19/9/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 19.9.20


Ήταν κάποτε ένα ξίφος
Φτιαγμένο με θανάτου μαεστρία
Και με γητειές και ξόρκια δυνατά.
Ατσάλι σκληρό αγκάλιαζε
Ατσάλι γκρι περίκλειστο
Η κόψη του έκοβε χρόνο, ζωή και φως
Πόσο το πόθησε ο νιός!
Σαν το απόχτησε όρκο του έδωσε
Ποτέ απ το χέρι του μη λείψει
Πήρε ζωές, λαβώθηκε
Μα η λάμψη της λάμας
Σε νέες μάχες οδηγούσε.

Σε πόλη άγνωστη σαν βρέθηκε
Μιά νιά πεντάμορφη τον είδε
Μ έρωτα τον ενίκησε
Και το σπαθί του πήρε.

Ο Χάρος την εζήλεψε
Τον κάλεσε σε μάχη
Κι ο νιός δεν την αρνήθηκε
Ας μείνει η νιά μονάχη.

Φτάνει η ώρα να συρθούν τα ξίφη απ τα θηκάρια
Κι οι έρωτες να γίνουνε αιμάτινα θυμητάρια.

Μόλις σταυρώσουνε τα ξίφη
σ έρημη πόλη σιωπηλή
στους δρόμους σέρνονται οι θρήνοι
όσων δεν περπατούνε πια σ´ αυτή τη γη.
Ο μεθυσμένος θα ουρλιάζει
και τα σκουπίδια θα κλωτσά
η θλίψη του αχ!
πόσο στη δική του μοιάζει
και πόσο στη δική της μοναξιά.

Θα κοκκινήσει τότε το φεγγάρι
και μαύρος καβαλάρης θα φανεί
θα προχωρήσει μ' υψωμένο το σπαθί του
και θα 'ρθει εμπρός του να σταθεί.

(Σαν σε ρωτήσει, ν´ απαντήσεις.
Πρόσεχε μόνο τι Θα πεις.)

-Πόσοι διάττοντες αστέρες
σου χαρακώσαν τη ματιά;
-Όσα τα λόγια που γίναν σφαίρες
και μου τρυπήσαν τη καρδιά.

Σιωπηλός θα ξεπεζέψει
Το ξίφος απ τη θήκη θα συρθεί
Ήχο στριγκό να σ´ αγριέψει
Πριν καταπάνω του χυθεί.
Θα κλέψει χρώματ` απ τη δύση
και θα του βάψει τα μαλλιά
να μη σκιαχτεί σαν τον χτυπήσει
του σπαθιού του η λάμα στη καρδιά.
Αργά να γείρει,
με τη χάρη που αρμόζει
σε μεγαλόπρεπη θανή
το τέλος να μη τον τρομάζει
ήρθε η δική του η στιγμή.
Δεν κράτησε η πανοπλία
Θαμπή, λερή, βαριά πολύ
Άβολη, σαν την αλήθεια
Δεν την αντέχουνε πολλοί.

Και μιά και λέω για αλήθεια
Άσ πω και τούτη τη στερνή

Το ξίφος όποιος το φοράει
ξέρει πως είναι δανεικό
στοιχειό που αίμα αναζητάει
αδιάφορο ποιού θα ν` αυτό.

---------------------------------------------------------
Ξύπνησες τότε τρομαγμένη

«Είμαστε ήδη φαντάσματα που αιχμαλώτισε το φως. Ξεθωριάζουμε, θαμπώνει η μορφή μας. Κοιτάμε τις παλιές φωτογραφίες. Και...»

-«Εγώ είμαι αυτός;»

«Όχι πια. Σε άλλο χρόνο υπάρχεις.»

-«Χάνεται η στιγμή
Ένα μακρύ κομπολόι στιγμές
Το ξεκουκίζεις, τακ, τακ...
Μέχρι να μην ακούς τον ήχο.
Να μη σε νοιάζει.
Δεν έχει χρώματα το φως.
Λένε...»

«Κι αν έχει;»

-«Ας έχει αν σ´ αρέσει. Μόνο τη λάμψη του σπαθιού μου τώρα βλέπω. Ας είν‘ η εικόνα του η στερνή.»


Μανόλης Κωνσταντάκης

0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου