Ego sum abbas Cucaniensis
et consilium meum est cum bibulis,
et in secta Decii voluntas mea est,
et qui mane me quaesierit in taberna
post vesperam nudus egredietur,
et sic denudatus veste clamabit:
Wafna, wafna! quid fecisti, Sors turpissima?
nostrae vitae gaudia
abstulisti omnia! 

Carmina Burana

ego sum abbas

Ντανγκ!...Ντανγκ...

Η ομίχλη της αυγής που δεν αποφάσιζε να σηκωθεί, λίγο έπνιγε τον ρυθμικό μεταλλικό ήχο.

Ντανγκ!...Ντανγκ... Ταξίδευε στον παγωμένο αέρα του φιόρδ κι έφτανε αδυνατισμένος μέχρι τις ξύλινες καλύβες του χωριού, όμως σχεδόν κανείς δε παραπονιόταν για την ενόχληση των τελευταίων βραδιών.

Ντανγκ!...Ντανγκ...

Ο Σκούλντ χτυπούσε με μανία αλλά και ρυθμό, το διάπυρο βόλο μεταλλεύματος πάνω στο αμόνι με το βαρύ του σφυρί. Ήταν στη τρίτη διαδοχική προσπάθεια να χωρίσουν το σπάνιο μετάλλευμα σε μικρότερα κομμάτια ώστε να γίνει η χύτευση κι ο καθαρισμός ευκολότερα κι ακριβέστερα. Ο Κνούτ παραδίπλα αγκομαχούσε ανεβοκατεβάζοντας το φυσερό ώστε τα κάρβουνα που κάθε τόσο έριχνε με το φτυάρι ο αδερφός του, ο αχυρομάλλης Νγιόρντι στο καμίνι, να διατηρούν την υψηλή θερμοκρασία σταθερή.

Η φωνή του γέρου Ούρντ με το μονότονο ανεβοκατέβασμα της, έδινε το ρυθμό στα «Ντανγκ!...Ντανγκ...» του εικοσιεξάχρονου Σκούλντ. Παραπέρα, σε ένα σωρό με άχυρα, ξεκουράζονταν ο Μπγιόρν κι ο Άκι. Ξημέρωνε η δεύτερη μέρα συνεχούς προσπάθειας να διαχωριστεί ο βόλος. Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό. Η ανυπομονησία και η ανησυχία ήταν φανερή στα πρόσωπα όλων. Σκέπαζε ακόμα και αυτή τη κούραση. Από τη στιγμή που οι θεοί είχαν στείλει το σημάδι τους είχαν περάσει έντεκα μέρες και δέκα νύχτες.

Ο Σκούλντ το είχε δει πρώτος. Αυτός ήταν ο εκλεκτός κι εδώ που τα λέμε, όλοι στο χωριό συμφωνούσαν πως δεν υπήρχε πιο άξιος και κατάλληλος από τον Σκούλντ τον Τεχνίτη. Ο Σκούλντ, παρά τα είκοσι έξι του χρόνια κατείχε όχι μόνο τα μυστικά του σίδερου και του ατσαλιού, αλλά και του χρυσού και του ασημιού. Είτε έφτιαχνε γεωργικά εργαλεία και όπλα είτε περίτεχνα κοσμήματα, η δουλειά του ήταν τόσο καλή που είχε γίνει γνωστός πολύ πέρα από τα όρια του χωριού του. Οι θεοί είχαν διαλέξει τον Σκούλντ να δει το φωτεινό σημάδι τους στον ουρανό και να φτάσει πρώτος εκεί που έπεσε το ουράνιο μέταλλο από τ' αστέρια. Σίγουρα το αστρομέταλλο των θεών, θα έδινε όπλα μαγικά, δόξα και πλούτο, τόσο στον τεχνίτη όσο και στον κάτοχό τους. Ήταν τόσο σπάνιο, που οι ελάχιστες φορές που κάποιοι είχαν βρει απ' αυτό, είχαν γίνει σάγκα για να τραγουδούν οι βάρδοι τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες στη μεγάλη αψιδωτή ξύλινη αίθουσα του κάθε χωριού όπου γίνονταν οι κοινές συνάξεις και τα γλέντια. Αυτός ο βόλος όμως, είχε αρχίσει να τους αποθαρρύνει κι η απογοήτευση άπλωνε ήδη τα παγερά της δάχτυλα στις καρδιές τους. Δεν έλεγε με τίποτα να μαλακώσει και να διαχωριστεί σε μικρότερα κομμάτια ώστε να μπορέσουν να τον κατεργαστούν. Η ζέστη μέσα στο πέτρινο εργαστήριο ήταν ήδη αφόρητη, παρά τη νυχτερινή παγωνιά έξω.

- «Νγιόρντι, τη σφήνα γρήγορα, Μπγιόρν έλα!» Ακούστηκε η βαριά φωνή του Σκούλντ. Οι άλλοι δυο έφτασαν δίπλα του στη στιγμή και το τελευταίο χτύπημα, αυτό με τη σφήνα, έφερε το αποτέλεσμα που όλοι περίμεναν από χτες. Ο βόλος επιτέλους χωρίστηκε σε τρία μεγάλα κομμάτια και πεντ' έξι μικρότερα. Όλοι έτρεξαν γύρω από το αμόνι φωνάζοντας χαρούμενα, συγχαίροντας ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί τον Σκούλντ όπου στεκόταν βαριανασαίνοντας, αμίλητος. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο μεγαλύτερο κομμάτι , εκεί που είχε σκιστεί κι αποχωριστεί από τα υπόλοιπα που πριν αποτελούσαν τον βόλο από το σπάνιο μέταλλο.

-«Αυτό!» Είπε κι έδειξε με το χέρι του το κομμάτι. Αμέσως ο Μπγιόρν κι ο Άκι έπιασαν με τις λαβίδες το κομμάτι που πρέπει να ζύγιζε πάνω από είκοσι διάπυρα κιλά και το έβαλαν στον μεγαλύτερο ποτά* που διέθετε το εργαστήρι. Κατόπιν με άλλες τσιμπίδες σήκωσαν το σκεύος με το μετάλλευμα ενώ αυτό έβγαζε πορφυρές και πορτοκαλιές αναλαμπές ανάμεσα στις ακανόνιστες γραμμές από μαύρο που άρχισαν να εμφανίζονται (σημάδι πως άρχισε να ψύχεται) και το απόθεσαν με μια κίνηση στο καμίνι.

Έξω, ένας αρρωστιάρικος ήλιος, προσπαθούσε μάταια να δώσει λίγο χρώμα στα σύννεφα, ξημέρωνε. Το σιδεράδικο του Σκούλντ, βρισκόταν μισό χιλιόμετρο από το χωριό, στο κέντρο ενός μικροσκοπικού κολπίσκου που διέκοπτε τη φιδογραμμή του φιόρδ. Ένας μικρός καταρράκτης, κατέβαζε με δύναμη νερό από ψηλά. Εκεί είχε στήσει ο μακαρίτης ο Νγιόρντ ο Βαρυχέρης σπίτι κι εργαστήρι, μακριά από το χωριό, να μην ενοχλεί. Ο Νγιόρντ χάθηκε πριν τρεις χειμώνες από το πυρετό. Απόμεινε το σιδεράδικο στον εικοσιτριάχρονο τότε Σκούλντ και στο μικρούλη Νγιόρντι, τον αδερφό του που ήταν δώδεκα. Ο Σκούλντ ήταν άξιος συνεχιστής του ονόματος και της τέχνης του πατέρα του αν όχι καλύτερος από αυτόν, όπως πολύ συχνά έλεγαν οι συγχωριανοί του. Μάστορας άξιος και πολεμιστής σπουδαίος, ο καλύτερος του χωριού. Τον συμπαθούσαν όλοι τον Σκουλντ, όλοι εκτός από τον «νεοφερμένο», το μύστη της καινούριας θρησκείας τον προστατευόμενο του βασιλιά Μπγιόρν του 2ου, γιου του Έρικ Μπγιόρνσον, με την άδεια του οποίου εγκαταστάθηκε αυτός και η παρέα του στη περιοχή τους.

Ο «αδελφός Άνσγκαρ» ή «πατήρ Άνσγκαρ» όπως τους είχε συστηθεί στην αρχή, είχε έρθει με άλλους δυό δικούς του, ξένοι και οι τρεις, να τους «εκπολιτίσει και να τους φέρει στον ίσιο δρόμο». Είχαν φτιάξει μόνοι τους με πολύ κόπο και άτεχνα είναι η αλήθεια, μια καλύβα που την έλεγαν εκκλησία και έλεγαν πως εκεί κατοικεί ο ένας και μοναδικός θεός -αυτός που αυτοί πίστευαν- , πως είχαν έρθει στο όνομά του, για να τους σώσουν από τους ψεύτικους θεούς. Αυτά τα είχαν πει στη κεντρική καλύβα του άρχοντα μπροστά σε όλο το χωριό, το οποίο στην αρχή έμεινε άφωνο, από τη μεγάλη προσβολή, μέχρι τη στιγμή που μια ηχηρή πορδή έσπασε τη σιωπή και μια σβουριχτή «φιλική» σφαλιάρα έριξε τον αδερφό Άνσγκαρ με τα μούτρα πάνω στη πιατέλα με το αχνιστό γουρουνόπουλο και τα ψητά γογγύλια. Ήταν ο Σκούλντ. Τα γέλια που ακολούθησαν, έκαναν αρκετή ώρα να κοπάσουν κι ο αδερφός Άνσγκαρ, πασαλειμμένος μα χολωμένος, αποσύρθηκε διακριτικά ρίχνοντας υποχθόνιες ματιές από απόσταση ασφαλείας στον Σκούλντ. Η σωτηρία έπρεπε να περιμένει μια μέρα χωρίς πορδές να τη διακόπτουν. Ο Σκούλντ δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με τα θέματα των θεών, συμμετείχε όπως όλοι στις γιορτές και τις θυσίες και μέχρι εκεί. Ήταν ένας νέος άνθρωπος που του άρεσε η ζωή και η χαρά, ζούσε το σήμερα και το απολάμβανε, δημοφιλής στο χωριό λόγω του όμορφου παρουσιαστικού και των νιάτων του αλλά και εξαιτίας της καλής δουλειάς που έκανε και του θάρρους του.

Δε μπορούσε λοιπόν να ανεχτεί κάποιον που δεν τους γνώριζε να έρχεται και να επικρίνει τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές τους, ούτε να τους βάζει στα καλά καθούμενα σε σκέψης ενοχής για τα πιο όμορφα και φυσιολογικά πράγματα που μπορούσε να απολαύσει ένας άνθρωπος, μια όμορφη και θερμή σύντροφο στον έρωτα, ή πολλές, καλό φαγητό και ποτό, μια καλή μάχη. Ειδικά στις νεαρές κοπέλες του χωριού και όχι μόνο, ήταν και αρκετές οι μεγαλύτερες, ο Σκούλντ ήταν κάτι περισσότερο από δημοφιλής. Σπάνια το στρώμα του έμενε χωρίς τη συντροφιά μιας ή και δυό από τις όμορφες γυναίκες του χωριού που αποζητούσαν κι αυτές μια θερμή κι ευχάριστη παρέα για τις κρύες νύχτες. Ταίρι ακόμα μόνιμο δεν είχε, όχι γιατί δεν υπήρχαν προσφορές, ήταν πάμπολλες, αλλά γιατί η καρδιά του ήταν δοσμένη στη μόνη γυναίκα που δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιραστεί τη ζωή μαζί της. Την όμορφη Ίνγκριντ, με το σμιλεμένο αλαβάστρινο σώμα, τα σπαστά μακριά μέχρι τη δαχτυλιδένια της μέση ξανθοκάστανα μαλλιά και τα σαν ζαφείρια μπλε μάτια. Την Ίνγκριντ.

Την Ίνγκριντ, γυναίκα του Χάραλντ, του αρχηγού, την είχε πάρει ταίρι του δύο χρόνια πριν, μετά το χαμό της πρώτης του γυναίκας της Ίρκα στην επιδημία. Την Ίνγκριντ που στα εικοσιένα της χρόνια ακόμα και μετά τη γέννα ήταν τόσο όμορφη, όσο το πιο λαμπερό πετράδι. Την Ίνγκριντ που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει φανερά. Η έλξη ήταν αμοιβαία και είχαν σμίξει κάποιες φορές στα κρυφά μετά από κείνη τη πρώτη, τη κατακλυσμιαία θυελλώδη πρώτη βραδιά, στο εργαστήρι του ένα χρόνο πριν.

Έλιωνε στην αγκαλιά του και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα κάθε φορά μετά που τέλειωναν και κούρνιαζε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, αμίλητοι, με μόνους ήχους το τριζοβόλημα της φωτιάς στην εστία και τις ανάσες τους. Στο κόσμο του χωριού, όταν τύχαινε και συναντούσε ο ένας τον άλλο, ήταν ευγενικά τυπικοί. Να μην καταλάβει κανείς τη λάβα της καρδιάς τους. Η Ίνγκριντ, τιμούσε και σεβόταν τον Χάραλντ, το ίδιο κι ο Σκούλντ. Τον σεβόταν και τον θαύμαζε, ήταν καλός και άξιος άνθρωπος και αρχηγός. Δεν ήθελαν να τον ντροπιάσουν και να τον πληγώσουν, έτσι υπέφεραν το γλυκό μαρτύριο σιωπηλά, σβήνοντας τη λαχτάρα του ενός για τον άλλο από σμίξιμο σε σμίξιμο.

Ο πόθος τους ήταν αμοιβαίος και φούντωσε από την πρώτη στιγμή με το που αντίκρισε ο ένας τον άλλον, ένα σχεδόν ηλιόλουστο πρωί τέλος του Μάη, τότε που το ξένο ντρακάρ γλίστρησε μεγαλόπρεπα στα ακίνητα μολυβένια νερά του φιόρδ. Ήταν τότε που έφτασε η όμορφη Ίνγκριντ με το στολισμένο ντρακάρ από την πατρίδα της, τη μακρινή Εϋλέντα, το νησί των αιώνιων πάγων και της φωτιάς, στη μέση της βαθιάς άγριας θάλασσας. Πολιτικό και εμπορικό προξενιό ήταν περισσότερο, συμφωνία του Χάραλντ με τον πατέρα της Όλαφουρ Γιόνσον, που διαφέντευε τρία χωριά στο νησί του και είχε στο πρόσταγμα του οχτώ ντρακάρ με τα πληρώματα τους. Έτσι έγινε το προξενιό και κράτησαν μήνες οι διαπραγματεύσεις, ο Χάραλντ δεν είχε δει τη νέα του σύζυγο μέχρι την στιγμή της άφιξης της, αλλά μόλις πάτησε το πόδι της στο χωριό, έμεινε να χάσκει με τα μάτια του διάπλατα γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο, ίδια αρκούδα που αντικρίζει τη μεγαλύτερη αφύλαχτη κυψέλη με μέλι στη ζωή της. Η εκθαμβωτική ομορφιά της μα κυρίως αυτά τα απίστευτα βαθιά γαλανά μάτια της που άλλαζαν αποχρώσεις ανάλογα με το φως καθήλωναν μέχρι και το χρόνο, έτσι ένιωθαν όσοι τα κοίταζαν ώρα. Το σμίξιμο τους μετά την τελετή και το γλέντι που ακολούθησε ήταν διστακτικό, προσεκτικό.

Η Ίνγκριντ, νέα κοπέλα θαύμαζε τον Χάραλντ αλλά ερωτευμένη μαζί του σίγουρα δεν ήταν. Ο έρωτας, ο πόθος παρουσιάστηκε στη μορφή του νεαρού σιδερά, τα βλέμματα τους απαντήθηκαν σε ένα πυρωμένο αγκάλιασμα, τα πρόσωπα κοκκίνισαν από πόθο, εκείνος ανήμπορα ακίνητος κι εκείνη αργά να βαδίζει στο πλάι του νέου συζύγου της του πολέμαρχου του χωριού, επίσης ανήμπορη να ανταποκριθεί. Ο Σκούλντ από τη μέρα εκείνη προσπαθούσε σε κάθε ευκαιρία να τη δει, έστω κι από μακριά. Αρκετές φορές απαντήθηκαν οι δρόμοι και τα βλέμματα φούντωναν όλο και πιο πολύ το βουβό πόθο.

Η ευκαιρία δόθηκε λίγες εβδομάδες μετά, όταν ο Χάραλντ πήγε να δει τον βασιλιά Μπγιόρν στην Ουψάλα, στην ετήσια μεγάλη επίσκεψη όπου όλοι οι πολέμαρχοι, μικροί και μεγάλοι ανανέωναν την πίστη τους στον βασιλιά σε τελετή την οποία ακολουθούσε επικό γλέντι με φαγητό τραγούδι ποτό, πολύ ποτό, κάποιοι καυγάδες και φυσικά πολύ γαμήσι με τις όμορφες χορεύτριες, τις παλλακίδες και τις υπηρέτριες που σερβίριζαν τους υψηλούς καλεσμένους, σε όσους ήταν ικανοί να ανταπεξέλθουν βέβαια μετά την κραιπάλη. Το ταξίδι και η επίσκεψη του Χάραλντ θα κρατούσε σχεδόν ένα μήνα.

Το ίδιο απόγευμα της αναχώρησης του η Ίνγκριντ πήρε αδιάφορη το δρόμο δίπλα στην ακτή που οδηγούσε στην κατοικία-εργαστήρι του Σκούλντ έξω από το χωριό. Η πρόφαση ήταν πως ήθελε να κάνει και μια βόλτα να γνωρίσει το μέρος και με την ευκαιρία να περάσει από τον σιδερά για να της φτιάξει το αγαπημένο της ψαλίδι που είχε στραβώσει, αυτό είπε στην Χίλντε τη παραμάνα της που την ακολούθησε από το μέρος τους στη νέα της ζωή. Η Χίλντε, αν κατάλαβε κάτι, προτίμησε να μην το πει, αγαπούσε την Ίνγκριντ, ένιωθε τη λαχτάρα της καρδιάς της κι όσο κι αν φοβόταν γι’ αυτή θα της στεκόταν σιωπηλά βοηθός της. Ο καιρός ήταν μουντός και τα σύννεφα ψηλά έτρεχαν σε ένα ξέφρενο κυνήγι μεταξύ τους. Στη γη αντίθετα ένα απαλό νοτιοδυτικό αεράκι που έμπαινε από το φιόρδ, ίσα που κούναγε τις κορφές των δέντρων. Οι άνθρωποι αποσταμένοι από τη κούραση της μέρας άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια στο χωριό. Είχε κάμποσες ώρες φως ακόμα μια που ήταν καλοκαίρι, αλλά ο αέρας μύριζε βροχή, ερχόταν μπόρα από τον ωκεανό. Η Ίνγκριντ περπάτησε αδιάφορα αλλά με σταθερό βήμα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Προσπάθησε να μην έχει συναπαντήματα με τους χωρικούς και το κατάφερε. Κανείς δεν την πρόσεξε. Το εργαστήρι ήταν ορατό πια στο κέντρο του κολπίσκου, ένα χαμηλό μακρόστενο κτήριο με κορμούς και πέτρα όπου δέσποζε μια ψηλή καμινάδα πέτρινη η οποία συνεχώς κάπνιζε. Παραδίπλα ήταν ένα μικρότερο μα πιο ψηλό κτήριο κι αυτό φτιαγμένο με κορμούς, η κατοικία του σιδερά και του μικρότερου αδερφού του. Της είχε κοπεί η ανάσα από την αποκοτιά της κι αν ο σιδεράς δεν την ήθελε; Αν είχε γελαστεί; Αλλά όχι, δεν μπορεί, το είδε το βλέμμα του από την πρώτη στιγμή, ένιωσε το πόθο που έβαψε και τα δικά του μάγουλα κόκκινα. Την ήθελε όσο κι εκείνη αυτόν. Με τις σκέψεις αυτές είχε φτάσει έξω σχεδόν από το εργαστήρι, άκουσε ξαφνικά τα βήματα της στα βότσαλα της παραλίας. Τα άκουσε κι ο Σκούλντ που εμφανίστηκε στη πόρτα να προϋπαντήσει τον ξαφνικό επισκέπτη του ή πελάτη. Μαρμάρωσε στη θωριά της σαστισμένος, το ίδιο κι αυτή. Δεν μίλησαν τα στόματα, μόνο τα μάτια. Ούτε που κατάλαβαν πότε και πως τα σώματα αγκαλιάστηκαν και τα στόματα ενώθηκαν. Όλα, ήταν αυτό το φιλί, δεν υπήρχε τίποτα και κανείς πέρα από αυτό. Τραβήχτηκε πρώτη, σα να έβγαινε από λήθαργο, ήταν επικίνδυνο αυτό που έκαναν, ένα μάτι να τους έβλεπε μόνο. Ο Σκούλντ κατάλαβε, το βλέμμα του σάρωσε το χώρο γύρω, ήταν απομονωμένο το μέρος αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Την τράβηξε απαλά κρατώντας την από το χέρι μέσα στο εργαστήριο. Η φωτιά από την εστία του σιδηρουργού και μερικοί πυρσοί στερεωμένοι στους τοίχους, χάριζαν ζέστη κι ένα γλυκό φως στο χώρο. Αμπάρωσε την πόρτα και την οδήγησε από τον κυρίως χώρο του εργαστηρίου σε ένα μικρότερο στο βάθος, πολύ πιο καθαρό, που χωριζόταν με ένα ξύλινο παραπέτασμα από την υπόλοιπη αίθουσα. Ήταν ο χώρος της ξεκούρασης του όποτε η δουλειά απαιτούσε να παραμείνει πολλές ώρες ή και μέρες εκεί. Ένα μεγάλο στρώμα φτιαγμένο από δέρματα φώκιας και γεμισμένο με άχυρο και χόρτα, καταλάμβανε τον μισό σχεδόν χώρο. Πάνω του ήταν ριγμένη μια κουβέρτα φτιαγμένη από τη γούνα αλεπούδων του βορρά και λύκων. Παραδίπλα ένα τραπέζι και δυό σκαμνιά. Στο τραπέζι, ένα λυχνάρι και μια πιατέλα με ψητό κρύο κρέας και λίγα μήλα. Τα μάτια τους όμως δεν είδαν τίποτα από όλα αυτά, είχαν γλυκά βυθιστεί σε μια ζάλη που το ρυθμό έδιναν οι χτύποι της καρδιάς τους, το αίμα που σφυροκόπαγε τα μηνίγγια τους. Τα ρούχα έφυγαν από πάνω τους γρήγορα, τα χέρια του κάθε κορμιού βιάζονταν να ανοίξουν δρόμο να ενωθούν σε ένα, τα στόματα να γευτούν χυμούς. Την τράβηξε πάνω του και μπήκε μέσα της στα όρθια. Καυτή τον περίμενε μ’ ένα αναστεναγμό που κατέληξε σε κλιμακούμενα βογκητά απόλαυσης, λύτρωσης. Έμειναν εκεί όλη τη νύχτα με τη θύελλα έξω να μαίνεται, κάνοντας έρωτα συνεχώς μέχρι που τα κορμιά στράγγιξαν και λίγο πριν την αυγή αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. 
Έξω η θύελλα είχε κοπάσει απότομα. Το κατάλαβε πρώτος ο Σκούλντ και άνοιξε τα μάτια. Φίλησε απαλά τα μισάνοιχτα χείλη της Ίνγκριντ και ξαναμπήκε για μια τελευταία φορά, απαλά μέσα της. Εκείνη ξύπνησε σε λίγο και έκαναν έρωτα για λίγη ώρα ακόμα μέχρι που τέλειωσαν για άλλη μια φορά. Σε λίγο θα ξημέρωνε, η κοπέλα έπρεπε να φύγει και γρήγορα. Ντύθηκαν βιαστικά και ο Σκούλντ την συνόδευσε μέχρι τα όρια του χωριού, από τα πιο απόμερα μονοπάτια. Το χωριό άρχισε να ξυπνάει. Ίσα που πρόλαβαν. Χωρίς λέξη χωρίστηκαν. Η φωτιά όμως είχε για τα καλά ανάψει. Συναντήθηκαν αρκετές φορές στη διάρκεια της απουσίας του Χάραλντ το ταξίδι του οποίου κράτησε τελικά πάνω από δύο μήνες. 
Πότε στο σπίτι του Σκούλντ, πότε σε απόμερα σημεία του δάσους μέσα σε μικρές σπηλιές και δασωμένες λόχμες. 
Ο έρωτας τους μεγάλωνε φορά τη φορά, όμως ήξεραν και οι δύο πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν κάτι παραπάνω από όσα είχαν, ίσως με τον καιρό και πολύ λιγότερα. Αυτό τους πονούσε, όμως δεν υπήρχε δυνατότητα για κάτι περισσότερο. Εάν το έσκαγαν μαζί θα ήταν απόβλητοι από την κοινωνία τους και κυνηγημένοι. Ο Χάραλντ έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι εκτίμησης και φυσικά θα υπήρχαν και επιπτώσεις στη συμμαχία με τον Όλαφουρ τον πατέρα της Ίνγκριντ. Θα τον ντρόπιαζε. Προσπαθούσαν να μην το σκέφτονται το μέλλον αλλά η σκιά του πάντα έπεφτε βαριά, ειδικά τις στιγμές που χώριζαν για να τραβήξει ο καθένας στο σπίτι του. Μια φορά ο Σκούλντ ρώτησε την Ίνγκριντ πως γίνεται ένας άνθρωπος να αγαπάει ταυτόχρονα και να είναι ερωτευμένος με κάποιο πρόσωπο που ξέρει πως δεν θα είναι ποτέ μαζί. Πώς οι θεοί όρισαν έτσι τον έρωτα τους. Η Ίνγριντ τον φίλησε τρυφερά και του απάντησε :

« Δε ξέρω, την ίδια απορία έχω κι εγώ, όμως να που γίνεται, να που μας συμβαίνει, είναι όμορφο, αλλά πονάει κιόλας. Όμως, δεν μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα σου λέω...»

-« Δεν πιστεύω πως οι θεοί ανακατεύονται στον έρωτα, αυτό είναι έργο των ανθρώπων» είπε ο Σκούλντ περισσότερο μονολογώντας. Ο Χάραλντ θα γυρνούσε γρήγορα, ήδη είχε καθυστερήσει πολύ. Πράγματι, ο Χάραλντ γύρισε το επόμενο πρωινό μετά την στιχομυθία του νεαρού ζευγαριού, χαρούμενος και με δώρα από το βασιλιά. Το νέο που έφερνε ήταν πως θα λάμβαναν μέρος στην επιδρομή της επόμενης άνοιξης στα νότια. Αυτό σήμαινε προοπτικές για πλούτη και δόξα. Είχαν πολλά να γίνουν τους επόμενους μήνες και φυσικά μεγάλο μέρος της προετοιμασίας έπεφτε στον σιδερά. Είχε να επισκευάσει και να φτιάξει πανοπλίες, κράνη, σπαθιά, πελέκεις και δόρατα, αλλά και εργαλεία και εξαρτήματα για τα ντρακάρ. Ελάχιστα είδε τους επόμενους μήνες μέχρι την άνοιξη την Ίνγκριντ ο Σκούλντ. Ευτυχώς η συνεχής δουλειά κρατούσε το μυαλό του απασχολημένο. Απασχολημένη ήταν και η Ίνγκριντ όμως. Μέσα Σεπτέμβρη κατάλαβε πως ήταν έγκυος. Κατάλαβε επίσης πως το παιδί δεν μπορούσε να είναι του Χάραλντ. Του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της συγκρατημένα αλλά με επιτηδευμένη χάρη. Ο αρχηγός ενθουσιάστηκε στην προοπτική ενός νέου γιού, πίστευε πως θα ήταν γιός, ούτε που του πέρασε από το μυαλό πως ο πατέρας ίσως να μην ήταν ο ίδιος. Ο χειμώνας πέρασε και τέλη Μάρτη, ο στολίσκος του Χάραλντ από έξι ντρακάρ έλυσε κάβους κι άνοιξε πανιά στο πέλαγο με κατεύθυνση το νότο. Ο Σκούλντ ως σιδεράς συμμετείχε στην εκστρατεία. Ήταν γι’ αυτόν η δεύτερη μεγάλη του επιδρομή, μα η πρώτη του σαν σιδεράς αρχιμάστορας του στόλου.

Λίγες μέρες μετά η Ίνγκριντ έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο αγοράκι, τον Έρικ.

Τότε, εκείνη περίπου την εποχή, έφτασε ο αδελφός Άσγκαρ κι άρχισε τα κηρύγματα και τις νουθεσίες κατηγορώντας τα πάντα και τους πάντες ως βρώμικα, βδελυρά, «αμαρτωλά». Ο Άσγκαρ περηφανευόταν πως δεν είχε γνωρίσει ποτέ αγκαλιά γυναίκας, πως δεν είχε γευτεί τον έρωτα, απεχθανόταν το καλό φαγητό και το γλέντι, ποτέ δεν είχε κρατήσει σπαθί σε μάχη. Ο Άσγκαρ με το θεό του το καινούριο κι άγνωστο. Ποιος ήταν ο θεός του; Ο θεός του έλεγε, πως σταυρώθηκε για ν' αναστηθεί τρεις μέρες μετά και να πάρει τις αμαρτίες όσων θα πίστευαν σ' αυτόν, αυτούς, θα τους πήγαινε σε ένα παράδεισο που κανείς δεν κατάλαβε τι θα έκαναν εκεί, και να στείλει στο ζόφο και στην αιώνια κόλαση όσους δε θα πίστευαν. Σιγά το πράγμα. Κι οι νεκροί ήρωες στη Βαλχάλα πολεμούσαν όλη μέρα κι όσοι σκοτώνονταν το βράδυ ανασταίνονταν και δειπνούσαν όλοι μαζί το βράδυ με γέλια, γλέντια και χαρές. Αυτός ο «αδελφός», το σινάφι του κι ο μίζερος θεός τους δεν του άρεσαν και φρόντισε να το κάνει γνωστό. Κάτι που εξόργισε το μοναχό και ευχαρίστησε τους συγχωριανούς του. Αυτά είχαν γίνει το προηγούμενο καλοκαίρι.

«Μα τον Όντιν!...τί είναι αυτό μάστορα;» ρώτησε με δέος ο Άκι, δείχνοντας τον πυρίμαχο κουβά κοκκινισμένο από το καμίνι. Με το ζόρι κρατούσε το ασπροκίτρινο μέταλλο που κόχλαζε πλέον. Ασπροκίτρινο εκτός από το κέντρο του, όπου επέπλεε κατά κάποιον τρόπο, ένα μικρό τετράγωνο, πέντε επί πέντε δάχτυλα με κάτι σημάδια επάνω του, άγνωστα σημάδια. Σίγουρα δεν ήταν ρούνοι, ή αν ήταν, ήταν ρούνοι που κανένας δεν είχε ξαναδεί.

«Τη τσιμπίδα Νγιόρντι , γρήγορα...» είπε στον μικρό αδερφό του ο Σκούλντ και με μια επιδέξια κίνηση έπιασε το μικρό τετράγωνο και το απόθεσε στο αμόνι. Κάτι τέτοιο θαυμαστό, μήτε είχε δει κανένας τους ποτέ, μήτε είχε ακούσει. Το μεταλλικό παράξενο πράγμα άρχισε να κρυώνει σιγά σιγά και να παίρνει ένα σωρό χρώματα όσο κρύωνε. Τα σύμβολα παρέμεναν ανέπαφα. Το άφησε εκεί . Σε λίγη ώρα ήρθε η μεγάλη στιγμή της χύτευσης. Ο Άκι κι ο Μπγιόρν έπιασαν τον ποτά με τις λαβίδες και με προσοχή έχυσαν το λαμπερό περιεχόμενο στο μακρόστενο καλούπι στη γή. Τα πράγματα είχαν πάρει πια το γνώριμο δρόμο τους. Αφού κρύωνε τόσο ώστε να γίνει ροζ, θα το έσβηνε ο Σκούλντ μεσα στο ειδικό παρασκεύασμα από λίπος και αίμα αρκούδας, νερό που είχε φιλτραριστεί σε καθαρό κάρβουνο πολλές φορές και στο τέλος είχε προστεθεί με πολλή προσοχή λίγο, ελάχιστο κάρβουνο σε πολύ λεπτή πούδρα. Μετά σφυρηλάτηση, θέρμανση ξανά και τότε η προσθήκη στο κάθε κομμάτι μικρότερης και λεπτότερης ράβδου κατά μήκος και στο κέντρο, από μαλακό σκουρόχρωμο ατσάλι. Σφυρηλάτηση να ενωθεί με τη κυρίως ράβδο από αστρομέταλλο, χτύπημα με τη σφήνα στη μέση να χωρισθεί η ράβδος σε δύο ίσα κομμάτια, θέρμανση και σφυρηλάτηση να ενωθούν μεταξύ τους ξανά τα δυό σύνθετα τώρα κομμάτια (με το μαλακό μέταλλο να περικλείεται από το σκληρότερο. Αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβανόταν δεκάδες φορές μέχρι να φτάσουν στην μορφοποίηση και σφυρηλάτηση του σπαθιού. Έτσι στην ουσία, η λεπίδα του σπαθιού θα αποτελούνταν από δεκάδες διαδοχικές στρώσεις αστρομέταλλου και μαλακού ατσαλιού, με την εξωτερική στρώση από το σκληρότερο μέταλλο (πάντα), γεγονός που θα χάριζε στο σπαθί αντοχή αλλά και ευκαμψία ασυναγώνιστη. Αυτή όλη η σκληρή δουλειά, απαίτησε ένα μήνα καθημερινής πολύωρης δουλειάς από όλους εκεί στο εργαστήρι. Το δώρο των θεών ήταν δύστροπο και σκληρό σαν τους ίδιους. Όλο αυτό το διάστημα, στην ανάπαυλα της δουλειάς ο Σκούλντ, κοίταζε σκεφτικός το παράξενο τετράγωνο που είχε βρεθεί στο κέντρο του βόλου. Κρύο, είχε αποκτήσει μια βαθιά μπλε ιριδίζουσα απόχρωση με λεπτές ακανόνιστες γραμμές στην επιφάνειά του που άλλαζαν με το φως θέση και σχήματα. Οι παράξενοι ρούνοι – σύμβολα παρέμεναν αναλλοίωτοι σε σχήμα, αλλά με χρώμα από αχνό ως βαθύ μπλέ. Το νέο είχε μαθευτεί σε όλο το χωριό και είχε ζητηθεί από τον Σκούλντ να το παρουσιάσει στη σύναξη, όπου θα ήταν και ο γέρο σαμάνος. Εκείνος είχε υποσχεθεί να το παρουσιάσει επίσημα, μαζί με το σπαθί, ας έκαναν λίγες μέρες υπομονή λοιπόν. Ένα πρωινό από τα πρώτα του Μαΐου, επιτέλους έφτασε η μέρα της τελικής σφυρηλάτησης της λάμας, μετά θα λειαίνονταν, θα ακονίζονταν στις ειδικές πέτρες και θα γυαλίζονταν. Κατόπιν θα περνούσαν το φυλακτήρα, τη λαβή και το τελείωμα. Η θήκη ήταν ήδη έτοιμη καμωμένη από δυο διαμορφωμένες ειδικά σανίδες από διαλεχτό μαύρο έλατο, ενωμένες γύρω γύρω με ταινία από μπρούτζο στερεωμένο με πείρους ήταν επενδεδυμένη με δέρμα μαύρης φάλαινας όπως κι ο αορτήρας της με την ασημένια και χρυσή αγκράφα. Ο Σκούλντ είχε αποφασίσει να ενσωματώσει το μαγικό τετράγωνο πλακάκι δυο παλάμες κάτω από τη λαβή. Αυτό θα πρόσθετε στο σπαθί κι άλλη μαγική δύναμη πίστευε. Θερμάνθηκαν πλακάκι και λάμα μέχρι να γίνουν και τα δυο αχνά ροζ και στη συνέχεια με έμπειρα χτυπήματα, όχι πολύ δυνατά, πλακάκι και λάμα έγιναν ένα σώμα. Χτυπήθηκε με τα ίδια ακριβώς σφυροκοπήματα και η υπόλοιπη λάμα, όλη, και μετά με τη τσιμπίδα πιάνοντας τη, ο Σκούλντ τη βύθισε αργά στη μακρόστενη ξύλινη λεκάνη με καθαρό νερό. Οι ατμοί από το τσιτσίρισμα του καυτού μετάλλου υψώθηκαν κατακόρυφα, καλό σημάδι, οι θεοί ήταν ευχαριστημένοι.

Πέντε μέρες μετά, ένα πολύ γλυκό δειλινό, ο Σκούλντ, φορώντας τα καλύτερα ρούχα του, καθαρός, κρατώντας σε ελαφοτόμαρο απαλό, προσεκτικά τυλιγμένο το μεγαλόπρεπο σπαθί, με αργά μεγαλόπρεπα βήματα, έχοντας στο πλάι του τον μικρό του αδερφό, τον Νγιόρντι και ακολουθούμενος από τους συντρόφους του, έκανε την είσοδό του στη μεγάλη αίθουσα, που ήταν και η κατοικία του Χάραλντ του άρχοντα του χωριού τους.

Ο Χάραλντ κάθονταν μαζί με την πανέμορφη Ίνγκριντ, τη σύντροφο του και μητέρα του λίγων μηνών Έρικ καθώς και με τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, της δεκατετράχρονης Ίνγκιλεϊφ, και του πεντάχρονου Μπρούν, στο υπερυψωμένο βάθρο του αρχηγού. Τη στιγμιαία λάμψη στα μπλε της μάτια την κατάλαβε μόνο ο Σκουλντ, όταν για λίγο τα βλέμματα τους αγκαλιάστηκαν. Πίσω αριστερά του στεκόταν ο γέρος σαμάνος. Όλο το χωριό ήταν εκεί και περίμενε. Με αργές μεγαλόπρεπες κινήσεις ο Σκούλντ ξετύλιξε το σπαθί και πιάνοντάς το από τη λαβή, το ύψωσε ώστε να το δουν όλοι. Επιφωνήματα θαυμασμού ακούστηκαν καθώς το αστραφτερό μέταλλο έμοιαζε να φωτίζει με ένα δικό του φως το χώρο. Στη συνέχεια ο Σκούλντ κατεβάζοντας το σπαθί, το έτεινε με τη λαβή στραμμένο προς τον Χάραλντ και το σαμάνο. Εκείνοι ένευσαν με θαυμασμό και σεβασμό προς τον τεχνίτη και πήραν το σπαθί. Ήταν ένα θαύμα της μεταλλουργίας. Με λεπίδα μήκους ενός μέτρου και δέκα εκατοστών, πλάτους εξίμιση κοντά στη λαβή. Η λαβή, μήκους εικοσιπέντε εκατοστών αποτελούνταν από δυο κομμάτια κόκκαλο θαλάσσιου ελέφαντα που αγκάλιαζαν το ατσάλι της, επενδεδυμένη με λωρίδες μαύρο δέρμα φάλαινας. Ο φυλακτήρας μπρούτζινος με ένθετη χρυσή διακόσμηση, ελαφρά καμπυλωτός, κατέληγε σε δυο χρυσές δρακοκεφαλές, τα μάτια των δράκων ήταν μικρά ρουμπίνια. Η βαριά ημικυκλική απόληξη της λαβής, ατσαλένια, με ένθετα ασημένια στοιχεία. Δέκα εκατοστά κάτω από τη λαβή, στη λάμα, υπήρχε ενσωματωμένο το μυστηριώδες τετράγωνο με τους παράξενους ρούνους, το οποίο έλαμπε στο φως των πυρσών με δεκάδες αποχρώσεις του μπλε και βιολετί. Η ίδια η λάμα ήταν από το γυαλισμένο σαν καθρέφτη αστρομέταλλο και μόνο στη κόψη έκανε κάτι ελικοειδή παιχνιδίσματα με τις αδιόρατες πιο σκούρες γραμμές του μαλακότερου ατσαλιού. Ένα λεπτό και ρηχό αυλάκι στο κέντρο έσβηνε πέντε εκατοστά πριν την σαν βελόνα μύτη. Οι κόψεις όμως, γιατί ήταν δίκοπο – αμφίστομο, ήταν σίγουρα από τη καρδιά του αστρομέταλλου. Το κοίταξαν με δέος και απορία κάμποσα λεπτά. Κατόπιν ο Χάραλντ, σηκώθηκε και με δυνατή φωνή, είπε:

-«Σκούλντ Νγιόρντσον, άξιε γιέ και συνεχιστή του ονόματος και της τέχνης του Βαρυχέρη, σε τιμώ και μαζί με μένα και όλο το χωριό. Το σπαθί αυτό, θα λένε πως φτιάχτηκε από εσένα οι βάρδοι και μαζί με σένα θα τραγουδούν και αυτό εδώ το μέρος, το Μπρούν. Το σπαθί σου είναι άξιο των θεών, δεν υπάρχει αμφιβολία πως κι ο ίδιος ο Όντιν θα το κρατούσε με χαρά στη Βαλχάλα, όμως τι παράξενο στολίδι, είναι αυτό στη λάμα; Είναι το περίεργο αντικείμενο που όλοι ψιθυρίζουν πως βρέθηκε στη καρδιά του αστρομέταλλου;»

«Ναι άρχοντα Χάραλντ, αυτό είναι, σίγουρα το έστειλε ο ίδιος ο Όντιν, έμεινε αναλλοίωτο στη πιο δυνατή φωτιά. Τα σημάδια, τους ρούνους, δεν τα έχει ξαναδεί κανείς μας και όλοι ελπίζουμε να μας πει ο σαμάνος τι θέλουν να πουν οι θεοί.»

Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο γέρο σαμάνο, αυτός όμως έμενε αμίλητος. Ρυτίδες ανησυχίας και ίσως ενόχλησης προστέθηκαν στο ήδη αυλακωμένο από τα χρόνια πρόσωπό του. Ο σαμάνος παρέμενε σιωπηλός. Μιά ένρινη φωνή ακούστηκε από το βάθος της αίθουσας.

-«Μήπως θα μπορούσα να το δω κι εγώ άρχοντα μου;»

Ήταν ο Άσγκαρ. Με το άτσαλο βάδισμά του ξεπρόβαλε από το πλήθος, μια λιπόσαρκη γκριζοντυμένη φιγούρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του αρχηγού και του σιδερά. Ο σαμάνος τον κοίταξε τόσο φαρμακερά, που προς στιγμήν ο αδελφός Άσγκαρ, έκοψε το βήμα του και ξερόβηξε. Ήξερε όμως πως είχε τη προστασία του ίδιου του βασιλιά κι αυτοί το ήξεραν επίσης. Ο Σκούλντ παρακολουθούσε ακίνητος τον μοναχό που πλησίαζε. Εκείνος πήρε το σπαθί, αδέξια, από τα χέρια του Χάραλντ και κοίταξε το τετράγωνο για λίγο σκεφτικός. Μετά το πρόσωπό του έλαμψε. Ύψωσε το σπαθί προς τον ουρανό και με τρεμάμενη από τη χαρά και τη συγκίνηση φωνή είπε:

«Ego Sum Abbas!!! ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΠΑΤΗΡ! Αδελφοί μου, δόξα εν υψίστοις Θεώ, ο Κύριος, ο Ένας και Μοναδικός Θεός μίλησε και ο Λόγος του είναι αδιαμφισβήτητος ! Δεν είναι ρούνοι τα σημάδια, είναι λατινικά γράμματα και σημαίνουν Ego Sum Abbot Εγώ Είμαι ο Πατέρας. Ο Αληθινός Θεός σας μιλάει και σας καλεί να μετανοήσετε, να αποκηρύξετε τα ψεύτικα και βδελυρά είδωλα και να βαπτισθείτε στο όνομα του Τριαδικού θεού. Θα στείλω απόψε μήνυμα για το θαύμα αυτό στο βασιλιά. Θα μαθευτεί μέχρι τα πέρατα του κόσμ......»

Κανείς δε πρόλαβε να δει το πόσο γρήγορα κινήθηκε ο Σκούλντ. Με τα δυο του χέρια άρπαξε το κεφάλι του αδερφού Άσγκαρ και με μιά κίνηση κι ένα ξερό «κρακ», το έστρεψε 180 μοίρες, έτσι που βρέθηκαν τα γουρλωμένα μάτια του να κοιτάζουν τη πλάτη του πριν αυτός προλάβει να τελειώσει τη φράση του. Την επόμενη στιγμή είχε πάρει από τα χέρια του μοναχού που πέθαινε το σπαθί, αφήνοντας το άψυχο σώμα του να σωριαστεί κατάχαμα. Όλοι πάγωσαν. Ο Χάραλντ σηκώθηκε από το κάθισμά του και βρυχήθηκε:

«ΜΑ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ, ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ! Είχε τη προστασία του βασιλιά! Θα μας αφανίσει όλους....»

Ο Σκούλντ, με το σπαθί στο χέρι και με τη πίκρα να παίρνει τη θέση της οργής στο πρόσωπό του, απάντησε με σβησμένη φωνή :

«Θα φύγω Χάραλντ, θα φύγω μακριά. Θα πείτε πως μόνο εγώ είμαι ο φταίχτης, πως δε προλάβατε να με σταματήσετε και πως σας ξέφυγα. Δώσε μου λίγο χρόνο μόνο Χάραλντ.»

Ο Χάραλντ , τον κοίταξε επίμονα κάμποσα δευτερόλεπτα, έπειτα ξεφύσηξε φουρκισμένος και κατεβάζοντας το κεφάλι είπε.

« Έχεις χρόνο μέχρι αύριο, τα μέσα του πρωινού. Για όνομα του Όντιν όμως, φύγε, φύγε μακριά, δε θα σε κυνηγήσουμε και πολύ γρήγορα στη στεριά, να το ξέρεις».

Κανείς από το συγκεντρωμένο πλήθος δεν είπε τίποτα, αλλά και κανείς δεν πήρε είδηση τον ένα από τους δυο μοναχούς, που είχαν απομείνει να ξεγλιστράει λίγες στιγμές νωρίτερα και να χάνεται στο σκοτάδι. Ο Σκούλντ στράφηκε προς τη πόρτα και με γοργά βήματα βγήκε έξω. Κατευθύνθηκε προς το εργαστήρι του με γοργό βήμα κρατώντας στο χέρι το σπαθί. Σε όλη τη σύντομη διαδρομή, είχε αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Όταν έφτασε στο εργαστήρι – κατοικία του, μάζεψε σ' ένα δερμάτινο σακούλι, ένα δερμάτινο φλασκί κι ένα δέμα καλά τυλιγμένο, όχι μεγαλύτερο από δυο παλάμες, κάποια τρόφιμα απαραίτητα τουλάχιστον για τις πρώτες μέρες που έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, πήρε τον σφυροπέλεκυ που είχε ο ίδιος φτιάξει, το δόρυ και την ασπίδα του, το μανδύα του από αρκουδοτόμαρο και φυσικά το σπαθί.

Ένιωσε περισσότερο παρά άκουσε την παρουσία της. Ήταν εκεί, τον είχε ακολουθήσει και κάτι τέτοιο ήταν παραπάνω από παράτολμο. Πως δεν την είχε άραγε αντιληφθεί στο δρόμο; Τον κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια. Ο Σκούλντ την αγκάλιασε. Φιλήθηκαν σε ένα απελπισμένα δυνατό φιλί.

«Σε χάνω λοιπόν, φεύγεις και δεν θα ξαναγυρίσεις. Σε χάνω μα και ποτέ δεν σε είχα.»

-«Πρέπει να φύγω Ίνγκριντ και πρέπει να εξαφανίσω και το σπαθί. Το Ράγκναροκ είναι λιγότερο λαμπρό κι ένδοξο μα περισσότερο φρικτό από ότι μας έλεγαν οι σάγκας των βάρδων. Κι αυτό το σπαθί που έφτιαξα είναι το Ράγκναροκ του κόσμου όπως τον ξέραμε. Ναι, το πιθανότερο είναι πως δεν θα ξαναβρεθούμε, όμως πάντα θα σε έχω μέσα μου, στη σκέψη και τη καρδιά μου. Για μένα εσύ είσαι η γυναίκα μου. Φύγε όμως πριν καταλάβει κανείς πως λείπεις. Έχεις και το μωρό. Φύγε, όσο ακόμα αντέχω να στο λέω.»

Η Ίνγκριντ έκλαιγε με λυγμούς. Δεν τολμούσε να του πει για τον Έρικ. Φιλήθηκαν μια τελευταία φορά και μετά χάθηκε στο σκοτάδι.

Στη μικρή προβλήτα μπροστά από το εργαστήρι, λικνιζόταν απαλά η δίκωπη φάερινγκ, η βάρκα του πατέρα του. Έβαλε τα πράγματα μέσα, μπήκε κι αυτός κι ετοιμάστηκε να λύσει το σχοινί, όταν είδε τρεις ίσκιους να εμφανίζονται από το πίσω μέρος του εργαστηρίου. Ήταν ο Νγιόρντι, ο γερο Ούρντ κι ο Άκι.

«Σκούλντ! Περίμενε, θά 'ρθω μαζί σου», είπε ο μικρός του αδερφός.

-« Όχι Νγιόρντι, όχι. Δεν θα έρθεις. Θα μείνεις εδώ να συνεχίσεις το όνομα του πατέρα, από αυτή τη στιγμή, το εργαστήρι περνάει στο όνομά σου. Μάρτυρές μου οι θεοί κι ο Ούρντ με τον Άκι. Εγώ δε θα γυρίσω. Πρόσβαλα το βασιλιά και δεν θα το αφήσει έτσι. Να προσέχεις. Ο Ούρντ κι ο Άκι κι ελπίζω κι οι υπόλοιποι θα σε βοηθήσουν. Έτσι δεν είναι φίλοι μου;»

- «Να μην ανησυχείς, θα τον προσέχουμε Σκούλντ. Τράβα τώρα, η ώρα περνάει. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις.» είπε ο Ούρντ. Είχε καταλάβει.

Χωρίς να ειπωθεί τίποτε άλλο, ο Σκούλντ, έλυσε το σχοινί, κι άρχισε να κωπηλατεί δυνατά και σταθερά ακολουθώντας το φιόρδ βόρεια, βορειοδυτικά. Πίσω, η όχθη ξεμάκραινε και σε λίγο οι τρεις ακίνητες φιγούρες, ενώθηκαν με το σκοτάδι της μακριάς νύχτας. Οι σκέψεις του ήταν δυνατές και συνεχείς σαν τις κουπιές του. Η πρώτη ήταν για την Ίνγκριντ. Δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Ένα σφίξιμο στο στήθος κι ένας κόμπος στο λαιμό, στιγμιαίο κενό. Συνήλθε όμως γρήγορα, δεν ήταν ώρα για τέτοια, έπρεπε να συλλογιστεί την κατάσταση όπως αυτή είχε εξελιχθεί. Αν το αστρομέταλλο και το τετράγωνο που είχε έρθει μέσα σε αυτό από τον ουρανό, το έστειλαν οι θεοί, δεν μπορούσε να ξέρει. Ίσως το έστειλε ο άλλος, ο καινούριος θεός για ν' αρχίσει πόλεμο με τους παλιούς. Το σπαθί ήταν η τρανταχτή απόδειξη της ύπαρξής του και το σπαθί το έφτιαξε αυτός, με τα χέρια του. Αυτός είχε βρει το πλακάκι με τους ρούνους που κανείς δεν είχε ξαναδεί. Αυτός είχε γίνει χωρίς να το θέλει το μέσον, το εργαλείο στα χέρια ενός καινούριου θεού, που μισούσε τη χαρά της ζωής. Αυτός και το σπαθί του θα έφερναν μια μοίρα χειρότερη κι απ' το Ράγκναροκ στους παλιούς θεούς, τους θεούς που αισθάνονταν όπως οι άνθρωποι, που πονούσαν, χαίρονταν, ερωτεύονταν, οργίζονταν, γελούσαν. Θα έφερνε το τέλος του κόσμου τους. Το σπαθί, το σπαθί και τα λόγια του μοναχού. Τον μοναχό τον είχε “φροντίσει”. Πήγε στο θεό του ή όπου αλλού πάνε αυτοί. Το σπαθί όμως; Το σπαθί δεν έπρεπε να το ξαναδεί ανθρώπου μάτι, ούτε και τον ίδιο. Συνέχισε να κωπηλατεί. Ήταν μέσα Ιουλίου εκείνο το πρωινό, όταν έφτασε.

Η λίμνη με τα μαύρα νερά και το έρημο νησάκι στη μέση, απλωνόταν κάτω από τα πόδια του στη βάση της δασοκαλυμμένης πλαγιάς . Γύρω της κι άλλα βουνά. Ήταν δύσκολο να φτάσεις εκεί κι όχι τυχαία. Μόνο οι λίγοι που ήξεραν το μέρος, κυρίως σαμάνοι, αποφάσιζαν να έρθουν εδώ και για συγκεκριμένο σκοπό, κάποιο τάμα, κάποια θυσία ή κάποια σπάνια τελετή. Στα μαύρα της νερά επίσης άφηναν ότι και όποιον δεν είχε θέση στον κόσμο τούτο. Είχε χρειασθεί κοντά δυο μήνες προσεκτικού ταξιδιού, τις πρώτες μέρες ή μάλλον νύχτες με τη βάρκα, μετά με τα πόδια. Πάντα νύχτα, αποφεύγοντας οικισμούς κι ανθρώπους, κανείς να μην τον δει, αυτόν και το σπαθί. Έτρωγε ότι έβρισκε, αν έβρισκε, κοιμόνταν πάνω σε δέντρα σε απόμερες γωνιές των δασών τη μέρα, περπατούσε τη νύχτα. Μια φορά είχε χρειασθεί να αντιμετωπίσει λύκους κι άλλη μία να ξεκάνει κάτι κυνηγούς που κατά λάθος τον εντόπισαν. Είχε αδυνατίσει κι είχε κουραστεί πολύ μέχρι να φτάσει εδώ. Όμως τα κατάφερε. Η λίμνη ήταν μπροστά του. Την είχε βρει επιτέλους. Ερημιά, όσο έπιανε το μάτι ένα γύρω. Και τα ζώα την απέφευγαν από ένστικτο κι οι άνθρωποι, από φόβο. Κανείς δεν έρχονταν για βόλτα στη λίμνη Αμσβαρτνιρ. Εκεί, στο νησάκι στο κέντρο, στο Λύνγκβι, τους παλιούς χρόνους οι θεοί είχαν φυλακίσει τον Φενρίρ τον γιγάντιο λύκο. Αυτόν που θα σκότωνε τον Όντιν και θα έφερνε το Ράγναροκ και το τέλος του κόσμου τους. Καλύτερα σκεφτόταν ο Σκούλντ να τελειώσει τον κόσμο μας ο Φενρίρ, παρά ο Άσγκαρ με το νέο θεό του. Άρχισε να κατηφορίζει με βήμα αργό, στηριζόμενος στο δόρυ του. Το σπαθί κρεμόταν στο πλευρό του. Έφτασε επιτέλους στην όχθη. Έκατσε κατάκοπος στη ρίζα ενός δέντρου να ξαποστάσει και έτσι τον πήρε ο ύπνος. Αφέθηκε, τίποτα δεν ερχόταν εδώ. Βαθύς, μαύρος ύπνος χωρίς όνειρα, χωρίς σκέψεις. Ήταν αργά το απόγευμα όταν ξύπνησε. Το στόμα του ήταν ξερό από τη δίψα, οι σουβλιές στο στομάχι του έλεγαν πως από προχτές δεν είχε βάλει τίποτα μέσα, οι μύες του πονούσαν όλοι. Τώρα επιτέλους άφηνε τη κούραση του ταξιδιού να τον κυριέψει. Είχε ένα τελευταίο πράγμα να κάνει. Μόνο αυτό. Ήπιε από το μαύρο νερό της λίμνης. Κατόπιν πήρε τον σφυροπέλεκυ και άρχισε να πελεκάει μια μεγάλη σημύδα. Ήταν ένα δέντρο με κορμό κοντά στα είκοσι μέτρα ψηλό και ένα μέτρο περίμετρο στη βάση του. Απείχε δυο μόλις μέτρα από την όχθη. Ήταν αργά το βράδυ όταν με έναν ξερό κρότο το δέντρο έγειρε αργά θρηνώντας κι έπεσε με έναν παφλασμό στη λίμνη. Ο Σκουλντ ξέπνοος σχεδόν, σωριάστηκε στο χώμα κι εκεί ξύπνησε τα μέσα του επόμενου πρωινού. Το πεσμένο δέντρο, επέπλεε εκεί που είχε πέσει. Στα μαύρα, ακίνητα νερά. Το υπόλοιπο πρωινό, ασχολήθηκε με το να μαζέψει πολλά ξερά κλαδιά και βρύα, τα οποία στοίβαξε στα κλαδιά του δέντρου που ήταν έξω από το νερό, φτιάχνοντας κάτι σαν πλατφόρμα. Στη συνέχεια, με το δόρυ έσκαψε γύρω από το σημείο που ο πεσμένος κορμός ακουμπούσε στην όχθη. Το νερό κάλυψε και εκείνο το σημείο και μ΄ ένα ρουφηχτό ήχο, ο κορμός γλίστρησε προς τη λίμνη. Τα λιγοστά υπάρχοντά του, τα όπλα του και το σπαθί, τα είχε ήδη ανεβάσει στην αυτοσχέδια πλατφόρμα στο κέντρο του κορμού. Ανέβηκε κι αυτός, προσεκτικά. Μ' ένα κοντάρι από κλαδί του ίδιου δέντρου, κατεύθυνε τον κορμό προς το μέσον της απόστασης από το νησάκι. Ήταν καλά εδώ. Έβγαλε από το δερμάτινο σακούλι του ένα φλασκί κι ένα τυλιγμένο πακέτο. Άνοιξε το φλασκί, το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του και άφησε το περιεχόμενό του, λάδι φάλαινας, να τον λούσει από την κορφή ως τα νύχια και να απλωθεί στα ξερά βρύα και κλαδιά. Το πακέτο περιείχε ένα στερεό μείγμα από ρετσίνι, πριονίδι και πίσσα. Με το μαχαίρι του το χώρισε σε κομματάκια τα οποία φύτεψε γύρω γύρω στη πλατφόρμα. Κατόπιν σηκώθηκε, ξετύλιξε το δέρμα που κάλυπτε το σπαθί, το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε κάμποσα λεπτά και το πέταξε στη λίμνη, στα βαθιά μαύρα νερά. Δυό σπίθες από τη τσακμακόπετρα στο σφυροπέλεκυ ήταν αρκετές. Φλόγες ξεπήδησαν σε λίγο και τύλιξαν αυτόν και τη πλατφόρμα. Καιγόταν χωρίς να βγάζει λέξη για λίγο, πριν καταρρεύσει κι αγκαλιάσει τα φλεγόμενα ξύλα. Η μοναδική κραυγή που έβγαλε, ήταν κάτι σαν

«Ίνγκκκρριιιιιιιιιντ...»

πριν η θέρμη της φωτιάς του κάψει τα πνευμόνια.

Πολλά χιλιόμετρα μακριά, ο μικρούλης Έρικ κλαψούρισε στον ύπνο του.
.......................................................................................................................................


E.S.A.-ESTEC, Noordwijk, Netherlands, 27 Ιανουαρίου 2056, ώρα 03:58

Η μεγάλη στιγμή επιτέλους είχε φτάσει. Είκοσι χρόνια έρευνας, πολιτικού παρασκηνίου, ανταγωνισμών και συνεργασιών, χρόνια στα οποία πάνω από εκατό δισεκατομμύρια ευρωμάρκα, γιουάν και νέα δολάρια απαιτήθηκαν από τη Ευρωπαϊκή Ένωση του Βορρά αλλά και τις συνεργαζόμενες χώρες όπως η Η.Π.Α. η Ισπανία, η Καταλονία, οι Β. Ιταλία, η Γαλλία, η Κίνα και η Βραζιλία. Η βολίδα βάρους περίπου 100 κιλών από κράμα καρβιδίων κοβαλτίου, τιτανίου και αλουμινίου, περιείχε το μηχανισμό που ονομαζόταν “Χρονομηχανή”, και είχε το όνομα “H. G. Wells 1” . Σε λίγο θα εκτοξεύονταν από έναν τροποποιημένο Ariane 13IIc στο διάστημα περίπου 1.000.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Γη όπου θα ενεργοποιούνταν η Χρονομηχανή που θα δίπλωνε όχι το Χώρο, αλλά το Χρόνο. Θα πήγαινε πίσω δώδεκα περίπου αιώνες και θα έκανε με μεγάλη ταχύτητα ένα πέρασμα από τη Γη σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων από την επιφάνεια, διαρκείας τριακοσίων δευτερολέπτων φωτογραφίζοντας με τις υψηλής ευκρίνειας και ταχύτητας φωτογραφικές μηχανές του το σύνολο της επιφάνειας του πλανήτη. Στη συνέχεια αφού ολοκλήρωνε τη περιστροφή γύρω από τον πλανήτη, θα επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης όπου θα ενεργοποιούνταν ξανά η Χρονομηχανή. Μετά, θα αδρανοποιούνταν και θα περίμενε να περισυλλέγει από το κινέζικο μεταγωγικό-ερευνητικό σκάφος βαθέως διαστήματος Μάο Τσε Τουνγκ IV. Η εκτόξευση έγινε με επιτυχία, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στις 05:00 τοπική ώρα και μεταδόθηκε ζωντανά από το biointernet2 σε όλον τον πλανήτη. Μια νέα εποχή ξεκινούσε για την ανθρωπότητα. Η βολίδα “H. G. Wells 1” έφτασε ακριβώς στο σημείο που έπρεπε, τη στιγμή που έπρεπε. Η μηχανή ενεργοποιήθηκε και καταγράφηκε από το Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά κι από πολλούς δορυφόρους, η λαμπερή στεφάνη της Χρονοδίνης που ρούφηξε τη βολίδα. Η επόμενη λαμπερή στεφάνη, που έπρεπε να εμφανιστεί ένα δευτερόλεπτο μετά και θα σηματοδοτούσε την επιτυχή επιστροφή της βολίδας, αλλά και το πρώτο επιτυχημένο ταξίδι στον Χρόνο, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Σε ποιο ακριβώς σημείο και με ποιον τρόπο χτύπησε η καταστροφή, μόνο εικασίες και υποθέσεις μπορούσαν να γίνουν.
.......................................................................................................................................

Σουηδία, Ουψάλα, 830 μ. Χ.

10.000 μέτρα από τον πλανήτη Γη, ώρα 06:37, 27 Ιανουαρίου 830 μ.Χ. μια μεταλλική βολίδα ερχόταν με 
ταχύτητα 90.000χλμ. την ώρα. Η διαστημική πέτρα φερίτη μεγέθους μπάλας του φούτμπολ, βρέθηκε στη τροχιά της με γωνία σύγκρουσης 97 μοιρών. Ίσα που την άγγιξε, όμως η πολύπλοκη και εύθραυστη μηχανή κυριολεκτικά διαλύθηκε σε άπειρα μικρά κομμάτια με μια εκτυφλωτική λάμψη, αλλάζοντας ταυτόχρονα την τροχιά της διαστημικής πέτρας και στέλνοντας την προς την ατμόσφαιρα του πλανήτη. Η λάμψη της σύγκρουσης έγινε ορατή στο βορειοδυτικό ημισφαίριο από όσους εκείνη την ώρα έτυχε να είναι ξύπνιοι και να κοιτάζουν προς τον ουρανό. Η φωτεινή καμπύλη γραμμή του καιόμενου μετεώρου κατέληξε κάπου στα περίχωρα της περιοχής της Ουψάλα.

....................................................................................................................................................

Λίμνη Stennässjön, Σουηδία, 27 Ιανουαρίου 2056, ώρα 12:14.

Ο φρα Άνσελμ Κάρλσον, ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά και δόκτωρ Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Λούντ, κατέγραφε τα πρόσφατα ευρήματα που η ανασκαφή είχε ανασύρει από τον βυθό της λίμνης. Κοπιώδης και μακρόχρονη έρευνα είχε αποφανθεί πως ταυτιζόταν με τη μυθική λίμνη των Βίκινγκς Αμσβαρτνίρ. Η μέχρι τώρα ανασκαφή είχε φέρει στο φως, κυρίως λατρευτικά παγανιστικά αγαλματίδια, από κόκκαλο, μπρούντζο και κάποια από χρυσό, έναν ανθρώπινο σκελετό με ίχνη φωτιάς στα οστά, μάλλον νεαρού άνδρα, πελέκεις, αρκετά σπαθιά, άλλα περίτεχνα, άλλα όχι, τα περισσότερα διαβρωμένα. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του φρα Άνσελμ ήταν το τελευταίο, το οποίο είχε ανασυρθεί σήμερα, μια ώρα μόλις πριν. Είχε μήκος περίπου ένα μέτρο και τριάντα πέντε εκατοστά, από το καλύτερο μέταλλο που είχε δει μέχρι τότε, χωρίς ίχνη διάβρωσης. Η λαβή μόνο εκεί που πρέπει να είχε δερμάτινη επένδυση είχε καταστραφεί. Ο μπρούτζινος φυλακτήρας, ελαφρά καμπυλωτός, κατέληγε σε δυο χρυσές δρακοκεφαλές, απλώς ήθελε ένα γυάλισμα. Απίστευτο πως διατηρήθηκε σε τόσο καλή κατάσταση. Μετά πρόσεξε το ένθετο τετράγωνο κάτω από τη λαβή, δεκαπέντε εκατοστά. Είχε τρία λατινικά γράμματα που έμοιαζαν με τα e, s, a κι ένα εραλδικό άγνωστο. Καταχώρησε και αρίθμησε το αντικείμενο με μια σημείωση, για περαιτέρω μελέτη αργότερα.


ΓΛΩΣΣΑΡΙ

1. * ποτάς, πυρίμαχο σκεύος όπου μέσα του λιώνουν μετάλλευμα στο καμίνι

2.Λίμνη Amsvartnir , σε αυτή τη λίμνη υπάρχει το νησί Lyngvi, στο οποίο εξορίστηκε ο γιγάντιος λύκος Fenrir.

3.Το faering είναι μια μικρή ανοιχτή βάρκα, που συχνά απαντάται στις κατασκευαστικές – ναυπηγικές παραδόσεις των δυτικών και βόρειων Σκανδιναβών.

4. Το drakkar είναι το κυρίως πλοίο που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς για εμπόριο, εξερεύνηση και πολεμικές επιχειρήσεις.

5. Κάρμινα Μπουράνα είναι ο τίτλος μιας χειρόγραφης συλλογής πάνω από 1000 ποιημάτων και τραγουδιών που γράφτηκαν στις αρχές του 13ου αιώνα. Η αυθεντική συλλογή βρίσκεται σήμερα στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Βαυαρίας στο Μόναχο.

6. Λογότυπο Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος ( e.s.a.




Γενάρης 2017 
Μανόλης Κωνσταντάκης ©