Γενικά δεν είμαι τύπος του αθλητισμού, πάντα αντιμετώπιζα αυτά τα πράγματα κάτω από το πρίσμα της αναγκαιότητας ή της τρέλας μου, αλλά έτρεξα κι εγώ έναν «ιδιαίτερο» μαραθώνιο στα νιάτα μου.
Και νίκησα.
Το έπαθλο;
Αν δε βαριέστε διαβάστε την ιστορία.

Ήτανε καλοκαίρι του ’85, τέλη Ιούλη αρχές Αυγούστου, δε καλοθυμάμαι, στο νησί όπου κατάγονται οι γονείς μου, στη Σάμο. Εγώ δηλώνω σε κάθε ευκαιρία, ως τόπο καταγωγής το διπλανό νησί, την Ικαρία, μου αρέσει περισσότερο, έχει άλλο αέρα, άλλους ανθρώπους πιο λεύτερους. Εκεί έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Τέλος πάντων, ας γυρίσουμε στο καλοκαίρι του ’85.
Από το απόγευμα στο χωριό (Μυτιληνιοί), βλέπαμε τη φωτιά να καίει μακριά στα πέρα βουνά δυτικά. Ήτανε μεγάλο χωριό τότε. Καθότανε ο κόσμος στα καφενεία κι αγνάντευε τους καπνούς κι όσο πέρναγε η ώρα το σκοτάδι που κοκκίνιζε. Εμείς οι πιτσιρικάδες, έβραζε το αίμα, θέλαμε να πάμε στη φωτιά με τα μηχανάκια, αλλά μας προγκάγανε οι μεγάλοι, «τι να πάτε ρε; Θα πληρώσει η ΕΟΚ, άσε θα πάει ο στρατός».
Κάποια στιγμή ακούγεται μια κραυγή «θα καούνε οι ελιές».
Τους γράψαμε τους μεγάλους, μαζευτήκαμε καμιά τριανταριά νοματαίοι, πέντ έξι ενήλικες και οι υπόλοιποι μεταξύ 16 και 22 χρονών και με αγροτικά και μηχανάκια είπαμε να πάμε στη φωτιά. Συνάντηση σε 15’ στη πλατεία.
Πήγα να το πω στη μάνα μου να μην ανησυχεί κλπ και ξεκίνησα για πλατεία τρέχοντας στη κατηφόρα σα το κατσίκι. Εκεί έγινε το κακό.
Στραβοπατάω, γυρνάει ο αστράγαλος, μαχαιριά και κάψιμο πόνος μέχρι τα μηλίγγια.
Ώ ρε πούστη (σκέφτηκα), τι θα κάνω τώρα; Πως θα πώ να μη πάω; Θα με δουλεύουνε και θα με περιφρονούνε μέχρι να σβήσει ο ήλιος… άσε που μας είχανε στη μπούκα τους «αθηναίους» μαμόθρεφτα και τέτοια. Τι να κάμω, έκαμα την ανάγκη φιλοτιμία και κούτσα κούτσα ξεκίνησα για πλατεία. Κάθε βήμα και κλάμα (εσωτερικό).
Στο δρόμο οι θειές κι οι μπαρμπάδες, οι «νοικοκυραίοι» μου τη λέγανε. «Που πας πι΄δκι μ’ άσι να πάν οι φαντάρ’» Τους σιχτίριζα νοερά, είχα και το πόνο, δεν είπα τίποτα. Φτάνω εκεί που είχαμε πει να μαζευτούμε,με βλέπει ένας να κουτσαίνω και με ρωτάει τι έχω. Τίποτα του λέω, μπήκε ένα πετραδάκι στην αρβύλα και θα το βγάλω στη καρότσα, άμα κάτσουμε (στο αγροτικό).
Ξεκινήσαμε και σε μισή ώρα είχαμε φτάσει στο σημείο που είχανε διαλέξει ως καλύτερο να πάμε. Ήτανε καμιά 200αριά μέτρα από μια κορφή όπου θέλαμε να κάνουμε αντιπυρική ζώνη είχαμε 3 αλυσοπρίονα, τσάπες, φτυάρια κι ότι εργαλείο έφερε όποιος μπορούσε.
Ο δεξής μου αστράγαλος τούμπανο, ευτυχώς η αρβύλα το κράταγε κάπως. Ανεβήκαμε τα 200 μέτρα μέτρο και βογγητό για μένα σουβλιά που ξεκίναγε από τον αστράγαλο και τέλειωνε πίσω απ τα μάτια. Σκορπιστήκαμε, κόψαμε κλάρες να χτυπάμε τις μικροεστίες που ανάβανε τα κουκουνάρια που έρχονταν από κάτω από την άλλη μεριά, τα βλέπαμε σα μικρούς κομήτες μέσα στη νύχτα και παίρναμε θέση από τη τροχιά που είχανε. Άλλοι με τα πριόνια κάνανε την αντιπυρική, ευτυχώς είχαμε τον αέρα βοηθό, φύσαγε απ τη μεριά μας.
Κάποια στιγμή μετά από κανένα δίωρο, κι αφού μου είχε βγει η παναγία, ούτε νερό δεν είχαμε μαζί μας, το είχαμε αφήσει κάτω στ’ αμάξια, αλλάζει ο αέρας! 
Ώ ρε μάνα μου… να ‘ρχονται τα κουκουνάρια κι οι σπίθες βροχή, βομβαρδισμός, τρέχαμε από τη μια μικροεστία στην άλλη αλλόφρονες μέσα στα πουρνάρια και τα βάτα, ότι προλάβουμε. Το δάκρυ κορόμηλο απ’ το καπνό, η ανάσα γδαρτή στο λαρύγγι. Ζόρι…
Κάποια στιγμή βρίσκομαι ανάμεσα σε 3 εστίες που δεν ήταν πια μικρές και συνειδητοποιώ πως είμαι μόνος. Ο πόνος στον αστράγαλο είχε ξεχαστεί από ώρα…
Υπήρχε ένα άνοιγμα καμιά 50αριά μέτρα προς τα’ αριστερά και πάνω, και τίποτα άλλο. Πάω κατά κει χωρίς να σκεφτώ, μόνο να γλυτώσω ήθελα.
Ήξερα το θάνατο από φωτιά. Είχα το «προνόμιο» 2 χρόνια πριν να βοηθήσω στη μεταφορά ενός από τους 4 καμένους της φωτιάς του ‘83. Έκανα να μιλήσω τότε μέρες και για μήνες άμα μύριζα ψητό, έτρεχα και ξέρναγα. Ήμουνα 17 το ’83. Δεν ήθελα λοιπόν να πάω έτσι.
Στο άνοιγμα λοιπόν και μετά στα τυφλά προσπαθώντας να πιάσω κόντρα άνεμο και να βγώ σ’ ανοιχτωσιά. Τα μέρη δε τά ξερα καθόλου, δεν ήξερα που πήγαινα, τι ήτανε μπροστά μου, τίποτα. Μόνο ένστικτο και θέληση να νικήσω το πανικό. Δε ξέρω πόσες φορές έπεσα από πεζούλια σε βάτα. Κάποια στιγμή νιώθω να χάνεται η γη απ τα πόδια μου και να πέφτω. Αρπάχτηκα στα τυφλά απ’ ότι βρήκα, να κολλήσω στο βράχο στο θάμνο… είχα αρπαχτεί από βάτα, κι αυτά με σώσανε από πτώση στο άγνωστο μεν μου καταξεσκίσανε τις παλάμες δε. Με τούτα και με τ’ άλλα, βγήκα σε μια ανοιχτωσιά, το καλύτερο; Μακριά υπήρχε σταθερό φως, όχι το τρεμόπαιγμα φλόγας, αλλά το σταθερό του ηλεκτρικού. Άνθρωποι!...
Κίνησα κατά κει με τη βεβαιότητα πως σώθηκα. Δεν ήταν ούτε 2 χιλιόμετρα μακριά. Τότε ξαναγύρισε ο πόνος μαζί με μια κούραση μαύρη κι ανελέητη. Σωριάστηκα κατάχαμα. Δεν είχα δυνάμεις (έτσι νόμιζα), πρέπει με κάποιο τρόπο να με δούνε, να ρθουνε να με πάρουνε. Τέτοιες στιγμές το μυαλό σκαρφίζεται μες τη τρέλα του, απίθανα πράματα. Είχα στη τσέπη τα τσιγάρα μου Σαντέ σκέτο κι ένα Bic αναπτήρα.
3 σύντομα ανάματα, τρία παρατεταμένα, 3 σύντομα, διακοπή και ξανά.
Αυτό δε ξέρω για πόση ώρα. Ότι είχα αρχίσει να απελπίζομαι, βλέπω το μακρινό φως να μεγαλώνει, να γίνεται ένα όρθιο παραλληλόγραμμο και να γεννάει δυό στρογγυλά φωτάκια που έρχονταν γρήγορα προς τα μένα. Με πιάσανε τα κλάματα, κάποιος με είχε δει. Σηκώθηκα. Άρχισα να πηγαίνω προς τα κει να μικρύνω την απόσταση. Ξαφνικά τα δυο φωτάκια σταματάνε απότομα και μια φωνή από τηλεβόα μου φωνάζει : 
«ΣΤΑΜΑΤΑ, ΣΤΑΜΑΤΑ, ΜΗ ΠΡΟΧΩΡΑΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ. ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ» …
Πάγωσα…
« ΜΗ ΠΡΟΧΩΡΑΣ, ΓΚΡΕΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ» το φωνάξανε 2-3 φορές ακόμα.
Μετά:
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;» …«ΑΠΟ ΠΟΥ» Τους είπα. « ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩΝ ΕΙΣΑΙ;»
19 ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ απαντάω εγώ.
Ήτανε φυλάκιο του στρατού, που όντως είχε δει τις λάμψεις στο σκοτάδι, η φωτιά ήταν πίσω μου, αλλά έτσι κι άλλαζε ο αέρας…
Με κατευθύνανε να πάω δεξιά και θα ειδοποιούσανε να με βρούνε αλλά δε θα γινότανε έρευνα πριν το ξημέρωμα.
Αποχαιρετιστήκαμε, τους ευχαρίστησα και ξεκίνησα κατά που μού ‘πανε. Βάτα, θάμνα σκοτάδι, δίψα, πόνος, φόβος, εξάντληση….
Το πρωί επιτέλους είδα που ήμουνα. Σε μια πλαγιά, απέναντι άλλη πλαγιά, πεύκα, θάμνοι, ελιές πουθενά, άνθρωπος πουθενά. Τότε είδα τα χέρια μου. Οι παλάμες 2 πληγές γεμάτες αγκάθια. Συνέχισα να προχωράω. Να βρω ανοιχτωσιά, δρόμο, κάτι. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε και κατά τα’ απόγευμα βρίσκω μια ρεματιά. Νερό σκέφτηκα, τίποτα όμως, ξεραϊλα. Ζαλιζόμουνα, Άρχισα να αναποδογυρίζω πέτρες και να πιπιλάω λάσπη. Ήταν μια ανακούφιση. Παρακάτω βρήκα μια λακκούβα 2-3 πόντους νερό πράσινο με γυρίνους μέσα. Ήπια… Συνέχισα να προχωράω μέχρι που βγήκα σε κάτι πεζούλες που ότι κι αν είχανε ήτανε θερισμένο. Καλά ήτανε. Έβαλα μια πέτρα μαξιλάρι κι έπεσα ξερός. Με ξύπνησε ο ήλιος.
Δεύτερο πρωί. Σηκώθηκα όπως όπως κι άρχισα να προχωράω. Ζαλιζόμουνα άσχημα. Κάποια στιγμή βρίσκομαι ανάμεσα σε κάτι δέντρα οπωροφόρα, δε θυμάμαι τι. Είχανε κάτι πράσινους καρπούς στυφούς και ξινούς αλλά δε πείραζε. Έφαγα. Καλά ήτανε…
Το μεσημέρι της δεύτερης μέρας με βρήκε ένα περίπολο του στρατού και με μάζεψε.
Με βρήκανε 40 χιλιόμετρα από το μέρος που με είχε σταματήσει ο φαντάρος με το τηλεβόα να μη πέσω στο γκρεμό. Απ’ ότι έμαθα είχα βγει αγνοούμενος με ψάχνανε ελικόπτερα κλπ της πουτάνας γινότανε. Σκέφτηκα τη μάνα μου και τι χέσιμο θα μού ριχνε…
Το πόδι έκανα να το πατήσω 1 μήνα, τα χέρια γίνανε καλά αλλά στις παλάμες έχω κάποια σημαδάκια, επίσης είχα σοβαρή αφυδάτωση.
Με πρόχειρους υπολογισμούς από το σημείο που πρωτοχάθηκα μέχρι το σημείο που με βρήκανε πρέπει να έκανα (από τα σημεία που τους περιέγραψα περίπου 65 χλμ σε μια πορεία “ W “…


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper