Καθόταν μόνος του λίγο μακρύτερα από τον κήπο.
Οι άλλοι μαθητές μοχθούσαν σκάβοντας και δουλεύοντας εκεί.
Προσπαθούσε εδώ και ώρα να κινήσει μία μικρή πέτρα κάνοντας διαλογισμό. 

« Γιατί δεν είσαι στον κήπο με τους υπόλοιπους μαθητές; » άκουσε από πάνω του τη φωνή του Δασκάλου. Είχε έρθει χωρίς να τον αντιληφθεί. 

-« Είχα έμπνευση σήμερα Δάσκαλε, θέλω να αναπτύξω το πνεύμα μου. Προσπαθώ να μετακινήσω αυτή τη μικρή πέτρα με τη δύναμη της θέλησης μου » απάντησε ο μαθητής.

« Σε τί θα ωφελήσει αυτό στο κοινό τραπέζι; Σε τί θα ωφελήσει τους συντρόφους σου το να μετακινήσεις την πέτρα; »

Ο μαθητής δεν είχε να δώσει απάντηση και προτίμησε να σιωπήσει.

« Είναι προτιμότερο για την ώρα, να βοηθήσεις τους άλλους στην καλλιέργεια και την συγκομιδή στον κήπο » συνέχισε ο Δάσκαλος.

«Και η εξύψωση του πνεύματος ΜΟΥ Δάσκαλε; »

-« Και πάλι σε ρωτώ, πώς θα βοηθηθούν οι σύντροφοι σου μετακινώντας τη πέτρα με τη θέληση ΣΟΥ;»

Πάλι ο μαθητής δεν είχε απάντηση. 
Ωστόσο τόλμησε να ρωτήσει τον Δάσκαλο εάν εκείνος μπορούσε να μετακινήσει την πέτρα με τη θέληση του.
Ο Δάσκαλος έσκυψε, πήρε την πέτρα και την πέταξε μακριά.

-« Γυρισε τώρα στον κήπο, οι σύντροφοι σου κουράστηκαν όσο εσύ προσπαθούσες να κινήσεις την πέτρα. Η πέτρα έφυγε. Πήγαινε και σε ακολουθώ. »

Ο μαθητής γύρισε στον κήπο και δούλεψε σκληρά. 
Κάποια στιγμή ρώτησε έναν από τους βοηθούς του Δασκάλου εάν τον είδε να έρχεται πίσω του. 
Ο βοηθός του απάντησε πως ο Δάσκαλος βρισκόταν από εχτές το βράδυ μέσα στην κεντρική αίθουσα με άλλους Δασκάλους επισκέπτες και έκαναν διαλογισμό. 
Δεν είχε βγει καθόλου όλες αυτές τις ώρες.
Ο μαθητής έστρεψε το βλέμμα του προς την κεντρική αίθουσα. 
Εκείνη τη στιγμή οι Δάσκαλοι έβγαιναν από μέσα.
Τελευταίος, ο Δάσκαλος του.


Μανόλης Κωνσταντάκης