17/10/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 17.10.20


Το Μοναστηράκι πάντα έχει κόσμο, Ιούνη μήνα όμως μεσημέρι στις 12:34 ήταν γεμάτο τουρίστες, ακόμα και μέσα στην Ελλάδα της κρίσης του 2014.

Είχα κατέβει βόλτα, όπως από πολλά χρόνια μου άρεσε να κάνω κάποιες φορές που με το χρόνο αραίωναν και πιο πολύ. Παρά τα χρόνια μου αισθάνομαι παιδί στα δρομάκια του. Πέρα από το πόσο φαίνεσαι, η ηλικία είναι συνάρτηση και του πόσο αισθάνεσαι πως είσαι. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα αισθανόμουνα όχι πάνω από 20 αν και έδειχνα λίγο πάνω από 40 κάτι, όπως με πληροφόρησε ο καθρέφτης στο ασανσέρ που μου αντιγύρισε το στραβό χαμόγελό μου. Δε θα με έλεγες σε καμιά περίπτωση μια ανώνυμη φιγούρα μέσα στο πλήθος, τους ανθρώπους ή τους τράβαγα κοντά μου ή κρατούσαν απόσταση από μένα. Δεν ήταν θέμα εμφάνισης αλλά ένα «κάτι» άυλο που με περιτριγύριζε.
Όμως εγώ ΗΞΕΡΑ…

Είχα ξυπνήσει ευδιάθετος, δεν είχα δει τους συνηθισμένους εφιάλτες , συντρόφους πιστούς του ύπνου μου τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πονούσα και επιπλέον είχα μετά από καιρό όρεξη για βόλτα και πράγμα σπάνιο τώρα πια, να βρεθώ ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Σήμερα θα άφηνα τη Μοναξιά σπίτι παρέα με την Ανάμνηση.
Ξεκίνησα από Θησείο κι ανηφόρισα προς Μοναστηράκι, με το αργό κι ανέμελο βήμα του ανθρώπου που έχει όση ώρα θέλει για σκότωμα.
Σα χώρος η περιοχή αυτή , όπως και η Πλάκα, έχει κάτι μαγικό, μυστηριακό που σε μαγεύει, με τα στενά δρομάκια, τα μικρομάγαζα με τις πραμάτειες απλωμένες χύμα στο δρόμο. Πάντα τέτοια εποχή γεμάτο ανθρώπους, θόρυβο και μυρωδιές μια μικρογραφία ανατολίτικου παζαριού όπου μ’ αρέσει να μπερδεύομαι και να χάνομαι σ’ αυτό το χαρούμενο και ανέμελο πλήθος, ρουφώντας λίγο από δω, περισσότερο από κει νιάτα, ζωντάνια, χαρά , όλα αυτά που με τη πάροδο των χρόνων ξεθωριάζουν και πάνε στο κόσμο των σκιών.
Τότε με είδε…

Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα να την αναγνωρίσω, ήταν η Núria… 
Ήταν ΕΚΕΙΝΗ…

Η έκπληξη, στα όρια του τρόμου, ανάκατη με αβεβαιότητα (και κάτι άλλο), είχε γίνει το κύριο στοιχείο στα γκριζοπράσινα μάτια της. Άρχισε να τρέμει και δυο δάκρυα λαμπύρισαν στις άκρες των ματιών της. Εγώ είχα μείνει ακίνητος, σιωπηλός, περιμένοντας. Εκείνη, άρχισε να τρέμει και να παίρνει γρήγορες κοφτές ανάσες, για μια στιγμή φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσε. Το ίδιο φοβήθηκε και η κοπελιά που ήταν μαζί της γιατί έβαλε το ένα χέρι της γύρω από τους λεπτούς της ώμους να τη συγκρατήσει. Εκείνη της έκανε νόημα αρνητικά κουνώντας το κεφάλι αριστερά δεξιά δυο τρεις φορές.
Κόσμος που προσπερνώντας μας στέκονταν, μας κοιτούσε και συνέχιζε. Κόσμος που άρχισε να σβήνει γύρω μας.
Όταν επιτέλους κατάφερε να μιλήσει είπε με σιγανή τρεμάμενη φωνή:
«Déu meu! Impossible de ser tu!...»
( Ο διάλογος που ακολούθησε έγινε στα αγγλικά, αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω τα κύρια σημεία στα ελληνικά για την ευκολία της αφήγησης)

«Είσαι εσύ; Πως είναι δυνατόν… μετά από τόσα χρόνια, δε μπορεί, κι όμως του μοιάζεις τόσο πολύ…»

-Σε ποιόν κυρία μου, μήπως κάνετε λάθος;

« Όχιιι μέχρι κι η φωνή, δε θα μπορούσα να ξεχάσω τη φωνή σου κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. ΕΙΝΑΙ η φωνή ΣΟΥ!»

-Δεν ξέρω ποιος νομίζετε πως είμαι κυρία μου, αλλά εγώ δεν σας γνωρίζω (είπα το ψέμα νιώθοντας ένα σφίξιμο στη καρδιά ανάκατο με ντροπή και συμπόνια ) μάλλον με νομίζετε με κάποιον άλλον. Λυπάμαι αν σας αναστάτωσα άθελά μου. Και τώρα παρακαλώ επιτρέψτε μου , έχω ένα σημαντικό ραντεβού και έχω καθυστερήσει…
Τα είπα αυτά με όλη τη ψυχραιμία και την ευγένεια που μπόρεσα να επιστρατεύσω και αφού χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο, προσπέρασα αφήνοντάς τη με τη φίλη της και χάθηκα στο πολύχρωμο πλήθος.
Γύρισα και την είδα για λίγες στιγμές πριν τη ρουφήξει το μελίσσι του κόσμου, ξέροντας πως δεν θα μπορέσει να υπάρξει άλλη φορά.
Άσπρο ψάθινο πλατύγυρο καπέλο, άσπρο πουκάμισο και μπεζ εκδρομική φούστα, αθλητικά άνετα παπούτσια. Περασμένα χιαστί από τους γέρικους κυρτωμένους αδύνατους ώμους ένα εκδρομικό τσαντάκι κι ένα ισοθερμικό δοχείο νερού. Κυματιστά πάλλευκα μαλλιά καρέ , σώμα λεπτό καμπουριασμένο από τα χρόνια, χέρια και πόδια αδύνατα σα ξυλάκια.
Κάποτε ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι με γκριζοπράσινα μάτια και καστανόξανθα κυματιστά μαλλιά. Κορμί από αυτά που παρακαλάς να λατρέψεις και φωνή που τραγούδαγε στ’ αυτιά…
Κάποτε ήμουνα ένας τύπος μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος με συνηθισμένο πρόσωπο και κοντά μαλλιά γύρω στα 40κάτι…
Τώρα είμαι το ίδιο μόνο που έχω αφήσει να μακρύνουν πολύ τα μαλλιά μου και έχω γένια. ( Δεν ξεπέρασα ποτέ την εποχή του τέλους της δεκαετίας του ΄60. Είχα περάσει καταπληκτικά εκείνα τα χρόνια…
Η Núria…
Ήταν η δεύτερη φορά που αποχαιρετούσα τη Núria …
Και τις δυο φορές χωρίσαμε με πόνο, κάτω από τη στυγνή αναγκαιότητα καταστάσεων που δεν ελέγχαμε.
Αυτό που θα μου μείνει όμως χαραγμένο στη βασανισμένη μου ψυχή, είναι οι δυο σταγόνες δάκρυα που λαμπύρισαν στα κάποτε πανέμορφα, τώρα θολά γκριζοπράσινα μάτια της,πριν αμοληθούν ασυγκράτητα ποτάμια να χαθούν στα φαράγγια των ρυτίδων του γέρικου προσώπου της….
Πρώτη φορά αποχαιρέτησα τη Núria στη Βαρκελώνη.

Ήταν Γενάρης του 1939.

Εκείνη 19, εγώ 40 και κάτι…


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper 



0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου