανο να απλώνεται γύρω του από το ανοιγμένο κεφάλι. Έκανε μερικούς σπασμούς κι έμεινε ακίνητος. Η Ευθαλία με γουρλωμένα μάτια, άφησε το βαρύ τηγάνι να πέσει από τα χέρια της, ραγίζοντας τα πλακάκια στο σημείο που έπεσε. Αποσβολωμένη έμεινε με απλανές βλέμμα για ώρα.

Την έσπρωξε! Ο Μάκης της που τον μεγάλωσε από μωρό την παράκουσε, την έβρισε χυδαία και την έσπρωξε. Την έβαλε σε κίνδυνο κι αγωνία. Αν δεν προστάτευε τον εαυτό της ποιος ξέρει που θα έφτανε;

ΕΠΡΕΠΕ να το κάνει αυτό, όσο κι αν δεν ήταν ηθελημένο και σχεδιασμένο. Τώρα είχε μείνει όμως μόνη κι αβοήθητη. Ποιος θα έβγαινε έξω τώρα; Τί θα έκανε με το πτώμα του Μάκη της; Ξέσπασε σε βουβό κλάμα.

Το πτώμα το τεμάχισε σε σακούλες επιτόπου με το μικρό αλλά πανίσχυρο ηλεκτρικό αλυσοπρίονο μπαταρίας που πήρε από το αποθηκάκι με τα εργαλεία του γιου της. Με αυτό έκοβε καμιά φορά τυχόν μεγάλα κούτσουρα για το τζάκι. Ήταν πολύ οργανωμένος και άξιος ο Σπύρος της. Έβαλε τα κομμάτια σε νάιλον σακούλες χωρίς να σκέφτεται γιατί. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Της πήρε όλη μέρα αυτό. Τοποθέτησε τις σακούλες στον άδειο καταψύκτη έξω, στην σκεπασμένη βεράντα της κουζίνας. Έβαλε το φις στη πρίζα, θα έπαιρνε ρεύμα από τα φωτοβολταϊκά, αν και με το κρύο που είχε, δεν χρειαζόταν.
Τα Χριστούγεννα και τις γιορτές τα πέρασε μόνη, ή σχεδόν μόνη. Μόνιμη σύντροφος της η πείνα. Τότε έφαγε το πρώτο κομμάτι από τον καταψύκτη. Τηγανητό στο ίδιο εκείνο τηγάνι που…
Έπρεπε να συρθεί ως την κουζίνα να βάλει κάτι στο στόμα της.

Ο Μάκης είχε τελειώσει από την Τρίτη.

Είχε φάει το τελευταίο κομμάτι του. 
Δεν μπορούσε καν να σκεφτεί τί να κάνει. 
Σύρθηκε στην κουζίνα, ήπιε λίγο μπαγιάτικο νερό από την σχεδόν άδεια καράφα. 
Θα έβγαινε μετά ίσως να βάλει ό,τι είχε απομείνει από το ντεπόζιτο. 
Το τηγάνι στην φορητή εστία γκαζιού, λερό από τις προηγούμενες χρήσεις. 
Άναψε το γκαζάκι. 
Ασυναίσθητα το μάτι της έπεσε εκεί.
Ένα μικρό κομμάτι μόνο, τόσο δα μικρό. 
Ναι θα έκοβε λίγο από το χέρι της.
Δεν θα ήταν μεγάλη η ζημιά. 
Πήρε το κουζινομάχαιρο. 

Ο πόνος την έκανε να λιποθυμήσει.
Όπως έπεσε πάνω στο λερωμένο με ξεραμένο αίμα χαλί, παρέσυρε το γκαζάκι με το λερωμένο από λίπος τηγάνι που έπεσε πάνω στα ρούχα και τα μαλλιά της.
Οι φλόγες άρχισαν να την τυλίγουν.
Συνήλθε στιγμιαία ουρλιάζοντας πριν σβήσει μέσα στο πύρινο μπεζ λεκιασμένο με ξερό αίμα σάβανο της.

Μόνη...


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper