Ό,τι φοβόμουν,
κάθε στοιχειό και φάντασμα,
το κερνούσα 
ένα ποτήρι ατόφια λύσσα
καυτό απόσταγμα οργής 
με χολή ανάκατο
μέχρι που στέρεψα.
Τότε έφυγαν μακριά
Απόμεινα με τη γαλήνη 
Ασπρόμαυρος να ξεθωριάζω
να γίνομαι σκιά ή ψίθυρος
Ανάλογα σε ποιόν μπροστά με φέρνει ο άνεμος
Με σκορπάει από δω κι από κει
Λιγοστεύω, 
φθίνω
Μοιράζομαι στο Χρόνο
θραύσματα γκρίζα και πύρινα
Ό,τι φοβόμουν,
κάθε στοιχειό και φάντασμα
Το ξέρω
πως είμαι εγώ πια.


Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper