4/10/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 4.10.20



                 Ο Κραπλάβυ (Ραγισμένος) αντίκρισε το πρώτο φως των αστεριών μια παγωμένη νύχτα του Μαρτίου του 1593 στη Πράγα, στο Γιόζεφοβ, δίπλα στις όχθες του Μολδάβα. Πατέρας και Κύριος του ο ραβί Λέβ, ή Jehuda ben Bezalel, σεβάσμιο μέλος της ασκεναζίτικης κοινότητας, ξακουστός αλχημιστής και σύμβουλος του Ροδόλφου του 2ου της Βοημίας. Ο ραβί Λεβ είχε κλειστεί εβδομάδες στο ημιυπόγειο εργαστήριο ή καλύτερα ερημητήριο με τα δεκάδες σπάνια χειρόγραφα και τόμους. Τον εμμονικό εγκλεισμό του πυροδότησε η απόκτηση του σπανιότατου και πολυπόθητου για τους μύστες, De Arte Cabalistica του Johannes Reuchlin που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στα 1517.

Επιχειρούσε κάτι που οι αμφίβολες μαρτυρίες για την ύπαρξη του, χάνονταν στα βάθη του χρόνου. Να κατασκευάσει ζωή, ή ακριβέστερα σχεδόν ζωή. Ένα γκόλεμ, που θα υπάκουε μόνο σε αυτόν. Και επιτέλους εκείνο το βράδυ, τα είχε καταφέρει. Η λάμψη στα μάτια του φανέρωνε από μόνη της πόσο αδημονούσε για τη μεγάλη στιγμή. Επιτέλους το μεγάλο εγχείρημα πέτυχε. Σχεδόν.

Křaplavý! (ραγισμένος)...

Ήταν η μοναδική λέξη που βγήκε από το στόμα του ραβίνου. Το γκόλεμ πήγε να σηκωθεί από το βρεφικό του λίκνο, τον μεγάλο πάγκο όπου τον κατασκεύαζε όλες αυτές τις μέρες ο Δημιουργός του. Ο ραβίνος γύρισε με βδελυγμία τη πλάτη του και πήγε στον δευτερεύοντα μικρότερο πάγκο εργασίας, αυτόν που χρησιμοποιούσε και ως γραφείο. Το γκόλεμ στεκόταν όρθιο πια και περίμενε. Ο Ραβίνος κάτι έγραψε βιαστικά σε ένα κομμάτι χαρτί και το έχωσε στο ανοιχτό στόμα του πήλινου γίγαντα. Του είχε δώσει Εντολή. Την πρώτη και τελευταία ,μια παράξενη και πικρή εντολή. Έπρεπε να γεμίσει κούτσουρα το μεγάλο τζάκι του εργαστηρίου και όταν θέριευε η φωτιά να πάει και να καθίσει επάνω της μέχρι αυτή να σβήσει εντελώς. Αυτό σήμαινε πολλές ώρες. Μετά, έπρεπε να σηκωθεί και να βαδίσει μέχρι τη μέση του ποταμού και να μείνει εκεί. Για πάντα. Ο ραβί Λεβ είχε δει με θυμό και αποστροφή την μεγάλη ρωγμή που διέτρεχε από την κορφή του κεφαλιού μέχρι τη φτέρνα του δεξιού ποδιού το πήλινο σώμα. Άλλη μία μικρότερη σε μήκος μα πλατύτερη, ξεκινούσε από τον δεξιό του ώμο και κατέληγε στη θέση που θα βρισκόταν το αριστερό νεφρό στο ανθρώπινο σώμα. Δεν είχε προσέξει τις λεπτομέρειες όλες και η ζημιά είχε γίνει. Έφταιγε ίσως η κούραση και η αγρύπνια των τελευταίων εβδομάδων, η ανυπομονησία του, όλα μαζί, ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά. Ήταν μόνο αυτός και το γκόλεμ εκεί. Κανείς άλλος. Θα ξανάρχιζε από το μηδέν, αλλά αυτή τη φορά, δεν θα αγνοούσε και δεν θα παρέλειπε τίποτα. Γύρισε τη πλάτη στο γκόλεμ και με βαριά βήματα από τη κούραση βγήκε από την αίθουσα.

Το γκόλεμ υπάκουσε στην εντολή. Ήταν περίεργο και μπερδεμένο με το περιεχόμενό της, αλλά παρόλα αυτά, υπάκουσε, αυτή ήταν η φύση του. Στοίβαξε χοντρά κούτσουρα και μικρότερα ξυλαράκια στο πελώριο πέτρινο τζάκι όπου άνετα μπορούσαν να χωρέσουν ο ένας δίπλα στον άλλον τρεις όρθιοι άντρες. Η φωτιά σε λίγο θέριεψε με μουγκρητά και τριξίματα. Συνεχώς στριφογύριζε μέσα στο πήλινο κεφάλι του η μοναδική ανθρώπινη λέξη που είχε ακούσει, Ραγισμένος, ραγισμένος, ραγισμένος. Αυτό πρέπει να ήταν το όνομα που του έδωσε ο Δημιουργός του. Ήταν ο Ραγισμένος. Με σταθερά βήματα προχώρησε προς το τζάκι όπου βρυχιόταν η φωτιά, μπήκε στις φλόγες και γονάτισε. Έμεινε εκεί όλο το πρωινό, το μεσημέρι και το απόγευμα. Νωρίς το βράδυ όταν και τα τελευταία κάρβουνα είχαν χωνέψει και δεν απέμεναν παρά στάχτες, η μαυρισμένη φιγούρα σηκώθηκε αργά, μεγαλόπρεπα και διέσχισε το πλακόστρωτο πάτωμα της αίθουσας, αφήνοντας χνάρια από στάχτες και καπνιά που έπεφτε από το πήλινο σώμα στο διάβα της. Το μπρούτζινο πόμολο της πόρτας κοκκίνισε στη σύντομη επαφή με τη χούφτα του γκόλεμ, τόση θερμότητα είχε συσσωρευτεί στο γιγάντιο σώμα του. Βγήκε στο στενό δρομάκι κι ακολούθησε το θόρυβο που ερχόταν από τα νερά και τα κομμάτια πάγου που συγκρούονταν στροβιλιζόμενα στο Μολδάβα. Ο ποταμός ότι είχε αρχίσει να ξυπνάει από την ακινησία του χειμωνιάτικου πάγου. Το δρομάκι ήταν έρημο, δεν ήταν συνετό να κυκλοφορούν οι άνθρωποι τη νύχτα, όλοι προτιμούσαν την ασφάλεια και θαλπωρή του σπιτιού τους από το να σουλατσάρουν έξω. Ο ψυχρός αέρας, ερχόμενος σε επαφή με το πυρωμένο σώμα, δημιουργούσε ατμούς που έδιναν στο έτσι κι αλλιώς αλλόκοτο πλάσμα όψη φρικιαστικά μυστηριακή και δαιμονικά απόκοσμη. Σίγουρα αν τύχαινε και το έβλεπε άνθρωπος θα πίστευε αλλόφρονας πως είχε συναντήσει τον ίδιο τον Βεελζεβούλ με σάρκα και οστά, ή στην περίπτωση του γκόλεμ, πηλό.

Με τα πρώτα βήματα στο παγωμένο νερό σύννεφα άσπρων ατμών που σύριζαν υψώθηκαν και το τύλιξαν. Σε λίγα βήματα τα νερά που κόχλαζαν όλο και λιγότερο γύρω του, κάλυψαν το κεφάλι του. Προχώρησε μέχρι τη μέση του ποταμού όπου γονάτισε ξανά στη λάσπη του βυθού. Θα έμενε εκεί, στην ίδια θέση για πάνω από εβδομήντα χιλιάδες νύχτες. Ακίνητος με τον ποταμό να κυλάει τέσσερα μέτρα από πάνω.

Τον ανακάλυψαν διακόσια χρόνια αργότερα, όταν η στάθμη του ποταμού είχε κατέβει σε πρωτόγνωρα επίπεδα εξαιτίας της χρόνιας ανομβρίας.

Πρώτα το είδαν μια παρέα πιτσιρίκια που πλατσούριζαν στις όχθες του ποταμού και έπαιζαν με τις λάσπες. Πιο πέρα ήταν οι μανάδες τους στη καθιερωμένη συνάντηση της πλύσης των ρούχων μα και του κουτσομπολιού. Οι ξαναμμένες ενθουσιώδεις μα και τρομαγμένες φωνές των βλασταριών τους, τις ξεσήκωσαν σα σμάρι ενοχλημένες μέλισσες κι έτρεξαν προς τα εκεί να δουν τι συνέβαινε. Πλήθος μαζεύτηκε σε λίγη ώρα περίεργο, ανήσυχο, διψασμένο για το αναπάντεχο που θα τάραζε τις λιμνάζουσες ζωές τους, έστω κι αν περιείχε φρίκη και τρόμο. Ο σκούρος όγκος ενός μεγάλου σώματος που ή ήταν μισοβυθισμένο στο πυθμένα, ή τα ρεύματα είχαν φέρει σε καθιστή θέση, ήταν ορατός κι από την όχθη. Οι λαοί της Κεντρικής Ευρώπης των χρόνων εκείνων, δεν είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις στην κολύμβηση ή τις καταδύσεις. Μέχρι λοιπόν να βρεθεί κάποιος που μπορούσε με ασφάλεια να βουτήξει στο μέσον του ποταμού, είχαν καταφτάσει και οι αρχές της πόλης, πολιτικές και θρησκευτικές. Ο πυρετός της περιέργειας είχε χτυπήσει κόκκινο.

Τελικά όταν μαθεύτηκε πως επρόκειτο για ένα κακότεχνο χοντροκομμένο άγαλμα σε γονατιστή θέση, το απογοητευμένο πλήθος σκόρπισε στις δουλειές του με μουρμουρητά και κάποια βεβιασμένα γελάκια. Πολύ φασαρία και κόπος για το τίποτα. Δεν ήταν καν όμορφο, κάτι που θα μπορούσε να κοσμήσει κάποια πλατεία της πόλης, το μέγαρο του Δημάρχου ίσως ή την έπαυλη κάποιου πλούσιου εμπόρου. Γλιτσιασμένο, λασπωμένο και κατάμαυρο, κείτονταν πεσμένο στο πλάι στην όχθη όπου το είχαν τραβήξει δεκάδες χέρια με σχοινιά, ήταν θεόβαρο. Εκεί το βρήκαν την άλλη μέρα τα παιδιά που το είχαν πρωτοδεί και άρχισαν να παίζουν μαζί του. Σκαρφάλωναν πάνω του, το έκαναν οχυρό για τη σημαία τους σε φανταστικές μάχες, τέρας που έπρεπε να νικήσουν με τα ξύλινα σπαθιά τους αρκούδα ή δράκο που τα κυνηγούσε κι αυτά τον μάχονταν. Πέρασαν έτσι λίγες μέρες ώσπου έφτασε ένα πρωί ένα από τα κάρα του Μπέρσκοβιτς του μεγαλέμπορου με τρεις γεροδεμένους εργάτες και τον αγωγιάτη. Χωρίς πολλές κουβέντες το φόρτωσαν στο κάρο και τράβηξαν για τις αποθήκες. Ο Μπέρσκοβιτς είχε καταφέρει να το εξασφαλίσει με πολύ μικρό αντίτιμο, συμβολικό, κάνοντας χάρη στην ουσία στην πόλη, μια που το χοντροκομμένο άγαλμα δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σε τίποτε. Ο πανέξυπνος έμπορος όμως είχε κατά νου ήδη πιθανούς αγοραστές σε άλλες πολιτείες, μακρινές.
...........................................................................................................................................
Ο Ραγισμένος μετά από δύο αιώνων μονότονης απραξίας στο βυθό του ποταμού, ένιωθε τα πάντα με πρωτόγνωρη περιέργεια. Τις αντιδράσεις, τους ήχους των μικρών ανθρώπων μα και των μεγαλύτερων, τους ήχους των άλλων πλασμάτων, τη κίνηση στη πόλη, τα χρώματα τα πολλά και διαφορετικά, τα μικρά φτερωτά πλάσματα που πετούσαν στον αέρα, θα μάθαινε αργότερα πως τα έλεγαν πουλιά. Η σκέψη όμως που τον βασάνιζε ήταν άλλη. Ο Δημιουργός και Πατέρας του. Είχε περάσει καιρός από την Εντολή. Το χαρτί είχε λιώσει αμέτρητο καιρό πριν το γκόλεμ το καταλάβει. Το ίδιο κι αυτός που το έγραψε, αλλά το γκόλεμ αυτό δεν το γνώριζε. Μόνο αναρωτιόταν και περίμενε το Δημιουργό που δεν θα ερχόταν ποτέ. Η νύχτα ήρθε και ο Ραγισμένος ένιωσε την ισχυρή παρόρμηση να αναζητήσει τον Πατέρα, δεν ήξερε όμως που, το κυριότερο μετά από τόσο καιρό η εικόνα του είχε ξεθωριάσει στη θύμηση του. Έτσι έμεινε ακίνητος στη σκοτεινή αποθήκη και περίμενε μήπως ο Πατέρας αναζητούσε αυτόν, έκρινε πως ήταν καλύτερα έτσι.

Την άλλη μέρα το πρωί, η αποθήκη γέμισε ανθρώπους, άλλοι κουβαλούσαν μέσα έξω πράγματα μικρά και μεγάλα σιωπηλοί, άλλοι (πιο λίγοι αυτοί) συζητούσαν μεταξύ τους πότε χαμηλόφωνα και ήσυχα, πότε δυνατά χειρονομώντας για θέματα και υποθέσεις που για τον ίδιο δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή έφτασαν δύο καινούρια πρόσωπα, ένας μεσήλικας, ο Τεχνίτης και ο νεαρός Βοηθός του, παραγιό τον έλεγε. Άρχισαν να ασχολούνται με αυτόν. Τον έτριψαν, τον καθάρισαν, ο τεχνίτης κάτι σκάλιζε σε όλο του το κορμί, με τα εργαλεία που του έδινε ο Βοηθός, για ώρες πολλές μέχρι το απόγευμα. Όχι ο Ραγισμένος ούτε πονούσε, ούτε ενοχλούνταν. Η σκέψη του δεν ήταν σε ότι του έκαναν, αλλά στον Πατέρα. Μάλλον Εκείνος τους είχε στείλει. Ούτε σήμερα ήρθε, θα με ψάχνει σκέφτηκε, ή θα έχει δουλειές σημαντικές, θα έρθει όμως. Την άλλη μέρα ξαναήρθαν με τα εργαλεία τους και ένα περίεργο μεταλλικό μακρύ σωλήνα στραβωμένο επίτηδες σε αρκετά σημεία. Με δοκιμές και προσπάθειες αρκετές και με καινούρια σκαλίσματα, ένιωσε, κατάλαβε μάλλον πως είχαν με κάποιο τρόπο προσαρμόσει το μεταλλικό σωλήνα επάνω του, μέσα στη ρωγμή που τον διέτρεχε ολόκληρο. Δεν καταλάβαινε το γιατί. Στη συνέχεια, ξανά γυάλισμα και παχύρρευστα υγρά να απλώνονται με βούρτσες σε όλο του το κορμί, το σκληρό σαν πέτρα. Η πολύωρη έκθεση στη φωτιά και η ψύξη στη συνέχεια μετέβαλαν τον μαγεμένο πηλό σε υλικό σκληρό σαν γρανίτη. Για λίγες μέρες τον άφησαν ήσυχο, ώσπου ένα άλλο πρωί τον φόρτωσαν πάλι στο κάρο και ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι στο άγνωστο. Μήπως τον πήγαιναν στο Δημιουργό; Που αλλού σκέφτηκε μπορούσαν να τον πάνε, έτσι εξηγούνταν και όλη η δουλειά του Τεχνίτη και του Βοηθού του πάνω στο σώμα του. Έπρεπε να τον δει όμορφο και αξιοπρεπή ο Πατέρας. Εκείνος πιστός στην Εντολή που είχε λάβει, δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Θα ήταν περήφανος για τον Ραγισμένο ο Πατέρας. Ένιωθε χαρούμενος στη σκέψη αυτή.

Το κάστρο Βάβελ στη Κρακοβία είναι ένα μεγάλο σύμπλεγμα κτηρίων, εγκαταστάσεων και οχυρώσεων στην αριστερή όχθη του Βιστούλα, που χτίστηκε και γιγαντώθηκε σταδιακά στο πέρασμα αρκετών αιώνων. Μεγάλης σημασίας για τους Πολωνούς. Δυο χρόνια πριν ο Πρωσικός στρατός το κατέλαβε (1794) οικειοποιήθηκε τους θησαυρούς του και τώρα οι νέοι ιδιοκτήτες, επισκεύαζαν και συμπλήρωναν οχυρώσεις και εγκαταστάσεις. Κάρα με υλικά και εφόδια έφταναν από ολόκληρη την Αυστροουγγαρία. Κάρα σαν αυτό που μετέφερε εδώ και μέρες τον πάντα ακίνητο Ραγισμένο. Τον ξεφόρτωσαν σε μια γωνιά ανάμεσα σε βοηθητικά κτήρια. Εκεί ήταν υλικά διάφορα, αλλά και αγάλματα για τους κήπους καθώς και άλλα τρία τερατόμορφα γκρίζα αγάλματα που είχαν παρόμοια στάση με αυτόν, το Ραγισμένο. Ήταν τρία γκαργκόϊλ, θα τα τοποθετούσαν μαζί με τον Ραγισμένο (δεν το ήξερε ακόμα αυτό) στη στέγη του καθεδρικού ναού του παλατιού, στη θέση τεσσάρων που είχαν καταστραφεί από τις πρωσικές οβίδες. Μια μυρμηγκιά χτιστών , μαστόρων κάθε ειδικότητας βούιζε στο συγκρότημα.

Ο μαστρο Μπέρκοβιτς είχε πουλήσει το εύρημα του ποταμού αφού το σουλούπωσε και το καλλώπισε στους Πρώσους ως ένα σπάνιο γκαργκόϊλ δήθεν, από τον πύργο παλιού ευγενούς που ξέπεσε κι αναγκάστηκε να πουλήσει για να συντηρήσει ότι του απέμενε από την αρχική του κληρονομιά. Το πούλησε σε εξωφρενικά πολλαπλάσια τιμή από αυτά που έδωσε στο ταμείο της Δημαρχίας για να το αποκτήσει. Έτσι είναι όμως το επιτυχημένο εμπόριο και αυτός ήταν από τους καλύτερους αν όχι ο καλύτερος έμπορος που είχε γνωρίσει η Πράγα, όπως αυτάρεσκα έλεγε σε κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν ή δημιουργούσε μόνος του.

Το γκόλεμ άκουσε μια σειρά τραχιά τριξίματα εκκωφαντικά δυνατά στην ησυχία της νύχτας. Ταυτόχρονα τα τρία αγάλματα κινήθηκαν, διστακτικά στην αρχή με αβέβαιες άτσαλες κινήσεις. Σηκώθηκαν όρθια και άρχισαν να στρέφουν τα κεφάλια τους ένα γύρω. Δεν ήταν κανείς. “Εσύ δεν θα σηκωθείς;” άκουσε μια βαριά ξερή φωνή, το ένα άγαλμα τον κοίταζε ερευνητικά.

“-Δεν πρέπει να σηκωθώ, ο Πατέρας είπε να μείνω γονατιστός και οφείλω να υπακούσω.”

“Ο Πατέρας; Ποιος πατέρας;” ρώτησε ξανά το άγαλμα. Τα άλλα δύο πλησίασαν και αυτά να ακούσουν. Παράξενο γκαργκόιλ στ’ αλήθεια ήταν αυτός ο καινούριος.

-”Ο Πατέρας είναι ο Δημιουργός μου, αυτός με δημιούργησε, του οφείλω πίστη και υπακοή” απάντησε ο Ραγισμένος.

“Μάλιστα, δηλαδή θες να πεις πως αγαπάς τον τεχνίτη που σε έφτιαξε. Εκείνος όμως σε αγαπάει; Αν σε αγαπάει γιατί σε πούλησε; Γιατί δεν σε κράταγε κοντά του; Για πες μας”

Ο Ραγισμένος σιωπούσε, δεν είχε τι να απαντήσει, αυτά τα λόγια ξεσήκωσαν θύελλα μέσα του. Τέλος άρχισε να ψελλίζει :

“Ο Δημιουργός....ο Πατέρας.... (πού ήταν αλήθεια; Ποιός ήταν; Γιατί δεν έρχεται; ) Με πούλησαν; Με πούλησαν. Γιατί με έφτιαξε; Τι θα κάνω; Ποιος είμαι; Τι είμαι; Γιατί το έκανε αυτό; Ποιο λάθος έκανα; ΠΑΤΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΔΙΩΞΕΣ; ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ;”

Τα τρία γκαργκόϊλ σαστισμένα τον άφησαν να ξεσπάσει, δεν ήξεραν και τι να του πουν.

Τέλος, αυτό που του είχε μιλήσει στην αρχή, τον πλησίασε και ακούμπησε το χοντροκομμένο χέρι του στον ώμο του Ραγισμένου.

“Σήκω” του είπε “εγώ είμαι ο Πάβελ αυτός δίπλα μου ο Ζαν και η κυρία είναι η Λιουντμίλ. Πως σε λένε εσένα;”

-”Κραπλάβυ (Ραγισμένο), έτσι με ονόμασε ο πατέρας, αυτός που με έφτιαξε” είπε σβησμένα ο Ραγισμένος. Τα είχε χαμένα, πραγματικά. Δεν ήξερε και το κυριότερο δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα του συνέβαιναν. Ήταν σαν μικρό εγκαταλελειμμένο παιδί. Ο Πάβελ κατάλαβε πως κάτι περίεργο και σοβαρό συνέβαινε με τον καινούριο, έπρεπε να του δώσουν χρόνο. Να προσαρμοστεί, να τους εμπιστευθεί και να μιλήσει. Έπρεπε να τον βοηθήσουν. Ήταν αδέρφια της Πέτρας στο κάτω κάτω. “Έλα μαζί μας, σήκω, δεν υπάρχει Πατέρας Δημιουργός να θυμώσει. Δεν υπάρχει πατέρας για μας, μόνο η Γη, από τα σπλάχνα της μας πήραν για να τους υπηρετούμε και να τους προστατεύουμε ή να τους τιμωρούμε. Είναι δύσκολος, άσχημος και φοβερός ο κόσμος των ανθρώπων.

Για πρώτη φορά μετά από 200 χρόνια ο Ραγισμένος κουνήθηκε, τις μικρές διστακτικές κινήσεις συνόδευαν τριξίματα σαν βογκητά ανθρώπου που δοκιμάζει να κουνηθεί μετά από πολύμηνη αναγκαστική καθήλωση. Ένιωθε το μεταλλικό σωλήνα που τον διέτρεχε από το κεφάλι μέχρι τη φτέρνα, να λυγίζει να προσαρμόζεται, στη νέα στάση του σώματός του. Ευτυχώς ήταν από μολύβι, μέταλλο μαλακό κι εύπλαστο. Σηκώθηκε, έκανε μερικά αβέβαια βήματα, γεμάτα φόβο κι ενοχή. Είχε παρακούσει την εντολή του πατέρα. Του πατέρα που τον παράτησε, του πατέρα που τον πούλησε. Η άγνωστη τιμωρία που φανταζόταν δεν ήρθε ποτέ. Ψέμματα λοιπόν, όλη του η ζωή ένα ψέμα. Αν ήταν άνθρωπος θα έκλαιγε, όμως δεν ήταν, ήταν ένα πλάσμα από σκληρυμένο πηλό. Δεν είχε δάκρυα.

Τους ακολούθησε, πήγε μαζί τους κι εκείνο και τα επόμενα βράδια. Έμαθε τι πλάσματα είναι οι φίλοι του γιατί φίλοι ήταν πια. Οι πρώτοι και οι μόνοι φίλοι ως τώρα. Στην πραγματικότητα, αν και ήταν πάνω από διακοσίων ετών, ο Ραγισμένος μέτραγε χρόνο ουσιαστικής “ζωής” μερικών εβδομάδων, όλα όσα του έλεγαν οι πιο έμπειροι φίλοι του τα ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Ήταν πια ένα γκαργκόϊλ κι αυτός, διαφορετικό μεν, γκαργκόϊλ δε. Έτσι περνούσαν τα βράδια, με περιπλανήσεις και συζήτηση. Έμαθε πως ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν μα και να τιμωρούν. Οι φίλοι του τη μέρα πέτρωναν γίνονταν άψυχα αγάλματα. Ζωντάνευαν μόνο τη νύχτα. Σε αυτόν όμως δεν συνέβαινε αυτό. Μπορούσε να νιώθει να ακούει και να βλέπει και στο φως της μέρας. Φυσικά και να κινείται. Κατάπληκτοι τον άκουσαν οι νέοι φίλοι του όταν τους το είπε. Κανένα πλάσμα του είδους τους δεν είχε την ικανότητα να ζει την μέρα. Ούτε ο Ραγισμένος ούτε εκείνοι μπορούσαν να εξηγήσουν αυτό το θαυμαστό και παράδοξο. Αντίθετα με τους ανθρώπους, από σάρκα, τα πλάσματα από πέτρα ούτε τον φθόνησαν γι’ αυτό, ούτε τον φοβήθηκαν. Μόνο τον θαύμασαν. Ήταν σπουδαίο να του συμβαίνει αυτό. Ο Ραγισμένος για πρώτη φορά στη ζωή του χαιρόταν.

Στο φως της μέρας βέβαια, φρόντιζε να μην κινείται, έτσι τον είχαν συμβουλέψει οι φίλοι του, για να μην τρομάξει τους εργάτες και τους άλλους που συνεχώς περιδιάβαιναν το χώρο. Του είπαν πως οι άνθρωποι φοβούνται και καταστρέφουν τα τέρατα, ακόμα κι αν τα τέρατα δεν τους πειράξουν κι αυτοί ήταν τέρατα.

Την είδε τη μέρα που τους πήραν οι εργάτες για να τους τοποθετήσουν στις προκαθορισμένες θέσεις τους, ψηλά στη σκεπή του καθεδρικού ναού του Βάβελ. Όπως υψωνόταν με το βίντσι, τη στιγμή που είχε μόλις εγκαταλείψει τη σιγουριά και σταθερότητα του εδάφους, εκείνη ξεπρόβαλε από τη γωνία. Μια σιλουέτα ψηλή με αρμονικές αναλογίες, όμορφη κορμοστασιά, φαινόταν ακόμα και μέσα από το μαύρο αυστηρό και μακρύ φόρεμα με τη μικρή λευκή ποδιά. Πρόσωπο οβάλ με τονισμένη ίσια μύτη και τα λαμπερότερα καστανά μάτια που είχε αντικρίσει, έπαιρναν τις ηλιαχτίδες και τις γλύκαιναν, έτσι του φάνηκε. Ένα τσουλούφι στο χρώμα του μελιού δραπέτευε ανυπότακτο από τον άσπρο σκούφο που φορούσε. Ερχόταν βιαστική κρατώντας ένα καλάθι με αυγά, δεν είδε τους εργάτες που κρατούσαν τα σχοινιά να ευθυγραμμίζεται το βαρύ φορτίο, μπερδεύτηκε σε αυτά και έπεσε. Δεν της έδωσαν σημασία εκτός από τον χοντρούλη εργοδηγό που την κατσάδιασε μεν για την αφηρημάδα της, την χούφτωσε δε στον πισινό, όπως πέρναγε μπροστά του με σκυμμένο κεφάλι και κατακόκκινα από τη ντροπή μάγουλα. Μερικά από τα αυγά είχαν σπάσει και η ανησυχία καθρεφτιζόταν στο όμορφο βλέμμα της. Αυτό που για λίγα δευτερόλεπτα συναντήθηκε με το δικό του (ή έτσι νόμισε ο Ραγισμένος). Η κοπέλα φοβόταν νέο μάλωμα από τη μαγείρισσα για τα αυγά και την καθυστέρηση, ωστόσο δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει με δέος το άγαλμα που ανυψωνόταν στον ουρανό. Ήταν εντυπωσιακό, έτσι γυαλισμένο γκρι με τις αχτίνες του ήλιου να κάνουν χιλιάδες παιχνιδίσματα πάνω του (μάλλον εξαιτίας των κόκκων χαλαζία που περιείχε η βαφή). Παρίστανε ένα γεροδεμένο μεγαλόσωμο νέο άντρα, με αδρά συνοφρυωμένα χαρακτηριστικά. Ο τεχνίτης είχε κάνει καταπληκτική δουλειά στον σκληρό πηλό που περισσότερο είχε τα χαρακτηριστικά του οψιδιανού πια. Το Βάβελ ήταν τεράστιο, τόσα κτήρια, τόσοι πολλοί άνθρωποι, δεν είχε ξαναδεί τόσους πολλούς ο Ραγισμένος, ούτε καν τότε που τον έβγαλαν από τον ποταμό.

Η κοπέλα μπήκε σε ένα από τα κτήρια και χάθηκε από το βλέμμα του. Πόσο εντυπωσιακή ήταν. Πόσο όμορφα διαφορετική.

Τα γκαργκόϊλ και ο Ραγισμένος στερεώθηκαν προσεκτικά στη στέγη. Από τις θέσεις τους έβλεπαν τα πάντα στη περιοχή, δηλαδή μόνο ο Ραγισμένος έβλεπε, οι άλλοι τρεις τη μέρα ήταν μόνο πέτρα. Μόνο το βράδυ αποκτούσαν ζωή.

Είδε την κοπέλα μερικές φορές τις επόμενες μέρες, πάντα βιαστική όπου κι αν πήγαινε. Τα βράδια, με τους συντρόφους του τριγύριζαν στη περιοχή του κάστρου αλλά και της πολιτείας, κάνοντας πότε πότε κρυφά μια βαριά δουλειά που δυσκόλευε τους ανθρώπους, ή απλώς εξερευνούσαν και μάθαιναν τη γύρω περιοχή που πια ήταν το νέο τους σπίτι. Σε μια από αυτές τις περιπλανήσεις στα όρια της πόλης και τις παρυφές του δάσους, είδαν το μικρό παλιό σπιτάκι και ένιωσαν την παρουσία της δύναμης μέσα σε αυτό. Ήταν χωμένο μέσα σε μια λόχμη από ψηλά δέντρα και θάμνους, κρυμμένο από αδιάκριτα, κακόβουλα βλέμματα. Το μικρό παλιό σπιτάκι ήταν ενσωματωμένο αρμονικά στο περιβάλλον της περιοχής, οι κισσοί και άλλα αναρριχητικά φυτά είχαν καλύψει τους πέτρινους τοίχους του αμέτρητο καιρό πριν και η επικλινής στέγη του έμοιαζε με παρτέρι κατάφυτο από λογιών λογιών λουλούδια κι αρωματικά φυτά. Το μοναδικό παράθυρο εξέπεμπε γλυκές αναλαμπές της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι, αν και δεν έκανε κρύο εκείνη τη νύχτα. Ο καπνός από την καμινάδα απλώνονταν σε περίεργα σχήματα που το απαλό αεράκι τα έκανε να μοιάζουν με μυθικά πλάσματα πριν τα παρασύρει μαζί του στο αέναο ταξίδι του. Τα τρία γκαργκόϊλ στη θέα του σπιτιού στάθηκαν ακίνητα κι άρχισαν να τρίζουν. Ο Ραγισμένος παρακολουθούσε παραξενεμένος. “Τι σας συμβαίνει;” τα ρώτησε. Δεν απάντησαν, μόνο υπνωτισμένα άρχισαν αργά να βαδίζουν προς τα εκεί, ο Ραγισμένος τα ακολούθησε αμήχανος μα και περίεργος. Η χαμηλή στενή πόρτα άνοιξε και ένα ένα σκύβοντας μπήκαν μέσα. Το πρώτο που έκανε εντύπωση στο Ραγισμένο ήταν το πόσο μεγάλο, δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την εξωτερική εικόνα, ήταν το μοναδικό δωμάτιο του φαινομενικά μικρού παλιού σπιτιού. Ήταν ένα ζεστό και όμορφο δωμάτιο, αίθουσα καλύτερα, με χίλια δυο όμορφα και παράξενα αντικείμενα, μπουκαλάκια, όργανα κι εργαλεία, βιβλία και χειρόγραφα, όλα τακτοποιημένα με απόλυτη τάξη. Άστραφτε από καθαριότητα και ένα απαλό φως επικρατούσε στο χώρο αν και η μόνη ορατή πηγή φωτός, ήταν η φωτιά που άναβε στο τζάκι. Στο βάθος δέσποζε ένα μεγάλο μαονένιο σκαλιστό γραφείο και μια ίδιας τεχνοτροπίας πολυθρόνα με ψηλή πλάτη. Κυριαρχούσε το καλό γούστο και η εκλεπτυσμένα αβίαστη πειθαρχία των αντικειμένων σε όλη την αίθουσα. Μια μικροκαμωμένη γυναικεία, όχι γυναικεία αλλά κοριτσίστικη μορφή όπως την είδε όταν πήγε πιο κοντά, καθόταν με στραμμένη τη πλάτη προς αυτούς και διάβαζε ένα βιβλίο. Χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει, σήκωσε το αριστερό της χέρι και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Τα τρία γκαργκόιλ με ένα συγχρονισμένο τρίξιμο που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μουγκρητό συναίνεσης και υπακοής πλησίασαν το παράξενο κορίτσι και στα δυο μέτρα από αυτήν σταμάτησαν και γονάτισαν. Ο Ραγισμένος ακολούθησε κι αυτός τους συντρόφους του, αλλά δεν γονάτισε.

“Ποιος είσαι;” ρώτησε το κορίτσι χωρίς ακόμα να γυρίσει την πλάτη, με μια φωνή που δεν ταίριαζε καθόλου σε κορίτσι αλλά σε υπεραιωνόβια γριά.

- “Ο Ραγισμένος είμαι, αυτό είναι το όνομά μου”.

“ Δεν είσαι γκαργκόϊλ, παράξενο...” είπε το κορίτσι με την γεροντίστικη φωνή. “ Έλα να σε δω, πλησίασε” τον πρόσταξε με ήσυχη φωνή. Ο Ραγισμένος πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. Το πρόσωπο που αντίκρισε δεν ήταν κοριτσίστικο, ήταν γεμάτο ρυτίδες και κηλίδες που αφήνει το πέρασμα αμέτρητων χρόνων στο ανθρώπινο δέρμα. Μόνο τα μάτια ήταν διαφορετικά, ευχάριστα διαφορετικά. Καθαρά, λαμπερά, έξυπνα, με την εύθυμη σιγουριά και σοφία ανθρώπου που έχει δει και καταλάβει πολλά και ξέρει πως ελάχιστα πράγματα μπορούν να τον ξενίσουν ή να τον εκπλήξουν. Ακόμα, το σπουδαιότερο, σε αυτά τα μάτια διακρινόταν μια έμφυτη στοργή και ευγένεια.

“ Είμαι η Βάντα, η γιάτρισσα. Οι φίλοι σου είναι γκαργκόϊλ και τα πλάσματα του είδους τους πάντα έχουν οδηγό και προστάτη κάποιον από τη γενιά μου. Είμαι από παλιά κι αρχαία γενιά. Πάντα είμαστε στη μέση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τα πλάσματα τα μαγικά, που καλό είναι να μην τα βλέπουν οι άνθρωποι, δεν το αντέχουν και γίνονται επικίνδυνοι για τα πλάσματα σαν και σας. Μου κίνησες τη περιέργεια, γκαργκόϊλ δεν είσαι, αν και όποιος ή ότι σε έφτιαξε προσπάθησε πολύ και με επιτυχία να μοιάζεις με αυτά.”

- “Δεν ξέρω ακριβώς τι είμαι. Με έφτιαξε κάποιος πριν πολύ καιρό, που νόμιζα Πατέρα και Δημιουργό μου, όμως με παράτησε ή χειρότερα μάλλον με πούλησε. Αυτοί οι τρεις μου φέρθηκαν με καλοσύνη σαν να ήμουν δικός τους, ΕΙΜΑΙ δικός τους πια αν και δεν είμαστε ίδιοι. Με δέχτηκαν σαν γκαργκόϊλ και αυτό είμαι πια. Αν σε σέβονται και σε υπακούν οι φίλοι και σύντροφοί μου, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.” είπε ο Ραγισμένος και γονάτισε. Η Βάντα σηκώθηκε και με ανάλαφρα βήματα πήγε μέχρι το κατάφορτο γραφείο της, κάθισε και έγραψε κάτι σε ένα χαρτί. Μετά, σηκώθηκε, πήγε μέχρι απέναντι όπου βρισκόταν ένας ενιαίος πάγκος που καταλάμβανε όλο το μήκος του τοίχου, γεμάτος από φιάλες και δοχεία με παράξενα σχήματα και ανακάτεψε το περιεχόμενο τριών μικρών φιαλιδίων σε μια κούπα. Στη συνέχεια, ξαναγύρισε στο γραφείο όπου άφησε την κούπα δίπλα στο χαρτί που έγραψε. Πήρε ένα μικρό σφυράκι με μια σμίλη και πήγε στα γονατισμένα γκαργκόιλ και τον Ραγισμένο. Με τα εργαλεία αυτά αφαίρεσε διαδοχικά από τα τρία πέτρινα σώματα, μικροσκοπικά θραύσματα από το κεφάλι και το στέρνο τους, ψιθυρίζοντας ρυθμικά λόγια σε κάποια παλιά, άγνωστη, μυστηριώδη και συνάμα σαγηνευτική, από καιρό ξεχασμένη γλώσσα. Την ίδια διαδικασία επανέλαβε τέλος και στον Ραγισμένο, αφαιρώντας όμως μεγαλύτερα κομμάτια. Όλα τα θραύσματα, αφού τα έκανε σκόνη σε ένα πέτρινο γουδί, τα έριξε στη κούπα με τα ανακατεμένα υγρά. Στη συνέχεια πήρε τη κούπα και την κράτησε πάνω από τη φωτιά για μερικά λεπτά με το χέρι της, το οποίο παραδόξως έμεινε ανέγγιχτο από τις φλόγες. Έβγαλε τη κούπα, ανακάτεψε και έπλασε το μίγμα που περιείχε σε ένα σβώλο. Πλησίασε τον Ραγισμένο και χωρίς προσπάθεια βύθισε το χέρι που κρατούσε το σβώλο στο στέρνο του σαν να ήταν από νερό ή χιόνι και όχι από σκληρυμένο πηλό. Όταν το χέρι της ξαναβγήκε, ήταν άδειο. Με το άλλο χέρι της έβαλε το χαρτάκι που είχε γράψει πριν στο μισάνοιχτο στόμα του Ραγισμένου.

“Σήκω!” τον πρόσταξε. Η φωνή της βγήκε κουρασμένη και πολύ πιο γέρικη από πριν. Με κόπο, σαν ανάσα ετοιμοθάνατου.

Εκείνος σηκώθηκε, ένιωθε παράξενα, διαφορετικά.

- “Τι μου έκανες; Τι μου συνέβη;” τη ρώτησε.

Του έκανε κουρασμένα νόημα να σωπάσει. Σε λίγη ώρα, όταν η γιάτρισσα είχε συνέλθει κάπως, έδωσε την απάντηση που με αγωνία περίμενε ο Ραντισμένος.

“Αυτός που σε έφτιαξε σε άφησε χωρίς σκοπό, χωρίς καθοδήγηση, σε πέταξε. Ξέρω πως είναι σκληρό αλλά το έχεις καταλάβει πια και μόνος σου. Όποιος σε έφτιαξε, ήθελε έναν υπηρέτη για τις δουλειές του, σύμφωνα με αυτά που είχε στο μυαλό του. Έφτιαξε ένα γκόλεμ, πλάσμα από πηλό. Δεν ξέρω τι ακριβώς σου συνέβη, αλλά το σώμα σου δεν ήταν ακριβώς πηλός, είχε σκληρύνει. Πιο ανθεκτικό από το πηλό, αλλά δεν έχει την αντοχή και τη σκληρότητα της πέτρας. Με αυτό που σου έκανα, απόκτησες τη σκληρότητα της πέτρας αλλά ταυτόχρονα σε ελευθέρωσα από τα δεσμά αυτού που σε δημιούργησε. Έχει πάψει από καιρό να υπάρχει. Δεν είσαι πια γκόλεμ, μα ούτε και γκαργκόϊλ τελείως. Την ικανότητα να ζεις τη μέρα, την έχεις ακόμα. Είσαι ο πρώτος και μοναδικός του είδους σου. Αυτοί (είπε δείχνοντας τα γκαργκόϊλ) ήταν και πριν θα είναι για πάντα τα αδέρφια σου, δεν θα είσαι ποτέ ξανά μόνος. Τώρα πηγαίνετε, η νύχτα περνάει.”

Η πέτρινη τερατόμορφη συντροφιά έφυγε. Ο Ραγισμένος για πρώτη φορά αισθανόταν αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευτυχία. Ήταν χαρούμενος.

Από την κορυφή του κόσμου του, τη στέγη του καθεδρικού ναού, παρατηρούσε τις μέρες που τα αδέρφια του κοιμόνταν τους ανθρώπους, τις χαρές και τις λύπες τους, τις αδικίες και τη καλοσύνη (αυτή πιο σπάνια) τη ζωή να ανθίζει και να μαραίνεται, και κάπου κάπου το θάνατο να τους θερίζει διακόπτοντας αμετάκλητα κι οριστικά την ρουτίνα της καθημερινότητας τους. Έβλεπε τους ανθρώπους και αρκετές φορές τη κοπέλα που θαύμαζε και την ένοιωθε οικεία κι ας αγνοούσε εκείνη την ύπαρξή του. Ήξερε πια το κτήριο στο οποίο έμενε.

Ο τυφοειδής πυρετός είχε πρωτοεμφανιστεί σε κείνα τα μέρη πριν από 30 χρόνια περίπου, στα μέσα της δεκαετίας του 1760. Είχε κοστίσει τη ζωή σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Πότε βρισκόταν σε μανιασμένη αδηφάγα έξαρση, πότε έπεφτε σε ένα ληθαργικό ύπνο, τέτοιο, που οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν θα ξαναξυπνούσε. Από ένα τέτοιο λήθαργο ξύπνησε εκείνες τις μέρες και ήταν πεινασμένος πολύ. Στην αρχή ένας δύο τη μέρα , μετά περισσότεροι, μικροί μεγάλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, πλούσιοι ή φτωχοί, δεν έκανε διακρίσεις. Ο γιατρός έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, μέρα και νύχτα σχεδόν το ίδιο με το κάρο που μάζευε τα πτώματα για να τα θάψει στο νεκροταφείο, στο λόφο απέναντι. Ο Ραγισμένος περισσότερο, γιατί τα έβλεπε και τη μέρα, αλλά και οι φίλοι του θλίβονταν για το κακό που βρήκε τους ανθρώπους. Πήγαν να μιλήσουν στη Βάντα, τη γιάτρισσα, όμως εκείνη είπε, πως δεν την ήθελαν στη πολιτεία ούτε αυτή ούτε τα γιατροσόφια της, από τότε που ο επίσκοπος την είχε καταραστεί ως μάγισσα. Δεν την πλησίαζαν και δεν της μιλούσαν.

Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε, λίγοι γλίτωναν.

Ο γιατρός πήγαινε από πόρτα σε πόρτα, από κοντά και το κάρο. Ήταν ένα συννεφιασμένο απομεσήμερο του Νοέμβρη, τη δέκατη μέρα από το ξέσπασμα του κακού, όταν ο γιατρός διάβηκε τη πόρτα της. Τον είδε από ψηλά και ασυναίσθητα κουνήθηκε, πράγμα επικίνδυνο για το μυστικό του αν τύχαινε και κάποιος κοίταζε προς τα επάνω ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Οι άνθρωποι φοβούνται τα τέρατα και τα καταστρέφουν, είναι στη φύση τους αυτό.

Περίμενε να νυχτώσει και όταν ξύπνησαν οι φίλοι του τους είπε για τη κοπέλα. Ανησυχούσε, ήθελε να πάει να δει. Διαφώνησαν στην αρχή, ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό θα τους έβλεπαν σίγουρα αν έμπαιναν στο κτήριο, ύστερα δεν ήξεραν που ακριβώς είναι. Ο Ραγισμένος όμως ήταν αποφασισμένος να πάει έστω και μόνος του, αν ήθελαν ας έρχονταν αν πάλι όχι, δεν τον πείραζε. Καταλάβαινε και το ρίσκο και το μέγεθος του κινδύνου. Δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει κάτι παραπάνω από όσα ήταν διατεθειμένοι να πράξουν. Κατέβηκε από τη στέγη προσεκτικά και το ίδιο προσεκτικά κινούμενος από σκιά σε σκιά πλησίασε στο κτήριο. Είχε νωρίτερα εντοπίσει τα σκαλιά στο τέλος του μακρόστενου διώροφου κτηρίου που κατέβαιναν σε μια μικρή πόρτα, κάποιο υπόγειο μάλλον, ή αποθηκούλα. Από κει θα έμπαινε. Τρεις ίσκιοι σε απόσταση πίσω του τον ακολουθούσαν το ίδιο προσεκτικά στο σκοτάδι. Μπήκε μέσα, ήταν όντως μια αποθήκη, βρήκε το δρόμο για επάνω. Θα τον έβλεπαν αλλά δεν τον ένοιαζε, ήθελε να δει την κοπέλα, αν ήταν καλά, ΗΘΕΛΕ να είναι καλά. Τους αρρώστους τους είχαν βάλει όλους μαζί σε μια αίθουσα, την πιο απομονωμένη να μην κολλήσουν τους άλλους. Άκουσε τα βογγητά και κατάλαβε. Ήταν κοντά στην αποθηκούλα από την οποία μπήκε. Μέσα στο αυτοσχέδιο αναρρωτήριο κείτονταν πέντε εξασθενημένα σώματα, τρεις γυναίκες και δύο άντρες, σε διάφορα στάδια της αρρώστιας. Η κοπέλα ήταν εκεί, με τα μάτια κλειστά σαν σε βαθύ ύπνο. Ύπνο από τον οποίο μάλλον δεν θα ξυπνούσε. Πλησίασε και προσεκτικά τη σήκωσε σαν πούπουλο στα χέρια του. Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια στριγκλιά από μια άλλη άρρωστη που είχε ξυπνήσει και πήρε την τρομάρα της ζωής της στη θέα του Ραγισμένου:

Bestia! Diabeł! (Τέρας! Διάβολος!)

Το επαναλάμβανε μέχρι που λιποθύμησε από το σοκ. Ήταν όμως αρκετό για να αναστατώσει το σπίτι. Δεν έχασε καιρό. Βγήκαν έξω και χάθηκαν στο σκοτάδι. Οι τρεις ίσκιοι τους ακολούθησαν. Ο Ραγισμένος με την αναίσθητη κοπέλα πήγαινε προς το δάσος, στο σπίτι της Βάντα της Γιάτρισσας. Θα τη παρακαλούσε, θα έκανε ότι ήθελε φτάνει να έσωνε τη κοπέλα. Λίγο πριν φτάσει, τον πρόλαβαν οι φίλοι του. Δεν είπαν τίποτε, μόνο βάδιζαν πλάι του. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσουν την πόρτα, η Βάντα στο κατώφλι τους περίμενε, με κάποιο τρόπο είχε διαισθανθεί τον ερχομό τους.

«Δεν έπρεπε να τη φέρεις εδώ, είναι λάθος» είπε, παραμέρισε όμως να περάσουν και έκλεισε την πόρτα αφού μπήκαν.

« Ξάπλωσε την εκεί, αν και είναι αργά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια, είναι αργά για αυτή, ήδη βαδίζει στις σκιές.»

-« Δε μπορεί κάτι θα πρέπει να υπάρχει, σε παρακαλώ Γιάτρισα» είπε ο Ραγισμένος με φωνή σιγανή, ξέπνοη.

« Περνάει το Κατώφλι του Θανάτου τώρα, μόνο αν κάποιος ζωντανός έδινε τη ζωογόνο δύναμη του, τη ζωή του, μπορεί και δεν είμαι και βέβαιη γι’ αυτό, να γυρίσει πίσω. Μα ποιος θα έδινε τη ζωή του για να ζήσει κάποιος άλλος; Ακόμα κι αν υπήρχε κάποιος ζωντανός εδώ.»

-« Εγώ τι είμαι; Δεν είμαι ζωντανός; Δεν έχω ζωογόνο δύναμη εγώ;» ρώτησε ο Ραγισμένος σκύβοντας το κεφάλι.

Η Βάντα γύρισε και τον κοίταξε συλλογισμένη, είχε κάποιου είδους ζωή, αλλά άνθρωπος δεν ήταν, ένα τεχνητό δημιούργημα, αυτό ήταν. Δεν μπορούσε να του πει γιατί και η ίδια δεν ήξερε ακριβώς. Ούτε λίγο ούτε πολύ προσφερόταν να πάρει τη θέση της, γιατί αυτό σήμαινε να στραγγιστεί από ζωή για χάρη κάποιου άλλου. Αν βέβαια αυτό που είχε μπορούσε να ορισθεί ως ζωή. Το σίγουρο είναι πως είχε αισθήματα, δυνατά πηγαία, ατόφια.

Δεν υπήρχε καιρός για σκέψεις ούτε για χάσιμο.

«Είσαι σίγουρος πως θες να το κάνεις, να δώσεις τη ζωογόνο σου δύναμη στη γυναίκα αυτή; Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα καταφέρει να σωθεί, αλλά είναι σίγουρο πως εσύ θα χαθείς. Σκέψου το καλά, δεν υπάρχει χρόνος και δεν υπάρχει κι επιστροφή. Τι σου είναι αυτή η γυναίκα; Τη ξέρεις; Την αγαπάς;»

-«Θέλω απλά να ζήσει γιατί…γιατί είναι ξεχωριστή, για μένα, με είδε, είδε μέσα μου. Έτσι κι αλλιώς τέτοια ζωή τι να τη κάνω; Για ποιο σκοπό υπάρχω; Ένα τέρας είμαι και πάντα έτσι θα με βλέπουν. Ε λοιπόν δεν είμαι τέρας, δεν είμαι άνθρωπος δεν ξέρω τι είμαι ξέρω όμως πως αν διαλέξω να πάψω να υπάρχω για να ζήσει αυτή, θα φύγω χαρούμενος. Προχώρησε λοιπόν γιάτρισσα, σε παρακαλώ. Αυτή είναι η απόφαση μου, αυτό θέλω.»

Εκείνη ένευσε και στράφηκε στα τρία γκαργκόϊλ που παρακολουθούσαν σιωπηλά. «Πηγαίνετε μέχρι το ποτάμι και φέρτε από την όχθη νωπό πηλό, όσο πιο πολύ μπορείτε. Κάντε γρήγορα.»

Τα γκαργκόϊλ έφυγαν να εκτελέσουν την προσταγή της. Έβαλε τον Ραγισμένο να ξαπλώσει δίπλα στην ετοιμοθάνατη κοπέλα. Όσο έλειπαν έκανε τις απαραίτητες ετοιμασίες , πράγματα που δεν είναι συνετό να φανερώνονται στους αμύητους, τέχνες που ανοίγουν το κατώφλι του θανάτου και της ζωής. Όταν γύρισαν τα γκαργκόϊλ κουβαλώντας την απαραίτητη ποσότητα πηλού, η Βάντα κάλυψε τη γυναίκα από τη κορφή του κεφαλιού μέχρι τα νύχια, λέγοντας λόγια στην αρχαία ξεχασμένη γλώσσα. Γονάτισε ανάμεσα στα δυο σώματα, το ανθρώπινο και το τερατώδες, άπλωσε τα χέρια της αγγίζοντας με το ένα το στέρνο της κοπέλας και με το άλλο το στέρνο του Ραγισμένου. Φρουροί σιωπηλοί και μάρτυρες ο Πάβελ, η Λιουντμίλ και ο Ζαν οι σύντροφοι και φίλοι του. Τα τρία γκαργκόϊλ, τα τέρατα. Βύθισε τα χέρια στο στέρνο τους μέχρι τους καρπούς. Το σπίτι σείστηκε, η Βάντα φάνηκε να ακτινοβολεί ένα απαλό στην αρχή φως που κορυφώθηκε σε μια πορφυρή αστραπή, ένας κρότος σαν να σπάει κάτι μεγάλο, αρκετοί μικρότεροι, και μετά τα πάντα ησύχασαν. Η Βάντα έβγαλε τα χέρια της από το στέρνο των δυο σωμάτων και μετά σωριάστηκε ξέπνοη σχεδόν ανάμεσα τους παλεύοντας να πάρει ανάσες. Είχε κι η ίδια διαβεί τα κατώφλια ζωής και θανάτου. Η αλλαγή άρχισε να γίνεται αισθητή στα δυο σώματα σε λίγα λεπτά. Η λάσπη που κάλυπτε τη γυναίκα, έγινε πιο υγρή άρχισε να αραιώνει και μικρά αυλάκια νερού εμφανίστηκαν σε διάφορα σημεία. Το αριστερό χέρι της κινήθηκε και το σώμα έκανε μερικούς σπασμούς. Το σώμα του ραγισμένου είχε αντίθετα ένα μεγάλο χάσμα στη μέση του στέρνου που ακτινωτά επεκτείνονταν στα άκρα και το κεφάλι του ενώ πολλά θραύσματα από το σώμα του βρίσκονταν γύρω του. Στην ουσία είχε κομματιαστεί. Το πάντα ανέκφραστο πρόσωπό του όμως είχε μια έκφραση που θα μπορούσε κάποιος να τη περιγράψει ως γαλήνιο χαμόγελο.

Η Βάντα ανακάθισε και άρχισε να παραμερίζει την υγρή λάσπη από το πρόσωπο της γυναίκας. Εκείνη έκανε μερικές αδύναμες κινήσεις και πήρε μια βαθειά ανάσα. Πνίγηκε και άρχισε να βήχει. Προσπάθησε να ανασηκωθεί και η Βάντα τη βοήθησε να ανακαθίσει. Όταν βρήκε την ανάσα της κοίταξε απορημένη την αίθουσα γύρω της τα γκαργκόϊλ και τα κομμάτια του Ραγισμένου. Δεν καταλάβαινε που βρισκόταν ούτε και γιατί.

« Ησύχασε, δεν κινδυνεύεις, μην ανησυχείς. Θα στα εξηγήσω όλα. Πάρε ανάσα. Πως νιώθεις κοπέλα μου;» τη ρώτησε η γιάτρισσα.

- «Ραγισμένη...» απάντησε εκείνη.

- «Ραγισμένη...»





Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper

1 σχόλιο: