Συνέβη τότε που βιαζόταν η Άνοιξη χορό να στήσει και να σκορπίσει λούλουδα κι αρώματα, όσα κρυμμένα φύλαγε να τα χαρίσει στα τυφλά. Λησμονώντας τις ατέλειωτες νύχτες παγερής σιωπής και αιχμηρών κρυστάλλινων δακρύων που την τραυμάτιζαν δέσμια. Αγνοώντας κραυγές και ικεσίες. Την ατέλειωτη πολική νύχτα μετρώντας παγωμένα βήματα έξω από την βαριά πόρτα, προσμένοντας την ώρα, χτύπο το χτύπο της καρδιάς, μα πια δεν αργεί πολύ να λευτερωθεί, το ξέρει.Το κάστρο του Χειμώνα λιώνει και γίνεται δροσερά ρυάκια στων μαλλιών της τους βοστρύχους, χρώματα πλουμιστά στο φόρεμα της το αέρινο, όπου μπουμπούκια φουσκώνουν τώρα έτοιμα να σκάσουν και να το στολίσουν. Να έρθει η τραγουδά και να χορεύει με Έρωτες και Νύμφες σε σκιερά ξέφωτα δασών απάτητων, όργιο δοξαστικό, ή σε λιβάδια νιοστρωμένα με αγριολούλουδα και χλόη, όπου τα Ξωτικά συνάζονται σε κύκλο και οι μάγισσες δρέπουν με καρπούς την Τέχνη την Αρχαία να ασκήσουν περήφανα και μυστικά.
Συνέβη σε ένα από τα βαθύσκιωτα, υγρά μυρωμένα , απάτητα από τους πολλούς, ξέφωτα του δάσους, πλουμισμένο με χιόνι, ξεφτίδια του Χειμώνα που έλιωναν.
Ξύπνησε, ή μάλλον καλύτερα συνήλθε. Κοίταξε ένα γύρω με βλέμμα θολό, προσπαθώντας να θυμηθεί. Είχε ένα βαθύ κόψιμο ακριβώς πάνω από το δεξί μάτι, το πρόσωπο και τα γένια του κολλούσαν από το αίμα. . Ζαλιζόταν, ο πόνος τον χτύπησε ξαφνικά σαν κύμα. Τι συνέβη; Δεν θυμόταν τίποτα, αμυδρές εικόνες της συμπλοκής μόνο. Κοίταξε τριγύρω. Άδειο το μουσκέτο κι οι δυό πιστόλες, σπασμένο το σπαθί, βρεγμένο το μπαρούτι. Έβγαινε αχνιστό το αίμα από τη πληγή στο πόδι ψηλά. Σηκώθηκε με κόπο, στηριζόμενος στο ψηλόλιγνο τουφέκι, ωσάν να κρατούσε ραβδί. Στο άλλο χέρι το τόμαχοκ, το σκαλιστό τσεκούρι του. Είχε πέσει ανάμεσα σε κάτι βράχια.
Τα κουφάρια των τριών νεκρών Κρή θα τραβούσαν σίγουρα τους λύκους. Όχι μόνο τους λύκους, αλλά και άλλους Κρη που πιθανώς έψαχναν τους συντρόφους τους. Έπρεπε να τους ξεφορτωθεί και να καλύψει όσο μπορούσε τα ίχνη. Τότε είδε το βάραθρο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σημείο που βρισκόταν. Πήγε κατά κει. Μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα πέρναγε το ορμητικό ασημόγκριζο φίδι ενός μικρού ποταμού, που πεισματικά αρνιόταν να παγώσει στην ανάσα του χειμώνα. Φύσαγε εδώ και ώρα ένας ξερός βορειοανατολικός άνεμος που πάγωνε την εκπνοή στις ανάσες του. Εκεί κάτω θα τους έριχνε, το ρεύμα θα τους πήγαινε μακριά σίγουρα. Με σερνάμενο βήμα πλησίασε τα πτώματα. Ένα ένα, τα τράβηξε και τα έριξε κάτω. Πήρε κάμποση ώρα αυτό. Δεν τους πήρε τα σκαλπ. Ποτέ δεν το έκανε, δεν ήθελε τέτοια τρόπαια. Είχε λαχανιάσει. Ο αέρας κόπασε, μέχρι που σταμάτησε τελείως. Άρχισε να χιονίζει, χοντρές στροβιλιστές νιφάδες. Τα χέρια και τα πόδια του δεν τα ένιωθε πια.
Ξεκίνησε να βαδίζει με κόπο κουτσαίνοντας, ανηφορικά προς τα πάνω, προς το διάσελο που είχε δει από μακριά το πρωί. Δεν ξέρει πόση ώρα θα άντεχε. Το φως γύρω μειωνόταν, έτσι του φάνηκε. Νύχτωνε μάλλον σε λίγο. Από μακριά άκουσε σαν σε όνειρο τα πρώτα ουρλιαχτά. Λύκοι άραγε ή οι ινδιάνοι που έψαχναν τους τρεις δικούς τους; Συνέχισε να περπατάει, του φαινόταν ότι περπατούσε για μέρες, όχι για λεπτά. Πέρασε τη κορφή και κατέρρευσε. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις του.
Κάθισε με τη πλάτη να ακουμπάει σε ένα πεσμένο κορμό ελάτου, χτυπημένο από κάποιο κεραυνό παλιότερα. Τότε είδε λίγο χαμηλότερα τη μικρή περίκλειστη από δέντρα κοιλάδα με το μικρό ρυάκι και τη λιμνούλα. Λίγο πέρα από την λίμνη ήταν μία καλύβα από χοντρούς κορμούς δέντρων. Από την πέτρινη καμινάδα της έβγαινε καπνός. Φώναξε με όση δύναμη του απέμενε βοήθεια και κατέρρευσε.
Ένιωσε το απαλό γυναικείο χέρι να ακουμπάει το μέτωπο του. Ένιωσε να τον σέρνει με κόπο η γυναίκα στη χιονισμένη πλαγιά. Να τον βάζει μέσα στη γλυκιά θαλπωρή της ζεστής καλύβας. Να περιποιείται τις πληγές του. Να τον σκεπάζει με καθαρά μυρωδάτα σκεπάσματα.
Την άκουσε να τον ρωτάει: «Πώς σε λένε;»
-« Tid … Tid Tripper…Πού βρίσκομαι, ποια είσαι; Ποιο είναι το όνομα σου; » Άνοιξε με κόπο τα μάτια και την είδε. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε αντικρύσει ποτέ του. Μαγεύτηκε. Πόσο όμορφη ήταν! Ξέχασε τους πόνους, ξέχασε τα πάντα.
« Εμένα με λένε….
Ένιωσε να βυθίζεται, έχασε τον κόσμο. Σκοτάδι, σιωπή….
Το ξυπνητήρι χτύπησε όπως κάθε πρωί στις 07:10. Έπρεπε να σηκωθεί για δουλειά. Κατά περίεργο τρόπο, σήμερα δεν βλαστήμησε. Ένιωσε πάλι εκείνον τον ανεξήγητο πόνο πάνω από το δεξί του μάτι και στο πόδι ψηλά, όπως κάθε πρωί τα τελευταία 25 με 30 χρόνια.
Tid Tripper (Μ.Κ.)

0 Σχόλια