μάταια να γυρεύω
γνώριμο σχήμα να φανεί,
πέρα απ του ορίζοντα τη ζάλη,
στο φως που χρώματα αλλάζει
σαν από θαμπωμένο κιάλι
που ξεγελά και σε τρομάζει.
Στο πρώτο φως κάποιο πρωί
θα ξεπροβάλλει
σαν το θαλάσσιο στοιχειό,
παλιό σκαρί
σαν το θαλάσσιο στοιχειό,
παλιό σκαρί
από μαύρο έλατο και πεύκο,
γκρίζο, με πινελιές γαλάζιου όλο,
απ την αντένα ως τα ίσαλα
γκρίζο, με πινελιές γαλάζιου όλο,
απ την αντένα ως τα ίσαλα
κι από το πρόβολο
ως της πρύμνης το φανάρι.
Θα μαζευτούν με τάξη τα πανιά
Θα μαζευτούν με τάξη τα πανιά
στα σβέλτα
και άγκυρα θα ρίξει σιωπηλά.
Το τσούρμο στις μάσκες μαζεμένο
έχει το βλέμμα στη στεριά.
Ο καπετάνιος τότε θα μου γνέψει
κι όπως θα στέκω
και άγκυρα θα ρίξει σιωπηλά.
Το τσούρμο στις μάσκες μαζεμένο
έχει το βλέμμα στη στεριά.
Ο καπετάνιος τότε θα μου γνέψει
κι όπως θα στέκω
με τα πόδια μου στην άμμο καρφωμένα,
το κάθε κύμα να βυθίζει
το κάθε κύμα να βυθίζει
κι από λίγο πιο βαθιά,
θα πω το ναι,
μα θα `ν` τα χείλη σφραγισμένα,
στη θάλασσα θα πέσω κολυμπώντας
κι από την άγκυρα, κρίκο το κρίκο,
θα πω το ναι,
μα θα `ν` τα χείλη σφραγισμένα,
στη θάλασσα θα πέσω κολυμπώντας
κι από την άγκυρα, κρίκο το κρίκο,
στη μάσκα φτάνοντας,
θα μ΄ ανεβάσουν χέρια
θα μ΄ ανεβάσουν χέρια
ροζιασμένα και σκληρά
πα` στη κουβέρτα,
πα` στη κουβέρτα,
τη θέση που με πρόσμενε,
να πάρω.
Κι όταν γινούν τα πρέποντα
Κι όταν γινούν τα πρέποντα
και βγούμε στ ανοιχτά,
πορεία αχάραγη θα πάρουμε
πορεία αχάραγη θα πάρουμε
για την ακτή
που χρόνια τώρα όρκο δώσαμε
που χρόνια τώρα όρκο δώσαμε
να μαζευτούμε κάποτε όλοι
εκεί.
Αυτοί που έμειναν για πάντα
κι εμείς που φύγαμε, τότε,
παλιά
Αυτοί που έμειναν για πάντα
κι εμείς που φύγαμε, τότε,
παλιά
σαν ήμασταν ακόμα νέοι.
Είναι μεγάλο το ταξίδι
Είναι μεγάλο το ταξίδι
σε αφύσικα ήρεμα νερά,
φουσκώνουν τα πανιά,
μα μέρες τώρα δε φυσάει
και το καράβι προχωρά.
Κάποτε θα ρθει η φωνή
φουσκώνουν τα πανιά,
μα μέρες τώρα δε φυσάει
και το καράβι προχωρά.
Κάποτε θα ρθει η φωνή
ψηλά απ το κατάρτι:
"η Ακτή μπροστά!"
Όλο το τσούρμο στο κατάστρωμα
"η Ακτή μπροστά!"
Όλο το τσούρμο στο κατάστρωμα
σα μαγεμένο θα κοιτάει
παρατημένα πια τα ξάρτια,
παρατημένα πια τα ξάρτια,
αφημένα τα πανιά.
Τα αφρισμένα κύματα
Τα αφρισμένα κύματα
ακονίζουνε τους βράχους
ακούραστη επιμελής μανία
κι αυτοί
κι αυτοί
σαν δόντια λιμασμένου δράκοντα,
φτύνουν τους άσπρους τους αφρούς ψηλά.
Η πλώρη κατά κει ταχύτατα τραβάει,
πίσω απ τα βράχια τώρα φαίνεται
της Ακτής η αμμουδιά.
Τί είν αυτά που κείτονται
φτύνουν τους άσπρους τους αφρούς ψηλά.
Η πλώρη κατά κει ταχύτατα τραβάει,
πίσω απ τα βράχια τώρα φαίνεται
της Ακτής η αμμουδιά.
Τί είν αυτά που κείτονται
στην άμμο διάσπαρτα και ξασπρισμένα;
Δεν είναι βότσαλα,
Δεν είναι βότσαλα,
μα ανθρώπινα οστά,
κάποια,
κάποια,
με τα κουρέλια τους ακόμα.
Από το τσούρμο
Από το τσούρμο
κάθε λίγο υψώνεται ένα χέρι,
θλιμμένα χαιρετάει κατά κει,
σα να δε φίλο γνώριμο
θλιμμένα χαιρετάει κατά κει,
σα να δε φίλο γνώριμο
που χρόνια περιμένει.
Κανείς δεν λέει μιά κουβέντα.
Μα τώρα που το σκέφτομαι
όλο το ταξίδι έγινε σιωπηλά.
Τώρα η πλώρη θα φιλήσει
Κανείς δεν λέει μιά κουβέντα.
Μα τώρα που το σκέφτομαι
όλο το ταξίδι έγινε σιωπηλά.
Τώρα η πλώρη θα φιλήσει
του δράκοντα το στόμα
τα μυτερά τα βράχια
τα μυτερά τα βράχια
θα ξεσκίσουν το σκαρί,
το χέρι μου κι εγώ σηκώνω,
δεν με νοιάζει,
τη μπρούτζινη τη σπάθα μου κρατώ
το χέρι μου κι εγώ σηκώνω,
δεν με νοιάζει,
τη μπρούτζινη τη σπάθα μου κρατώ
στ αριστερό μου χέρι
κι ήταν μπηγμένο στο πλευρό
κι ήταν μπηγμένο στο πλευρό
κυρτό δαμασκηνό μαχαίρι,
σαν είδα
σαν είδα
τα ξασπρισμένα κόκαλα μου
να με προσμένουν στην Ακτή.
Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper
να με προσμένουν στην Ακτή.
0 Kommentare:
Δημοσίευση σχολίου