Ξεφύσηξε σιωπηλός το καπνό του σχεδόν τελειωμένου τσιγάρου του ίσα πάνω στο θαμπό και ραγισμένο χοντρό κρύσταλλο του φεγγίτη. Ένα τετραγωνάκι κιτρινόγκριζο, τριάμισι μέτρα ψηλότερα. Εκεί από όπου έμπαινε ό,τι είχε απομείνει από φως. Ο αέρας ήταν βαρύς από τα άπλυτα κορμιά και τα λερά ρούχα που είχαν μονοφόρι τις τελευταίες εβδομάδες.
Αέρα «καθαρό» θα είχαν όσο δούλευαν τα φωτοβολταϊκά, τα φίλτρα κι οι γεννήτριες του κτηρίου. Ναι όσο απίστευτο και αν ήταν ακόμα δούλευαν.
Μετά;
Μετά κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν ρώταγε. Δυό τζούρες ακόμα ξερό μπαγιάτικο καπνό. Τσιγάρα είχαν μπόλικα. Από τα αυτόματα μηχανήματα στο ισόγειο, όποτε τολμούσε αυτός που θα έχανε στο κλήρο να ανέβει. Έτσι κι αλλιώς μόνο αυτός και ο πιτσιρικάς από το Computer Room, ο Σταθάκης, κάπνιζαν. Οι άλλοι τρεις όχι. Με το πιτσιρικά τα πήγαιναν σχεδόν καλά. Με τους υπόλοιπους η κατάσταση ήταν αυτή που όριζε το κοντόκαννο δωδεκάρι κυνηγετικό και το πυροσβεστικό τσεκούρι που σχεδόν δεν άφηνε από το χέρι του ακόμα και στον υποτυπώδη ανήσυχο ύπνο του. Μόνο τη κοπέλα ήξερε, σύχναζαν στο ίδιο καφέ που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το μεγάλο κτήριο όπου στεγάζονταν ένα σωρό εταιρείες και γραφεία. Μια άχρωμη ξερακιανή παρουσία, δεν είχε πει πολλά από τη πρώτη μέρα, πως θα μπορούσε άλλωστε το χτύπημα στο κεφάλι της είχε αφήσει μια βαθιά κακοκλεισμένη πληγή κι αφόρητους συνεχείς πονοκεφάλους. Οι άλλοι δύο ήταν άγνωστοι πριν τον αναγκαστικό εκούσιο εγκλεισμό όλων τους εκεί. Ήταν όπως κι ο Σταθάκης υπάλληλοι της βάρδιας στο Computer Room της εταιρείας, ο Νικολούδης κι ο Νάσος ο Τσίφτσας.
«δεν ξέρω, δεν ξέρω ακόμα…» μονολόγησε σιγανά.
Οι υπόλοιποι δεν έδωσαν σημασία, ήταν μία φράση που συχνά επαναλάμβανε τις τελευταίες μέρες.
Από την αρχή παρτάκηδες και μαλάκες που συνεχώς γκρίνιαζαν, όχι ιδιαίτερα συμπαθείς ή αξιόπιστοι. Ήταν όμως οι μόνοι που βρήκαν εκεί όταν κατάφεραν να συρθούν μέχρι το υπόγειο. Δηλαδή αυτοί είχαν απομείνει από τους αρχικούς πέντε της βάρδιας. Αυτός προσπαθούσε να κρατάει τις αποστάσεις του, περιορίζοντας την επικοινωνία μόνο στο αναγκαίο. Οι άλλοι συνήθως ασχολούνταν με τα δικά τους όσο δεν τσακώνονταν, κάτι που συνέβαινε όλη σχεδόν την ώρα. Κάπως έπρεπε να εκτονώσουν τις τόσες ώρες εκούσιου εγκλεισμού, της πείνας και της δίψας. Κάπως έπρεπε να ξεφύγουν από το δάγκωμα του τρόμου που προκάλεσε το Τέλος.
Ο ίδιος δεν είχε ξαναμπεί ποτέ μέχρι εκείνη την ώρα σε εκείνο το μέρος, ας πέρναγε καθημερινά απέξω. Τον απωθούσαν τέτοιοι χώροι. Όμως όταν άκουσε τη Βοή και είδε τον ουρανό να αλλάζει σε ένα κίτρινο ορμητικό σύννεφο εκείνο το μεσημέρι, σχεδόν τρεις εβδομάδες πριν (ναι τόσο πρέπει να ήταν).
Θεώρησε φυσικό το να ορμήσει μέσα στο λόμπυ του πρώτου κτηρίου που βρέθηκε μπροστά του. Δεν τον σταμάτησε κανείς εκείνα τα είκοσι πέντε με τριάντα δευτερόλεπτα. Τόσο πρέπει να κράτησε το Κακό. Το τελευταίο που θυμάται ήταν μέσα στο πανικόβλητο ενστικτώδες τρέξιμο του, το δεξί του πόδι να σκοντάφτει και να πέφτει με τα μούτρα προς το γκισέ της ρεσεψιόν του κτηρίου. Πρέπει να χτύπησε στο κεφάλι γερά και λιποθύμησε για αρκετή ώρα κι αυτός. Για το χτύπημα είχε μάρτυρα το καρούμπαλο μεγέθους μπλε αυγού πάνω από το δεξί του φρύδι. Παρόμοια χτυπήματα στο κεφάλι είχαν όλοι τους και οι πέντε, προφανώς από τον βίαιο μικρό σεισμό που ακολούθησε και την πτώση αντικειμένων ή από γλιστρήματα. Ήταν το μόνο κοινό τους σημείο εκτός του γεγονότος πως επέζησαν και διατηρούσαν σχεδόν τα λογικά τους. Εκείνη την πρώτη μέρα τη φέρνει στο μυαλό του συχνά είτε ξύπνιος είτε τον επισκέπτεται εκείνη στους εφιάλτες του.
Όταν συνήλθε επικρατούσε το χάος γύρω του. Τόσο μέσα στο ισόγειο του κτηρίου όσο και έξω στο δρόμο όσο μπορούσε να δει, τα πάντα και οι πάντες ήταν ρημαγμένα. Τον συνέφερε από τη λιποθυμία ένα ουρλιαχτό και ένας μακρόσυρτος λυγμός. Όταν άνοιξε τα μάτια το πρώτο που αντίκρισε ήταν μια γυναίκα τρία μέτρα αριστερά του σε έξαλλη κατάσταση, γονατισμένη να έχει χώσει τους αντίχειρες της στα μάτια της και ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα δάχτυλα να προσπαθεί να ξεριζώσει τα μαλλιά της, το πρόσωπο της μια αιμάτινη μάσκα, το κορμί της να τραντάζεται μπρος πίσω με μανία ρυθμικά σε κάθε ουρλιαχτό σε κάθε λυγμό. Πιο πέρα δύο αλλόφρονες άντρες συμπλέκονταν με άναρθρες κραυγές, φτύνοντας σάλια δαγκώνοντας και χτυπώντας στη τύχη. Παρόμοια περιστατικά διαδραματίζονταν σε όλο το χώρο του ισογείου, μέχρι εκεί που μπορούσε να δει. Το πρώτο που έκανε ήταν να μην τραβήξει την προσοχή. Σύρθηκε αργά μέχρι την σπασμένη τζαμαρία. Έξω στο δρόμο γινόταν σφαγή. Άνθρωποι εναντίον ανθρώπων άνθρωποι εναντίον του εαυτού τους σε εναλλασσόμενους ρόλους. Έκανε το ψόφιο ένα κορμί τσακισμένο ανάμεσα στα άλλα. Περίμενε το σκοτάδι για να ξεγλιστρήσει με χίλιες προφυλάξεις μέχρι έξω. Το μένος από όσα κορμιά στέκονταν ακόμα όρθια ή περιφέρονταν άσκοπα από τυχαία σε τυχαία συμπλοκή δεν είχε καταλαγιάσει, μόνο η φυσική κόπωση των σωμάτων από την ανεξήγητη αιματηρή τυφλή φρενίτιδα μετρίαζε κάπως τις κινήσεις και τα χτυπήματα. Την προσοχή του την είχε τραβήξει εδώ και αρκετή ώρα, όσο ήταν ξαπλωμένος πίσω από τη θρυμματισμένη τζαμαρία το άψυχο πτώμα ενός άντρα το οποίο κρέμονταν ακριβώς απέναντι στον παράθυρο του πρώτου ορόφου, μισό μέσα μισό έξω από το παράθυρο. Το πάνω μέρος του κρανίου έλειπε και σε ότι είχε απομείνει εξείχε εμφανώς η άκρη της κάνης του όπλου, πιθανότατα κάποια κυνηγετική καραμπίνα με την οποία είχε αυτοπυροβοληθεί δαγκώνοντας την κάνη. Όλες αυτές τις ώρες προσπαθούσε να διακρίνει εάν υπήρχε κίνηση στο χώρο πίσω από το παράθυρο. Δεν εντόπισε τίποτα. Δεν είχε παρά να διασχίσει διαγώνια περί τα δεκαπέντε μέτρα που τον χώριζαν από την είσοδο του απέναντι κτηρίου και να ανέβει στον πρώτο όροφο. Σε κανονικές συνθήκες θα ήταν παιχνιδάκι να εντοπίσει την πόρτα του γραφείου (γιατί και το απέναντι κτήριο στέγαζε γραφεία) και να την σπάσει αν δεν ήταν ασφαλείας. Σε κανονικές συνθήκες δεν θα χρειαζόταν καν να το σκεφτεί αυτό. Τώρα οι συνθήκες ΔΕΝ ήταν κανονικές. Μύριζε τρέλα και θάνατο, παραλογισμό και φόβο έξω, γύρω του. Έδιωξε κάθε τέτοια σκέψη και επικεντρώθηκε στο στόχο του απέναντι και στην μάταιη προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τα κύματα πόνου στο κεφάλι του. Περισσότερο από τύχη απέφυγε τους περιφερόμενους που μαίνονταν χωρίς εμφανή αιτία και σκοπό πέρα από την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, και κατάφερε σκυφτός να φτάσει μέχρι την απέναντι είσοδο. Οι χτύποι της καρδιάς του συναγωνίζονταν αυτούς στο κεφάλι του σε ένταση. Η αδρεναλίνη ευτυχώς τον γέμισε ώστε να μην καταρρεύσει. Τώρα ήταν τα επόμενα δύσκολα, να διασχίσει την αίθουσα υποδοχής του κτηρίου και να ανέβει τη σκάλα μέχρι τον πρώτο όροφο. Μέσα επικρατούσε σκοτάδι μια που κανείς στη ρεσεψιόν αλλά ούτε και κάποιος φύλακας δεν σκέφτηκε να ανάψει τα φώτα. Ήταν ένα χορόδραμα σκιών και τρόμου. Τα μόνα φώτα, ήταν αυτά τα αδύναμα ασφαλείας, έτσι εντόπισε τη σκάλα δίπλα στους δύο ανελκυστήρες. Και τον πυροσβεστικό σταθμό. Ευτυχώς ο ορυμαγδός από τα σπασίματα τις φωνές πόνου ή οργής και τα ουρλιαχτά προσέφεραν καλή κάλυψη όσον αφορά τον θόρυβο από την μετακίνηση του. Πατούσε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και συντρίμμια, σκόνταφτε σε αντικείμενα και πτώματα. Έφτασε στο σημείο εκείνο κάποια στιγμή, του φάνηκε πως τα λίγα μέτρα έκανε να τα διασχίσει ώρες, στην πραγματικότητα χρειάστηκε λιγότερο από πέντε λεπτά.
Η κόκκινη μεταλλική πόρτα του πυροσβεστικού σταθμού που περιείχε εργαλεία και υλικά κατάσβεσης είχε δεχτεί αρκετά χτυπήματα, ευτυχώς τυχαία χτυπήματα που δεν είχαν σκοπό να την παραβιάσουν, αλλά να την καταστρέψουν. Η επιφάνεια της είχε γδαρσίματα και βαθουλώματα τόσα που το ένα φύλλο είχε λυγίσει στο επάνω μέρος και είχε δημιουργηθεί ένα άνοιγμα τέτοιο, ώστε να χωράει το χέρι να περάσει από εκεί. Η κλειδαριά ωστόσο κρατούσε γερά. Δεν ριψοκινδύνεψε νέα χτυπήματα για να μην τραβήξει την προσοχή των μανιακών, δεν είχε άλλωστε και κάποιο εργαλείο για αυτό, έτσι προσπάθησε με προσοχή και έχωσε το χέρι του μέσα στην μεγάλη ντουλάπα ψάχνοντας στα τυφλά. Αυτό που αναζητούσε ήταν κάποιο βαρύ εργαλείο για να αμυνθεί ενδεχομένως απέναντι στους μανιακούς σε περίπτωση που δεν εξασφάλιζε την καραμπίνα. Ψηλαφώντας ένιωσε την κεφαλή ενός πυροσβεστικού πέλεκυ, το αιχμηρό πίσω μέρος του για την ακρίβεια και όχι την πλατιά κόψη. Ήταν στερεωμένος στους ειδικούς γάντζους. Δεν είχε παρά να τον πάρει πολύ προσεκτικά. Η ανάβαση στην σκάλα δεν παρουσίασε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο διάδρομος του ορόφου έδειχνε στο φτωχό φως των φώτων ασφαλείας άδειος και ευτυχώς ήταν. Εντόπισε την πόρτα του γραφείου που υπέθετε πως βρισκόταν ο αυτόχειρας. Ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Την άνοιξε εύκολα. Μέσα στο γραφείο το μόνο φως ήταν αυτό που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο όπου βρισκόταν το πτώμα του μάλλον μεσήλικα. Είχε αυτοκτονήσει όντως με μια κοντόκαννη επαναληπτική καραμπίνα. Την απέσπασε από τα χέρια του τα οποία ήδη είχαν νεκρική ακαμψία. Χρειάστηκε να σπάσει κάποια δάχτυλα σφιγμένα στη λαβή. Στον ανοιχτό φοριαμό πίσω από το γραφείο του άνδρα, έψαξε για φυσίγγια, δεν βρήκε τίποτα εκεί. Φυσικό ήταν, μετά το σκέφτηκε. Ποιος είναι τόσο ηλίθιος για να φυλάει τις σφαίρες μαζί με το όπλο; Στο φτωχό φώς του φεγγαριού και με το κεφάλι του να δονείται από τον πόνο του χτυπήματος, προσπάθησε σκεφτεί όσο πιο καθαρά μπορούσε και κυρίως να διακρίνει λεπτομέρειες. Την προσοχή του τράβηξε το μισάνοιχτο τελευταίο συρτάρι του γραφείου το οποίο είχε πάνω του κλειδί. Μα φυσικά! Εκεί ήταν! Βρήκε τέσσερα πακέτα των 5 φυσιγγίων με εννιάβολα και ένα σκισμένο με τέσσερα φυσίγγια, ένα έλειπε. Η καραμπίνα ήταν μια Remington 870 κοντόκαννη, έπαιρνε τέσσερα φυσίγγια στην αποθήκη της και ένα στη θαλάμη. Καθάρισε την κάννη από τα αίματα και έχωσε στις τσέπες του τα φυσίγγια αφού γέμισε πρώτα το όπλο. Το πυροσβεστικό τσεκούρι το κράτησε κι αυτό, θα ήταν χρήσιμο σε περιπτώσεις που ήθελε να αποφύγει περιττό θόρυβο. Με αναπτερωμένο ηθικό κατέβηκε προσεκτικά τη σκάλα στο ισόγειο του κτηρίου. Άκουσε βήματα και σουρσίματα. Δίστασε να διασχίσει ξανά τον χώρο και να βγει στο δρόμο. Το σπίτι του βρισκόταν περίπου τριακόσια μέτρα από το σημείο αυτό, στον ίδιο δρόμο, στον τέταρτο όροφο μιάς παλιάς πολυκατοικίας τριάντα οκτώ διαμερισμάτων.
Ανατρίχιασε ακόμα και στην σκέψη να βγει στον δρόμο και να διασχίσει όλη αυτή την απόσταση, έστω και οπλισμένος. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, οι μέχρι πριν λίγες ώρες συμπολίτες του, είχαν πάρει διαζύγιο με κάθε τι που αφορούσε τη λογική. Κάτι, δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τί, τους είχε αλλάξει ομαδικά μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος πολιτισμού, κοινωνικότητας, ακόμα και αυτού του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης; Με φρίκη και τρόμο θυμόταν την γυναίκα που έβγαλε μόνη τα μάτια της ουρλιάζοντας άναρθρα. Δεν ήταν ούτε καν κτήνη. Το τι ακριβώς προκάλεσε όλο αυτό το χάος ήταν πέρα από την δυνατότητα του να το σκεφτεί. Επιτακτική ανάγκη ήταν να βρει ένα μέρος να κρυφτεί, να ανακτήσει δυνάμεις και ειρμό σκέψεων, λίγο νερό και ίσως κάτι να βάλει στο στομάχι του. Αυτό ήταν ένα άλλο πρόβλημα που μέχρι εκείνη την στιγμή είχε αφήσει σε δεύτερη μοίρα. Τώρα όμως η δίψα που φλόγιζε το στεγνό λαρύγγι του και οι σουβλιές με τα γουργουρητά του στομαχιού του, απαιτούσαν το δικό τους μερίδιο της προσοχής του.
Οι σκάλες! Ναι οι σκάλες στις οποίες βρισκόταν! Συνέχιζαν προς τα κάτω, μάλλον προς το υπόγειο. Συνήθως στα υπόγεια των επαγγελματικών κτηρίων σπάνια κυκλοφορεί κόσμος και αν ακόμα κυκλοφορεί, σίγουρα θα είναι μεμονωμένα άτομα, όχι πλήθος. Άρχισε να κατεβαίνει αργά, απασφαλίζοντας την ήδη οπλισμένη καραμπίνα. Το τσεκούρι το είχε περάσει στη ζώνη του, στα σκοτάδια εκεί δεν θα χρησίμευε και πολύ. Για κάποιο περίεργο λόγο τα φώτα ασφαλείας στη σκάλα δεν άναβαν, ελλιπής συντήρηση ίσως; Η σκάλα κατέβαινε αρκετά προς τα κάτω κάνοντας δύο στροφές πριν καταλήξει σε ένα φαρδύ και μακρύ διάδρομο. Ευτυχώς λειτουργούσαν τα φώτα του διαδρόμου που δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν διάφορες πόρτες βοηθητικών χώρων και αποθήκες. Στο βάθος ήταν μία μεγαλύτερη, διαφορετική από τις άλλες. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος εδώ, ούτε υπήρχε κάποιος. Πάντα στο αδύναμο φως των φώτων ασφαλείας του διαδρόμου, άρχισε να προσπαθεί να εξερευνήσει τι υπήρχε πίσω από τις πόρτες. Οι περισσότερες ήταν κλειδωμένες. Θα μπορούσε βέβαια εύκολα να τις παραβιάσει με μερικά χτυπήματα, έτσι θα τραβούσε όμως πιθανόν την προσοχή των παραφρόνων που περιφέρονταν στο λόμπυ του κτηρίου. Η βίαιη παραβίαση ήταν η έσχατη λύση. Οι δύο μόνες πόρτες που άνοιξαν ήταν αυτές που πίσω τους βρισκόταν αναλώσιμα για εκτυπωτικά μηχανήματα και το δωματιάκι της καθαρίστριας με απορρυπαντικά και άλλα είδη καθαριότητας. Προχώρησε προς την μεγάλη πόρτα στο βάθος όταν άκουσε από τα δεξιά, πίσω από μία πόρτα που ανεπιτυχώς είχε πριν λίγο προσπαθήσει να ανοίξει, ένα σιγανό και πνιχτό συνεχόμενο βήξιμο. Κράτησε μόνο δύο με τρία δευτερόλεπτα, όμως ήταν αρκετά για να καταλάβει πως κάποιος κρυβόταν εκεί. Όσο μπορούσε πιο σιγά αλλά και πιο κοφτά και απειλητικά μπορούσε, είπε:
«Άνοιξε! Είμαι οπλισμένος και θα τη σπάσω αν δεν ανοίξεις! Τώρα!» Λόγια που συνόδεψε ένα ελαφρύ μεταλλικό χτύπημα της κάννης πάνω στο στρογγυλό πόμολο της πόρτας. Από μέσα καμία αντίδραση. Νέο δυνατότερο χτύπημα.
«Άνοιξε σε παρακαλώ, κινδυνεύω εδώ!»
-«Είμαι χτυπημένη! Δεν είσαι σαν αυτούς επάνω, έτσι;»
«Όχι δεν είμαι, δεν θα σου μιλούσα αν ήμουν. Άνοιξε επιτέλους!»
Ακούστηκε ένας σύρτης να τραβιέται και η πόρτα άνοιξε δύο τρία εκατοστά. Την έσπρωξε ανυπόμονα και μπήκε μέσα. Την γυναίκα την πέταξε κάτω με την φόρα που μπήκε και εκείνης ξέφυγε ένα κλαψούρισμα πόνου. Ο χώρος φωτιζόταν από το ασθενικό φως ενός ρεσώ πάνω σε ένα αρκετά μεγάλο τραπέζι. Το δωμάτιο ήταν ένα μικρό κουζινάκι και τραπεζαρία μάλλον για όσους δούλευαν εκεί κάτω. Ήταν μια γυναίκα αδύνατη γύρω στα σαράντα, με ένα βαθύ κόψιμο στο πάνω μέρος του κεφαλιού από το οποίο το ξεραμένο αίμα σκέπαζε το μισό της πρόσωπο. Μέσα στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς άλλος. Την βοήθησε να σηκωθεί και να καθίσει σε μία καρέκλα. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά και έβαλε τον σύρτη.
«Μην μου κάνεις κακό σε παρακαλώ! Είμαι χτυπημένη...»
-«Μην φοβάσαι, δεν έχω σκοπό να σε βλάψω, καταφύγιο ήθελα, με όλη αυτή την τρέλα εκεί έξω.»
«Τί συμβαίνει; Έχεις καταλάβει τί έπαθαν όλοι; Τί συνέβη;»
-«....δεν ξέρω ακόμα...δεν ξέρω ακόμα...»
Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει ο άντρας.
Περιποιήθηκε το τραύμα της και το δικό του όσο μπορούσε. Εκείνη ήταν χειρότερα από τον ίδιο, μάλλον είχε πάθει διάσειση. Την έλεγαν Δήμητρα και ήταν υπάλληλος υποδοχής στην εταιρεία εκείνη. Είχε κατέβει στο υπόγειο για διάλειμμα και ανέβαινε τις σκάλες για το πόστο της όταν συνέβη ο Χαμός. Κόπηκε το ρεύμα και σκοντάφτοντας χτύπησε το κεφάλι της σε κάποιο σκαλοπάτι. Όταν συνήλθε, ακούγοντας τα σπασίματα, τις άναρθρες κραυγές πόνου και λύσσας, τα ουρλιαχτά, σύρθηκε όπως όπως πίσω στο κουζινάκι-τραπεζαρία του προσωπικού και κλειδαμπαρώθηκε έντρομη εκεί, μην ξέροντας τι συνέβαινε επάνω. Ο πονοκέφαλος ήταν φριχτός όπως και η ζαλάδα της. Έμειναν εκεί μέσα για τις επόμενες ώρες, μπορεί να ήταν και μέρες, είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου εκεί μέσα. Κάποια στιγμή τα λίγα ρεσώ τελείωσαν όπως και τα ελάχιστα τρόφιμα και το νερό. Έπρεπε να βγουν, ή μάλλον εκείνος να βγει, γιατί η Δήμητρα δεν είχε δυνάμεις ούτε και ψυχολογικά μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο. Τότε ήταν που άκουσαν το ανοιγοκλείσιμο μιάς πόρτας. Η μόνη πόρτα που δεν είχε τσεκάρει, ήταν η βαριά μεγάλη μεταλλική ασφαλείας στο βάθος του διαδρόμου, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με το τσεκούρι να την ανοίξει. Κόλλησε το αυτί του στην δική τους πόρτα. Βήματα διστακτικά δύο ή τριών ανθρώπων ακούγονταν στον διάδρομο. Σίγουρα δεν ήταν παράφρονες αλλά άνθρωποι φοβισμένοι. Να ήταν οπλισμένοι; Και πως θα αντιδρούσαν αν άνοιγε την δική του πόρτα και εμφανιζόταν μπροστά τους; Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους πολλές φορές ενστικτωδώς επιθετικούς. Σκέφτηκε πως κάπου πήγαιναν, ίσως επάνω, το πιθανότερο ήταν πως και σε αυτούς τελείωσαν οι όποιες προμήθειες είχαν και έπρεπε να βγουν να ψάξουν για ό,τι μπορούσε να βρεθεί από φαγητό και νερό. Θεώρησε καλύτερο να τους περιμένουν αυτός και η Δήμητρα στην επιστροφή τους. Να ξαφνιαστούν όσο γίνεται λιγότερο. Σίγουρα η παρουσία μιας τραυματισμένης γυναίκας θα βοηθούσε στο να μην αντιδράσουν σπασμωδικά. Το όπλο ήταν πάντα γεμάτο και οπλισμένο. Σήκωσε την γυναίκα και την βοήθησε να βγει. Περίμεναν κάμποσα αγωνιώδη λεπτά, από αυτά που το καθένα φαίνεται να κρατάει ώρες.
Τα βήματα αυτή τη φορά δεν ήταν σιγανά και διστακτικά, ούτε ήταν δύο μόνο ανθρώπων. Ήταν βήματα γρήγορα, θορυβώδη και πολλά! Εμφανίστηκαν δύο πανικόβλητοι άντρες στην σκάλα, οι οποίοι έτρεχαν, σχεδόν κουτρουβαλούσαν τα σκαλιά, με ένα φρικαλέο πλήθος πίσω τους να προσπαθεί να τους αρπάξει. Ασυναίσθητα οπισθοχώρησε κρατώντας την πληγωμένη γυναίκα προς τη βαριά πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, εκεί από όπου μάλλον είχαν βγει οι δύο άντρες. Ο ένας τους, αυτός που προπορευόταν, κρατούσε ένα μαύρο σακίδιο πλάτης μπροστά του. Κόντευαν να κατεβούν τη σκάλα, λίγα σκαλιά απέμεναν. Τότε συνέβη η καταστροφή.
Αυτός που προπορευόταν σκόνταψε και έπεσε αναγκάζοντας τον σύντροφο του να κόψει ταχύτητα. Αυτό ήταν αρκετό στον παράφρονα συρφετό. Τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν και να τον ξεσχίζουν με μανία. Ο πεσμένος, παρακινημένος από τις σπαρακτικές κραυγές πόνου του φίλου του και τα άναρθρα λαρυγγώδη μουγκρητά και βρυχηθμούς των τρελών, προσπάθησε να σηκωθεί και έκανε μερικά βήματα ακόμα πριν δύο μαινόμενοι άντρες τον αρπάξουν από τα πόδια ξαναρίχνοντας τον κάτω. Το σακίδιο έφυγε από τα χέρια του και γλίστρησε προς την μεριά του άντρα και της γυναίκας, οι οποίοι πλέον δεν είχαν που να οπισθοχωρήσουν, ακουμπούσαν ήδη οι πλάτες τους στην μεταλλική πόρτα. Η καραμπίνα βρυχήθηκε τέσσερεις απανωτές φορές με την καταλυτικά αποσβολωτική βροντή της κοντής κάννης κυνηγετικού σε περιορισμένο και κλειστό χώρο, διαλύοντας από την απόσταση των οχτώ περίπου μέτρων τις πρώτες σειρές του πλήθους σε ξεφτίδια από σάρκες και κόκκαλα ανάμεικτα με αίμα μυαλά και κουρέλια. Η Δήμητρα χτυπούσε φρενιασμένα τη πόρτα με τις γροθιές της φωνάζοντας να ανοίξουν οι από μέσα, όσο ο άντρας έβαζε φυσίγγια στην καραμπίνα. Έριξε άλλες δύο φορές σωριάζοντας μερικούς ακόμα, αλλά οι υπόλοιποι σταθερά πλησίαζαν. Θα τους κομμάτιαζαν σε δευτερόλεπτα. Η πόρτα άνοιξε απότομα και ένα χέρι άρπαξε την γυναίκα προς τα μέσα. Ο άντρας έριξε άλλη μία φορά στους παρανοϊκούς και κάνοντας δύο βήματα μπροστά, άρπαξε το σακίδιο και έτρεξε προς τα πίσω στην πόρτα που άρχιζε να κλείνει. Ίσα που πρόλαβε, μπήκε με φόρα και βοήθησε να κλείσει η βαριά πόρτα γρήγορα. Απ’ έξω ήδη ακούγονταν οι πνιχτοί γδούποι από ανθρώπινα μέλη πάνω στο μέταλλο. Ευτυχώς η πόρτα ήταν ειδικής κατασκευής, απαραβίαστη. Κοίταξε γύρω του τον χώρο στον οποίο είχαν μόλις μπει. Ήταν μία αίθουσα γεμάτη σβηστές οθόνες και τερματικά. Τρεις άντρες, ένας νεώτερος και δύο περίπου στην ηλικία του ήταν εκεί. Κοιτάζονταν όλοι για κάμποσα δευτερόλεπτα αμίλητοι. Την σιωπή την έσπασε ο νεαρός.
«Ελάτε να καθίσετε. Με λένε Σταθάκη. Μη φοβάστε, εδώ δεν κινδυνεύουμε, από ό,τι είναι εκεί έξω. Αλήθεια τι έχει γίνει επάνω; Είδαμε απίστευτες σκηνές από τις κάμερες για λίγα δευτερόλεπτα, μετά όλα νεκρώθηκαν.»
Κι οι νεοφερμένοι όμως δεν ήξεραν και πολλά, για την ακρίβεια δεν ήξεραν τίποτα παραπάνω από τους τρεις άντρες στο υπόγειο.
Αυτή ήταν η αρχή της αναγκαστικής τους συμβίωσης στο χώρο που μέχρι χτες ήταν το Computer Room μιας εταιρείας. Συμβίωση δύσκολη, που αρκετές φορές η τεταμένη από το φόβο και τον εγκλεισμό στο υπόγειο για τόσες μέρες, πόσες ήταν αλήθεια;
Είχαν αρχίσει να τραβούν γραμμές στον τοίχο, μερικές μέρες μετά που βρέθηκαν όλοι μαζί, αλλά πόσες μέρες ακριβώς κανείς τους δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα και σιγουριά. Καταλάβαιναν την εναλλαγή μέρας και νύχτας από το αμυδρό φως του φεγγίτη ψηλά. Στον τοίχο ήταν χαραγμένες είκοσι έξι γραμμές. Η πνιγηρή κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, η έλλειψη τροφής και νερού, ο άγνωστης προέλευσης τρόμος που είχε απλωθεί έξω, η απτή φρίκη που είχε ξεχυθεί, τσάκιζαν το λογικό τους κάθε λεπτό που περνούσε. Ο φόβος του τι συνέβαινε εκεί και το ασύλληπτο και περισσότερο τρομερό, το γιατί συνέβαινε. Ήταν σαν με κάποιο μαγικό τρόπο κάποιος είχε πατήσει ένα διακόπτη και ξαφνικά όλη η πόλη ενσάρκωσε έναν φριχτό εφιάλτη. Τον εφιάλτη που ζούσαν. Ζούσαν αλήθεια; Η πραγματικότητα με την παράκρουση άρχισε να στροβιλίζεται άτακτα μέσα στο μυαλό τους. Χάνονταν στις παραληρηματικές σκέψεις τους για ώρες ή βημάτιζαν νευρικά πάνω κάτω. Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσουν οι καβγάδες κάποιοι αιτιολογημένα, οι περισσότεροι αναίτια και ξαφνικά. Άρχισαν σιγά αλλά σταθερά και κλιμακούμενα να μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με τα τέρατα από τα οποία γύρευαν να γλιτώσουν κλειδωμένοι εκεί κάτω. Στο ισόγειο πήγαν κάποιες φορές ο άντρας με τον Σταθάκη συνήθως, ή ο άντρας με κάποιον από τους άλλους δύο. Συμμετείχε σταθερά μια και αυτός είχε την καραμπίνα και το τσεκούρι. Δεν εμπιστευόταν και καλά έκανε, να τα δώσει σε κάποιον από τους άλλους. Ούτε στον Σταθάκη. Ήταν μικρές, αγχωτικές και βίαιες έξοδοι σε ένα ρημαγμένο χώρο που η πτωμαΐνη και η αποφορά της αποσυντιθέμενης ύλης βαριά σκέπαζε την ατμόσφαιρα. Μυρωδιές που είχαν κατακλύσει και τον δικό τους προστατευμένο χώρο. Ούτε που τις πρόσεχαν πια. Οι αυτόματοι πωλητές είχαν αδειάσει πια. Την επόμενη φορά έπρεπε να βγουν στο δρόμο. Σε κάθε έξοδο μειωνόταν και το απόθεμα από φυσίγγια. Μόνο δύο είχαν απομείνει πια, αλλά το κρατούσε κρυφό. Καλύτερα να μην ήξεραν, τόσο για να μην πέσει και άλλο το ηθικό τους, όσο και για τη δική του ασφάλεια.
Το ποιος θα πήγαινε αυτή τη φορά επάνω, ήταν η αιτία του τελευταίου και απόλυτα καταστροφικού καυγά. Ο κλήρος ήταν ανάμεσα στους τρεις, Σταθάκη, Νικολούδη και Τσίφτσα. Την Δήμητρα ως συνήθως και πολύ σωστά δεδομένης της κατάστασης της, την είχαν αφήσει απέξω.
Ο κλήρος έπεσε στον Τσίφτσα, έναν κοντόχοντρο πενηντάρη με βαθουλωμένα μονίμως με μαύρους κύκλους μάτια, προγούλι γαλοπούλας και γκρίζα πυκνά, κοντά σαν βούρτσα μαλλιά. Ήταν αυτός που γκρίνιαζε περισσότερο από όλους και για κακή του τύχη αυτός που του είχε κληρώσει να βγει και την προηγούμενη φορά. Αμέσως τα έβαλε με την Δήμητρα. Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός, έφτυνε τις λέξεις μαζί με τα σάλια. Στο τέλος κραύγαζε πια πως όλοι είχαν στραφεί εναντίον του για να τον ξεκάνουν. Εκεί, στο σημείο αυτό έκανε να στραφεί εναντίον της γυναίκας, η οποία τρομοκρατημένη είχε σηκωθεί από την γωνιά της και οπισθοχωρούσε προς την κεντρική κονσόλα της αίθουσας. Ο Τσίφτσας έκανε να την προλάβει με υψωμένη γροθιά όταν παρενέβη ο Σταθάκης για να τον ηρεμήσει. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο και στράφηκε εναντίον του Σταθάκη με τα μάτια να γυαλίζουν από την οργή. Ο άντρας, από την αρχή της σκηνής αυτής παρατηρούσε ανήσυχος κρατώντας σφιχτά το όπλο στα χέρια, το πυροσβεστικό τσεκούρι το είχε αφήσει ακουμπισμένο στον τοίχο δύο μέτρα πίσω του. Ο έξαλλος Τσίφτσας έπεσε πάνω στον Σταθάκη παρασύροντας τον προς την άλλη άκρη της αίθουσας και ανατρέποντας τον με βία. Για κακή του τύχη ο νεαρός όπως έπεσε, χτύπησε δυνατά το πίσω μέρος του κεφαλιού του στο πάτωμα. Το χτύπημα ακούστηκε με τον χαρακτηριστικό ανατριχιαστικό τρόπο του κόκκαλου που θρυμματίζεται. Ούτε αυτό όμως σταμάτησε τον Τσίφτσα που καθισμένος στο στέρνο του άτυχου νεαρού τον χτυπούσε απανωτά με τις γροθιές του στο πρόσωπο μετατρέποντας το σε μια ματωμένη χαλαρή μάσκα όπου γύρω της απλωνόταν ένα βαθύ σκούρο φωτοστέφανο από το ήδη ανοιγμένο του κρανίο. Η Δήμητρα άρχισε να ουρλιάζει κι αυτό έβγαλε από το σοκ τον άντρα, που αντέδρασε κι αυτός σπασμωδικά σαν να ξυπνούσε από κακό όνειρο, πιέζοντας την σκανδάλη της κοντόκανης καραμπίνας. Τα χοντρά σκάγια από την απόσταση των πέντε μέτρων διέλυσαν κυριολεκτικά το κρανίο του Τσίφτσα και συνέχισαν βρίσκοντας την Δήμητρα στο στέρνο και το στομάχι. Η άτυχη γυναίκα βρισκόταν στην γραμμή πυρός. Το χτύπημα ήταν τόσο βίαιο που διπλώθηκε στα δύο σαν σπασμένη κούκλα και σωριάστηκε στο πάτωμα σπαρταρώντας σε μια λίμνη αίματος πριν μείνει ακίνητη για πάντα.
Είδε με την άκρη του ματιού του την κίνηση από δεξιά και οπλίζοντας το όπλο με το τελευταίο φυσίγγι, στράφηκε προς τα εκεί πυροβολώντας στα τυφλά προς τον όγκο που του επιτίθονταν. Ήταν όμως πολύ αργά. Δέχθηκε το άτσαλο και βιαστικό χτύπημα από το τσεκούρι με το πλάι της κόψης. Ένιωσε το κρανίο του να σπάει με ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Πρόλαβε όμως να δει το κεφάλι του Νικολούδη να σκάει σε ένα άλικο πυροτέχνημα πριν βυθιστεί στο σκοτάδι ο νους του και σωριαστεί.
Το δωμάτιο ήταν στον τέταρτο όροφο της Νευροχειρουργικής Κλινικής, του νοσοκομείου Γεννηματάς στην λεωφόρο Μεσογείων. Ο μόνος ασθενής μέσα σε αυτό, ήταν ένας άντρας με επιδέσμους που κάλυπταν το κεφάλι του, φοβερά αδυνατισμένος. Ο ορός έσταζε αργά, σταγόνα σταγόνα από τον οροστάτη. Ο άντρας είχε βγει από το κώμα μόλις πριν λίγες ώρες. Βρισκόταν εκεί τριάντα δύο ημέρες, από εκείνο το πρωινό που τον έφεραν. Δεν είχε στοιχεία επάνω του, ήταν υποσιτισμένος και αφυδατωμένος, τρομερά βρώμικος και έφερε ένα θλαστικό τραύμα στο δεξί βρεγματικό οστό του κρανίου από κάποιο βαρύ αντικείμενο. Ο βρεγματικός λοβός δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά, αλλά το πόσο και σε ποιό βαθμό είχαν επηρεαστεί οι λειτουργίες που εδράζονται εκεί, ακόμα δεν μπορούσε να διαγνωσθεί με βεβαιότητα. Μέσα στο δωμάτιο επίσης ήταν ένας νοσηλευτής και μία υπάλληλος καθαριότητας του νοσοκομείου.
Συζητούσαν σιγανά για το μυστήριο του αινιγματικού άντρα, ο ίδιος είχε τα μάτια κλειστά, μάλλον κοιμόταν.
«Τελικά έμαθες ποιός είναι; Βρήκε τίποτα η αστυνομία; Μήπως είπε κάτι ο ίδιος όταν συνήλθε;» ρώτησε η γυναίκα.
-«Όχι, ούτε η Αστυνομία κατάφερε να βρει κάτι, δακτυλικά αποτυπώματα, αναγνώριση από silver alert, είναι σαν αυτός ο άνθρωπος να μην υπάρχει, ένα μυστήριο, τον βρήκαν ένα πρωί στο computer room μιας εταιρείας πληροφορικής ή κάτι τέτοιο, εδώ κοντά. Ο χώρος ήταν από αυτούς που δεν μπορούσες να μπεις παρά μόνο αν εργάζεσαι εκεί, με κάμερες πόρτες μοναδικότητας, πόρτες ασφαλείας και τέτοια. Το πως και γιατί βρέθηκε εκεί και ποιός είναι κανείς δεν ξέρει. Μυστήριο πραγματικό κι ανεξήγητο. Ούτε κι ο ίδιος είπε κάτι από την ώρα που συνήλθε, εκτός από μια ασυναρτησία, κάτι σαν ‘δεν ξέρω ακόμα’ ή κάτι τέτοιο» απάντησε ο νοσηλευτής.
Στο σημείο αυτό, ο άντρας αναδεύθηκε και άφησε ένα σιγανό βογγητό, ανοίγοντας τα μάτια του.
Οι άλλοι σώπασαν και στράφηκαν προς τα εκεί, με περιέργεια.
Πριν προλάβουν να πουν κάτι εκείνοι ή ο ασθενής ένιωσαν ένα μακρινό υπόκωφο ήχο που μεγάλωνε απίστευτα γρήγορα σε ένταση, κάτι σαν βοή.
Η γυναίκα στράφηκε προς το παράθυρο στο σημείο που νόμισε πως προέρχονταν η βοή, το βουνό, τον Υμηττό και τότε το είδε να έρχεται.
«Κοιτάξτε! Τί περίεργο σύννεφο είναι αυτό που έρχεται με τόση ταχύτητα από το βουνό; Και τί είναι αυτή η....»
Ο άγνωστος άντρας έντρομος, άρχισε να ουρλιάζει…
Tid Tripper (M.K.)
Αέρα «καθαρό» θα είχαν όσο δούλευαν τα φωτοβολταϊκά, τα φίλτρα κι οι γεννήτριες του κτηρίου. Ναι όσο απίστευτο και αν ήταν ακόμα δούλευαν.
Μετά;
Μετά κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν ρώταγε. Δυό τζούρες ακόμα ξερό μπαγιάτικο καπνό. Τσιγάρα είχαν μπόλικα. Από τα αυτόματα μηχανήματα στο ισόγειο, όποτε τολμούσε αυτός που θα έχανε στο κλήρο να ανέβει. Έτσι κι αλλιώς μόνο αυτός και ο πιτσιρικάς από το Computer Room, ο Σταθάκης, κάπνιζαν. Οι άλλοι τρεις όχι. Με το πιτσιρικά τα πήγαιναν σχεδόν καλά. Με τους υπόλοιπους η κατάσταση ήταν αυτή που όριζε το κοντόκαννο δωδεκάρι κυνηγετικό και το πυροσβεστικό τσεκούρι που σχεδόν δεν άφηνε από το χέρι του ακόμα και στον υποτυπώδη ανήσυχο ύπνο του. Μόνο τη κοπέλα ήξερε, σύχναζαν στο ίδιο καφέ που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το μεγάλο κτήριο όπου στεγάζονταν ένα σωρό εταιρείες και γραφεία. Μια άχρωμη ξερακιανή παρουσία, δεν είχε πει πολλά από τη πρώτη μέρα, πως θα μπορούσε άλλωστε το χτύπημα στο κεφάλι της είχε αφήσει μια βαθιά κακοκλεισμένη πληγή κι αφόρητους συνεχείς πονοκεφάλους. Οι άλλοι δύο ήταν άγνωστοι πριν τον αναγκαστικό εκούσιο εγκλεισμό όλων τους εκεί. Ήταν όπως κι ο Σταθάκης υπάλληλοι της βάρδιας στο Computer Room της εταιρείας, ο Νικολούδης κι ο Νάσος ο Τσίφτσας.
«δεν ξέρω, δεν ξέρω ακόμα…» μονολόγησε σιγανά.
Οι υπόλοιποι δεν έδωσαν σημασία, ήταν μία φράση που συχνά επαναλάμβανε τις τελευταίες μέρες.
Από την αρχή παρτάκηδες και μαλάκες που συνεχώς γκρίνιαζαν, όχι ιδιαίτερα συμπαθείς ή αξιόπιστοι. Ήταν όμως οι μόνοι που βρήκαν εκεί όταν κατάφεραν να συρθούν μέχρι το υπόγειο. Δηλαδή αυτοί είχαν απομείνει από τους αρχικούς πέντε της βάρδιας. Αυτός προσπαθούσε να κρατάει τις αποστάσεις του, περιορίζοντας την επικοινωνία μόνο στο αναγκαίο. Οι άλλοι συνήθως ασχολούνταν με τα δικά τους όσο δεν τσακώνονταν, κάτι που συνέβαινε όλη σχεδόν την ώρα. Κάπως έπρεπε να εκτονώσουν τις τόσες ώρες εκούσιου εγκλεισμού, της πείνας και της δίψας. Κάπως έπρεπε να ξεφύγουν από το δάγκωμα του τρόμου που προκάλεσε το Τέλος.
Ο ίδιος δεν είχε ξαναμπεί ποτέ μέχρι εκείνη την ώρα σε εκείνο το μέρος, ας πέρναγε καθημερινά απέξω. Τον απωθούσαν τέτοιοι χώροι. Όμως όταν άκουσε τη Βοή και είδε τον ουρανό να αλλάζει σε ένα κίτρινο ορμητικό σύννεφο εκείνο το μεσημέρι, σχεδόν τρεις εβδομάδες πριν (ναι τόσο πρέπει να ήταν).
Θεώρησε φυσικό το να ορμήσει μέσα στο λόμπυ του πρώτου κτηρίου που βρέθηκε μπροστά του. Δεν τον σταμάτησε κανείς εκείνα τα είκοσι πέντε με τριάντα δευτερόλεπτα. Τόσο πρέπει να κράτησε το Κακό. Το τελευταίο που θυμάται ήταν μέσα στο πανικόβλητο ενστικτώδες τρέξιμο του, το δεξί του πόδι να σκοντάφτει και να πέφτει με τα μούτρα προς το γκισέ της ρεσεψιόν του κτηρίου. Πρέπει να χτύπησε στο κεφάλι γερά και λιποθύμησε για αρκετή ώρα κι αυτός. Για το χτύπημα είχε μάρτυρα το καρούμπαλο μεγέθους μπλε αυγού πάνω από το δεξί του φρύδι. Παρόμοια χτυπήματα στο κεφάλι είχαν όλοι τους και οι πέντε, προφανώς από τον βίαιο μικρό σεισμό που ακολούθησε και την πτώση αντικειμένων ή από γλιστρήματα. Ήταν το μόνο κοινό τους σημείο εκτός του γεγονότος πως επέζησαν και διατηρούσαν σχεδόν τα λογικά τους. Εκείνη την πρώτη μέρα τη φέρνει στο μυαλό του συχνά είτε ξύπνιος είτε τον επισκέπτεται εκείνη στους εφιάλτες του.
Όταν συνήλθε επικρατούσε το χάος γύρω του. Τόσο μέσα στο ισόγειο του κτηρίου όσο και έξω στο δρόμο όσο μπορούσε να δει, τα πάντα και οι πάντες ήταν ρημαγμένα. Τον συνέφερε από τη λιποθυμία ένα ουρλιαχτό και ένας μακρόσυρτος λυγμός. Όταν άνοιξε τα μάτια το πρώτο που αντίκρισε ήταν μια γυναίκα τρία μέτρα αριστερά του σε έξαλλη κατάσταση, γονατισμένη να έχει χώσει τους αντίχειρες της στα μάτια της και ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα δάχτυλα να προσπαθεί να ξεριζώσει τα μαλλιά της, το πρόσωπο της μια αιμάτινη μάσκα, το κορμί της να τραντάζεται μπρος πίσω με μανία ρυθμικά σε κάθε ουρλιαχτό σε κάθε λυγμό. Πιο πέρα δύο αλλόφρονες άντρες συμπλέκονταν με άναρθρες κραυγές, φτύνοντας σάλια δαγκώνοντας και χτυπώντας στη τύχη. Παρόμοια περιστατικά διαδραματίζονταν σε όλο το χώρο του ισογείου, μέχρι εκεί που μπορούσε να δει. Το πρώτο που έκανε ήταν να μην τραβήξει την προσοχή. Σύρθηκε αργά μέχρι την σπασμένη τζαμαρία. Έξω στο δρόμο γινόταν σφαγή. Άνθρωποι εναντίον ανθρώπων άνθρωποι εναντίον του εαυτού τους σε εναλλασσόμενους ρόλους. Έκανε το ψόφιο ένα κορμί τσακισμένο ανάμεσα στα άλλα. Περίμενε το σκοτάδι για να ξεγλιστρήσει με χίλιες προφυλάξεις μέχρι έξω. Το μένος από όσα κορμιά στέκονταν ακόμα όρθια ή περιφέρονταν άσκοπα από τυχαία σε τυχαία συμπλοκή δεν είχε καταλαγιάσει, μόνο η φυσική κόπωση των σωμάτων από την ανεξήγητη αιματηρή τυφλή φρενίτιδα μετρίαζε κάπως τις κινήσεις και τα χτυπήματα. Την προσοχή του την είχε τραβήξει εδώ και αρκετή ώρα, όσο ήταν ξαπλωμένος πίσω από τη θρυμματισμένη τζαμαρία το άψυχο πτώμα ενός άντρα το οποίο κρέμονταν ακριβώς απέναντι στον παράθυρο του πρώτου ορόφου, μισό μέσα μισό έξω από το παράθυρο. Το πάνω μέρος του κρανίου έλειπε και σε ότι είχε απομείνει εξείχε εμφανώς η άκρη της κάνης του όπλου, πιθανότατα κάποια κυνηγετική καραμπίνα με την οποία είχε αυτοπυροβοληθεί δαγκώνοντας την κάνη. Όλες αυτές τις ώρες προσπαθούσε να διακρίνει εάν υπήρχε κίνηση στο χώρο πίσω από το παράθυρο. Δεν εντόπισε τίποτα. Δεν είχε παρά να διασχίσει διαγώνια περί τα δεκαπέντε μέτρα που τον χώριζαν από την είσοδο του απέναντι κτηρίου και να ανέβει στον πρώτο όροφο. Σε κανονικές συνθήκες θα ήταν παιχνιδάκι να εντοπίσει την πόρτα του γραφείου (γιατί και το απέναντι κτήριο στέγαζε γραφεία) και να την σπάσει αν δεν ήταν ασφαλείας. Σε κανονικές συνθήκες δεν θα χρειαζόταν καν να το σκεφτεί αυτό. Τώρα οι συνθήκες ΔΕΝ ήταν κανονικές. Μύριζε τρέλα και θάνατο, παραλογισμό και φόβο έξω, γύρω του. Έδιωξε κάθε τέτοια σκέψη και επικεντρώθηκε στο στόχο του απέναντι και στην μάταιη προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τα κύματα πόνου στο κεφάλι του. Περισσότερο από τύχη απέφυγε τους περιφερόμενους που μαίνονταν χωρίς εμφανή αιτία και σκοπό πέρα από την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, και κατάφερε σκυφτός να φτάσει μέχρι την απέναντι είσοδο. Οι χτύποι της καρδιάς του συναγωνίζονταν αυτούς στο κεφάλι του σε ένταση. Η αδρεναλίνη ευτυχώς τον γέμισε ώστε να μην καταρρεύσει. Τώρα ήταν τα επόμενα δύσκολα, να διασχίσει την αίθουσα υποδοχής του κτηρίου και να ανέβει τη σκάλα μέχρι τον πρώτο όροφο. Μέσα επικρατούσε σκοτάδι μια που κανείς στη ρεσεψιόν αλλά ούτε και κάποιος φύλακας δεν σκέφτηκε να ανάψει τα φώτα. Ήταν ένα χορόδραμα σκιών και τρόμου. Τα μόνα φώτα, ήταν αυτά τα αδύναμα ασφαλείας, έτσι εντόπισε τη σκάλα δίπλα στους δύο ανελκυστήρες. Και τον πυροσβεστικό σταθμό. Ευτυχώς ο ορυμαγδός από τα σπασίματα τις φωνές πόνου ή οργής και τα ουρλιαχτά προσέφεραν καλή κάλυψη όσον αφορά τον θόρυβο από την μετακίνηση του. Πατούσε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και συντρίμμια, σκόνταφτε σε αντικείμενα και πτώματα. Έφτασε στο σημείο εκείνο κάποια στιγμή, του φάνηκε πως τα λίγα μέτρα έκανε να τα διασχίσει ώρες, στην πραγματικότητα χρειάστηκε λιγότερο από πέντε λεπτά.
Η κόκκινη μεταλλική πόρτα του πυροσβεστικού σταθμού που περιείχε εργαλεία και υλικά κατάσβεσης είχε δεχτεί αρκετά χτυπήματα, ευτυχώς τυχαία χτυπήματα που δεν είχαν σκοπό να την παραβιάσουν, αλλά να την καταστρέψουν. Η επιφάνεια της είχε γδαρσίματα και βαθουλώματα τόσα που το ένα φύλλο είχε λυγίσει στο επάνω μέρος και είχε δημιουργηθεί ένα άνοιγμα τέτοιο, ώστε να χωράει το χέρι να περάσει από εκεί. Η κλειδαριά ωστόσο κρατούσε γερά. Δεν ριψοκινδύνεψε νέα χτυπήματα για να μην τραβήξει την προσοχή των μανιακών, δεν είχε άλλωστε και κάποιο εργαλείο για αυτό, έτσι προσπάθησε με προσοχή και έχωσε το χέρι του μέσα στην μεγάλη ντουλάπα ψάχνοντας στα τυφλά. Αυτό που αναζητούσε ήταν κάποιο βαρύ εργαλείο για να αμυνθεί ενδεχομένως απέναντι στους μανιακούς σε περίπτωση που δεν εξασφάλιζε την καραμπίνα. Ψηλαφώντας ένιωσε την κεφαλή ενός πυροσβεστικού πέλεκυ, το αιχμηρό πίσω μέρος του για την ακρίβεια και όχι την πλατιά κόψη. Ήταν στερεωμένος στους ειδικούς γάντζους. Δεν είχε παρά να τον πάρει πολύ προσεκτικά. Η ανάβαση στην σκάλα δεν παρουσίασε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο διάδρομος του ορόφου έδειχνε στο φτωχό φως των φώτων ασφαλείας άδειος και ευτυχώς ήταν. Εντόπισε την πόρτα του γραφείου που υπέθετε πως βρισκόταν ο αυτόχειρας. Ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Την άνοιξε εύκολα. Μέσα στο γραφείο το μόνο φως ήταν αυτό που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο όπου βρισκόταν το πτώμα του μάλλον μεσήλικα. Είχε αυτοκτονήσει όντως με μια κοντόκαννη επαναληπτική καραμπίνα. Την απέσπασε από τα χέρια του τα οποία ήδη είχαν νεκρική ακαμψία. Χρειάστηκε να σπάσει κάποια δάχτυλα σφιγμένα στη λαβή. Στον ανοιχτό φοριαμό πίσω από το γραφείο του άνδρα, έψαξε για φυσίγγια, δεν βρήκε τίποτα εκεί. Φυσικό ήταν, μετά το σκέφτηκε. Ποιος είναι τόσο ηλίθιος για να φυλάει τις σφαίρες μαζί με το όπλο; Στο φτωχό φώς του φεγγαριού και με το κεφάλι του να δονείται από τον πόνο του χτυπήματος, προσπάθησε σκεφτεί όσο πιο καθαρά μπορούσε και κυρίως να διακρίνει λεπτομέρειες. Την προσοχή του τράβηξε το μισάνοιχτο τελευταίο συρτάρι του γραφείου το οποίο είχε πάνω του κλειδί. Μα φυσικά! Εκεί ήταν! Βρήκε τέσσερα πακέτα των 5 φυσιγγίων με εννιάβολα και ένα σκισμένο με τέσσερα φυσίγγια, ένα έλειπε. Η καραμπίνα ήταν μια Remington 870 κοντόκαννη, έπαιρνε τέσσερα φυσίγγια στην αποθήκη της και ένα στη θαλάμη. Καθάρισε την κάννη από τα αίματα και έχωσε στις τσέπες του τα φυσίγγια αφού γέμισε πρώτα το όπλο. Το πυροσβεστικό τσεκούρι το κράτησε κι αυτό, θα ήταν χρήσιμο σε περιπτώσεις που ήθελε να αποφύγει περιττό θόρυβο. Με αναπτερωμένο ηθικό κατέβηκε προσεκτικά τη σκάλα στο ισόγειο του κτηρίου. Άκουσε βήματα και σουρσίματα. Δίστασε να διασχίσει ξανά τον χώρο και να βγει στο δρόμο. Το σπίτι του βρισκόταν περίπου τριακόσια μέτρα από το σημείο αυτό, στον ίδιο δρόμο, στον τέταρτο όροφο μιάς παλιάς πολυκατοικίας τριάντα οκτώ διαμερισμάτων.
Ανατρίχιασε ακόμα και στην σκέψη να βγει στον δρόμο και να διασχίσει όλη αυτή την απόσταση, έστω και οπλισμένος. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, οι μέχρι πριν λίγες ώρες συμπολίτες του, είχαν πάρει διαζύγιο με κάθε τι που αφορούσε τη λογική. Κάτι, δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τί, τους είχε αλλάξει ομαδικά μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος πολιτισμού, κοινωνικότητας, ακόμα και αυτού του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης; Με φρίκη και τρόμο θυμόταν την γυναίκα που έβγαλε μόνη τα μάτια της ουρλιάζοντας άναρθρα. Δεν ήταν ούτε καν κτήνη. Το τι ακριβώς προκάλεσε όλο αυτό το χάος ήταν πέρα από την δυνατότητα του να το σκεφτεί. Επιτακτική ανάγκη ήταν να βρει ένα μέρος να κρυφτεί, να ανακτήσει δυνάμεις και ειρμό σκέψεων, λίγο νερό και ίσως κάτι να βάλει στο στομάχι του. Αυτό ήταν ένα άλλο πρόβλημα που μέχρι εκείνη την στιγμή είχε αφήσει σε δεύτερη μοίρα. Τώρα όμως η δίψα που φλόγιζε το στεγνό λαρύγγι του και οι σουβλιές με τα γουργουρητά του στομαχιού του, απαιτούσαν το δικό τους μερίδιο της προσοχής του.
Οι σκάλες! Ναι οι σκάλες στις οποίες βρισκόταν! Συνέχιζαν προς τα κάτω, μάλλον προς το υπόγειο. Συνήθως στα υπόγεια των επαγγελματικών κτηρίων σπάνια κυκλοφορεί κόσμος και αν ακόμα κυκλοφορεί, σίγουρα θα είναι μεμονωμένα άτομα, όχι πλήθος. Άρχισε να κατεβαίνει αργά, απασφαλίζοντας την ήδη οπλισμένη καραμπίνα. Το τσεκούρι το είχε περάσει στη ζώνη του, στα σκοτάδια εκεί δεν θα χρησίμευε και πολύ. Για κάποιο περίεργο λόγο τα φώτα ασφαλείας στη σκάλα δεν άναβαν, ελλιπής συντήρηση ίσως; Η σκάλα κατέβαινε αρκετά προς τα κάτω κάνοντας δύο στροφές πριν καταλήξει σε ένα φαρδύ και μακρύ διάδρομο. Ευτυχώς λειτουργούσαν τα φώτα του διαδρόμου που δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν διάφορες πόρτες βοηθητικών χώρων και αποθήκες. Στο βάθος ήταν μία μεγαλύτερη, διαφορετική από τις άλλες. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος εδώ, ούτε υπήρχε κάποιος. Πάντα στο αδύναμο φως των φώτων ασφαλείας του διαδρόμου, άρχισε να προσπαθεί να εξερευνήσει τι υπήρχε πίσω από τις πόρτες. Οι περισσότερες ήταν κλειδωμένες. Θα μπορούσε βέβαια εύκολα να τις παραβιάσει με μερικά χτυπήματα, έτσι θα τραβούσε όμως πιθανόν την προσοχή των παραφρόνων που περιφέρονταν στο λόμπυ του κτηρίου. Η βίαιη παραβίαση ήταν η έσχατη λύση. Οι δύο μόνες πόρτες που άνοιξαν ήταν αυτές που πίσω τους βρισκόταν αναλώσιμα για εκτυπωτικά μηχανήματα και το δωματιάκι της καθαρίστριας με απορρυπαντικά και άλλα είδη καθαριότητας. Προχώρησε προς την μεγάλη πόρτα στο βάθος όταν άκουσε από τα δεξιά, πίσω από μία πόρτα που ανεπιτυχώς είχε πριν λίγο προσπαθήσει να ανοίξει, ένα σιγανό και πνιχτό συνεχόμενο βήξιμο. Κράτησε μόνο δύο με τρία δευτερόλεπτα, όμως ήταν αρκετά για να καταλάβει πως κάποιος κρυβόταν εκεί. Όσο μπορούσε πιο σιγά αλλά και πιο κοφτά και απειλητικά μπορούσε, είπε:
«Άνοιξε! Είμαι οπλισμένος και θα τη σπάσω αν δεν ανοίξεις! Τώρα!» Λόγια που συνόδεψε ένα ελαφρύ μεταλλικό χτύπημα της κάννης πάνω στο στρογγυλό πόμολο της πόρτας. Από μέσα καμία αντίδραση. Νέο δυνατότερο χτύπημα.
«Άνοιξε σε παρακαλώ, κινδυνεύω εδώ!»
-«Είμαι χτυπημένη! Δεν είσαι σαν αυτούς επάνω, έτσι;»
«Όχι δεν είμαι, δεν θα σου μιλούσα αν ήμουν. Άνοιξε επιτέλους!»
Ακούστηκε ένας σύρτης να τραβιέται και η πόρτα άνοιξε δύο τρία εκατοστά. Την έσπρωξε ανυπόμονα και μπήκε μέσα. Την γυναίκα την πέταξε κάτω με την φόρα που μπήκε και εκείνης ξέφυγε ένα κλαψούρισμα πόνου. Ο χώρος φωτιζόταν από το ασθενικό φως ενός ρεσώ πάνω σε ένα αρκετά μεγάλο τραπέζι. Το δωμάτιο ήταν ένα μικρό κουζινάκι και τραπεζαρία μάλλον για όσους δούλευαν εκεί κάτω. Ήταν μια γυναίκα αδύνατη γύρω στα σαράντα, με ένα βαθύ κόψιμο στο πάνω μέρος του κεφαλιού από το οποίο το ξεραμένο αίμα σκέπαζε το μισό της πρόσωπο. Μέσα στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς άλλος. Την βοήθησε να σηκωθεί και να καθίσει σε μία καρέκλα. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά και έβαλε τον σύρτη.
«Μην μου κάνεις κακό σε παρακαλώ! Είμαι χτυπημένη...»
-«Μην φοβάσαι, δεν έχω σκοπό να σε βλάψω, καταφύγιο ήθελα, με όλη αυτή την τρέλα εκεί έξω.»
«Τί συμβαίνει; Έχεις καταλάβει τί έπαθαν όλοι; Τί συνέβη;»
-«....δεν ξέρω ακόμα...δεν ξέρω ακόμα...»
Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει ο άντρας.
Περιποιήθηκε το τραύμα της και το δικό του όσο μπορούσε. Εκείνη ήταν χειρότερα από τον ίδιο, μάλλον είχε πάθει διάσειση. Την έλεγαν Δήμητρα και ήταν υπάλληλος υποδοχής στην εταιρεία εκείνη. Είχε κατέβει στο υπόγειο για διάλειμμα και ανέβαινε τις σκάλες για το πόστο της όταν συνέβη ο Χαμός. Κόπηκε το ρεύμα και σκοντάφτοντας χτύπησε το κεφάλι της σε κάποιο σκαλοπάτι. Όταν συνήλθε, ακούγοντας τα σπασίματα, τις άναρθρες κραυγές πόνου και λύσσας, τα ουρλιαχτά, σύρθηκε όπως όπως πίσω στο κουζινάκι-τραπεζαρία του προσωπικού και κλειδαμπαρώθηκε έντρομη εκεί, μην ξέροντας τι συνέβαινε επάνω. Ο πονοκέφαλος ήταν φριχτός όπως και η ζαλάδα της. Έμειναν εκεί μέσα για τις επόμενες ώρες, μπορεί να ήταν και μέρες, είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου εκεί μέσα. Κάποια στιγμή τα λίγα ρεσώ τελείωσαν όπως και τα ελάχιστα τρόφιμα και το νερό. Έπρεπε να βγουν, ή μάλλον εκείνος να βγει, γιατί η Δήμητρα δεν είχε δυνάμεις ούτε και ψυχολογικά μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο. Τότε ήταν που άκουσαν το ανοιγοκλείσιμο μιάς πόρτας. Η μόνη πόρτα που δεν είχε τσεκάρει, ήταν η βαριά μεγάλη μεταλλική ασφαλείας στο βάθος του διαδρόμου, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με το τσεκούρι να την ανοίξει. Κόλλησε το αυτί του στην δική τους πόρτα. Βήματα διστακτικά δύο ή τριών ανθρώπων ακούγονταν στον διάδρομο. Σίγουρα δεν ήταν παράφρονες αλλά άνθρωποι φοβισμένοι. Να ήταν οπλισμένοι; Και πως θα αντιδρούσαν αν άνοιγε την δική του πόρτα και εμφανιζόταν μπροστά τους; Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους πολλές φορές ενστικτωδώς επιθετικούς. Σκέφτηκε πως κάπου πήγαιναν, ίσως επάνω, το πιθανότερο ήταν πως και σε αυτούς τελείωσαν οι όποιες προμήθειες είχαν και έπρεπε να βγουν να ψάξουν για ό,τι μπορούσε να βρεθεί από φαγητό και νερό. Θεώρησε καλύτερο να τους περιμένουν αυτός και η Δήμητρα στην επιστροφή τους. Να ξαφνιαστούν όσο γίνεται λιγότερο. Σίγουρα η παρουσία μιας τραυματισμένης γυναίκας θα βοηθούσε στο να μην αντιδράσουν σπασμωδικά. Το όπλο ήταν πάντα γεμάτο και οπλισμένο. Σήκωσε την γυναίκα και την βοήθησε να βγει. Περίμεναν κάμποσα αγωνιώδη λεπτά, από αυτά που το καθένα φαίνεται να κρατάει ώρες.
Τα βήματα αυτή τη φορά δεν ήταν σιγανά και διστακτικά, ούτε ήταν δύο μόνο ανθρώπων. Ήταν βήματα γρήγορα, θορυβώδη και πολλά! Εμφανίστηκαν δύο πανικόβλητοι άντρες στην σκάλα, οι οποίοι έτρεχαν, σχεδόν κουτρουβαλούσαν τα σκαλιά, με ένα φρικαλέο πλήθος πίσω τους να προσπαθεί να τους αρπάξει. Ασυναίσθητα οπισθοχώρησε κρατώντας την πληγωμένη γυναίκα προς τη βαριά πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, εκεί από όπου μάλλον είχαν βγει οι δύο άντρες. Ο ένας τους, αυτός που προπορευόταν, κρατούσε ένα μαύρο σακίδιο πλάτης μπροστά του. Κόντευαν να κατεβούν τη σκάλα, λίγα σκαλιά απέμεναν. Τότε συνέβη η καταστροφή.
Αυτός που προπορευόταν σκόνταψε και έπεσε αναγκάζοντας τον σύντροφο του να κόψει ταχύτητα. Αυτό ήταν αρκετό στον παράφρονα συρφετό. Τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν και να τον ξεσχίζουν με μανία. Ο πεσμένος, παρακινημένος από τις σπαρακτικές κραυγές πόνου του φίλου του και τα άναρθρα λαρυγγώδη μουγκρητά και βρυχηθμούς των τρελών, προσπάθησε να σηκωθεί και έκανε μερικά βήματα ακόμα πριν δύο μαινόμενοι άντρες τον αρπάξουν από τα πόδια ξαναρίχνοντας τον κάτω. Το σακίδιο έφυγε από τα χέρια του και γλίστρησε προς την μεριά του άντρα και της γυναίκας, οι οποίοι πλέον δεν είχαν που να οπισθοχωρήσουν, ακουμπούσαν ήδη οι πλάτες τους στην μεταλλική πόρτα. Η καραμπίνα βρυχήθηκε τέσσερεις απανωτές φορές με την καταλυτικά αποσβολωτική βροντή της κοντής κάννης κυνηγετικού σε περιορισμένο και κλειστό χώρο, διαλύοντας από την απόσταση των οχτώ περίπου μέτρων τις πρώτες σειρές του πλήθους σε ξεφτίδια από σάρκες και κόκκαλα ανάμεικτα με αίμα μυαλά και κουρέλια. Η Δήμητρα χτυπούσε φρενιασμένα τη πόρτα με τις γροθιές της φωνάζοντας να ανοίξουν οι από μέσα, όσο ο άντρας έβαζε φυσίγγια στην καραμπίνα. Έριξε άλλες δύο φορές σωριάζοντας μερικούς ακόμα, αλλά οι υπόλοιποι σταθερά πλησίαζαν. Θα τους κομμάτιαζαν σε δευτερόλεπτα. Η πόρτα άνοιξε απότομα και ένα χέρι άρπαξε την γυναίκα προς τα μέσα. Ο άντρας έριξε άλλη μία φορά στους παρανοϊκούς και κάνοντας δύο βήματα μπροστά, άρπαξε το σακίδιο και έτρεξε προς τα πίσω στην πόρτα που άρχιζε να κλείνει. Ίσα που πρόλαβε, μπήκε με φόρα και βοήθησε να κλείσει η βαριά πόρτα γρήγορα. Απ’ έξω ήδη ακούγονταν οι πνιχτοί γδούποι από ανθρώπινα μέλη πάνω στο μέταλλο. Ευτυχώς η πόρτα ήταν ειδικής κατασκευής, απαραβίαστη. Κοίταξε γύρω του τον χώρο στον οποίο είχαν μόλις μπει. Ήταν μία αίθουσα γεμάτη σβηστές οθόνες και τερματικά. Τρεις άντρες, ένας νεώτερος και δύο περίπου στην ηλικία του ήταν εκεί. Κοιτάζονταν όλοι για κάμποσα δευτερόλεπτα αμίλητοι. Την σιωπή την έσπασε ο νεαρός.
«Ελάτε να καθίσετε. Με λένε Σταθάκη. Μη φοβάστε, εδώ δεν κινδυνεύουμε, από ό,τι είναι εκεί έξω. Αλήθεια τι έχει γίνει επάνω; Είδαμε απίστευτες σκηνές από τις κάμερες για λίγα δευτερόλεπτα, μετά όλα νεκρώθηκαν.»
Κι οι νεοφερμένοι όμως δεν ήξεραν και πολλά, για την ακρίβεια δεν ήξεραν τίποτα παραπάνω από τους τρεις άντρες στο υπόγειο.
Αυτή ήταν η αρχή της αναγκαστικής τους συμβίωσης στο χώρο που μέχρι χτες ήταν το Computer Room μιας εταιρείας. Συμβίωση δύσκολη, που αρκετές φορές η τεταμένη από το φόβο και τον εγκλεισμό στο υπόγειο για τόσες μέρες, πόσες ήταν αλήθεια;
Είχαν αρχίσει να τραβούν γραμμές στον τοίχο, μερικές μέρες μετά που βρέθηκαν όλοι μαζί, αλλά πόσες μέρες ακριβώς κανείς τους δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα και σιγουριά. Καταλάβαιναν την εναλλαγή μέρας και νύχτας από το αμυδρό φως του φεγγίτη ψηλά. Στον τοίχο ήταν χαραγμένες είκοσι έξι γραμμές. Η πνιγηρή κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, η έλλειψη τροφής και νερού, ο άγνωστης προέλευσης τρόμος που είχε απλωθεί έξω, η απτή φρίκη που είχε ξεχυθεί, τσάκιζαν το λογικό τους κάθε λεπτό που περνούσε. Ο φόβος του τι συνέβαινε εκεί και το ασύλληπτο και περισσότερο τρομερό, το γιατί συνέβαινε. Ήταν σαν με κάποιο μαγικό τρόπο κάποιος είχε πατήσει ένα διακόπτη και ξαφνικά όλη η πόλη ενσάρκωσε έναν φριχτό εφιάλτη. Τον εφιάλτη που ζούσαν. Ζούσαν αλήθεια; Η πραγματικότητα με την παράκρουση άρχισε να στροβιλίζεται άτακτα μέσα στο μυαλό τους. Χάνονταν στις παραληρηματικές σκέψεις τους για ώρες ή βημάτιζαν νευρικά πάνω κάτω. Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσουν οι καβγάδες κάποιοι αιτιολογημένα, οι περισσότεροι αναίτια και ξαφνικά. Άρχισαν σιγά αλλά σταθερά και κλιμακούμενα να μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με τα τέρατα από τα οποία γύρευαν να γλιτώσουν κλειδωμένοι εκεί κάτω. Στο ισόγειο πήγαν κάποιες φορές ο άντρας με τον Σταθάκη συνήθως, ή ο άντρας με κάποιον από τους άλλους δύο. Συμμετείχε σταθερά μια και αυτός είχε την καραμπίνα και το τσεκούρι. Δεν εμπιστευόταν και καλά έκανε, να τα δώσει σε κάποιον από τους άλλους. Ούτε στον Σταθάκη. Ήταν μικρές, αγχωτικές και βίαιες έξοδοι σε ένα ρημαγμένο χώρο που η πτωμαΐνη και η αποφορά της αποσυντιθέμενης ύλης βαριά σκέπαζε την ατμόσφαιρα. Μυρωδιές που είχαν κατακλύσει και τον δικό τους προστατευμένο χώρο. Ούτε που τις πρόσεχαν πια. Οι αυτόματοι πωλητές είχαν αδειάσει πια. Την επόμενη φορά έπρεπε να βγουν στο δρόμο. Σε κάθε έξοδο μειωνόταν και το απόθεμα από φυσίγγια. Μόνο δύο είχαν απομείνει πια, αλλά το κρατούσε κρυφό. Καλύτερα να μην ήξεραν, τόσο για να μην πέσει και άλλο το ηθικό τους, όσο και για τη δική του ασφάλεια.
Το ποιος θα πήγαινε αυτή τη φορά επάνω, ήταν η αιτία του τελευταίου και απόλυτα καταστροφικού καυγά. Ο κλήρος ήταν ανάμεσα στους τρεις, Σταθάκη, Νικολούδη και Τσίφτσα. Την Δήμητρα ως συνήθως και πολύ σωστά δεδομένης της κατάστασης της, την είχαν αφήσει απέξω.
Ο κλήρος έπεσε στον Τσίφτσα, έναν κοντόχοντρο πενηντάρη με βαθουλωμένα μονίμως με μαύρους κύκλους μάτια, προγούλι γαλοπούλας και γκρίζα πυκνά, κοντά σαν βούρτσα μαλλιά. Ήταν αυτός που γκρίνιαζε περισσότερο από όλους και για κακή του τύχη αυτός που του είχε κληρώσει να βγει και την προηγούμενη φορά. Αμέσως τα έβαλε με την Δήμητρα. Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός, έφτυνε τις λέξεις μαζί με τα σάλια. Στο τέλος κραύγαζε πια πως όλοι είχαν στραφεί εναντίον του για να τον ξεκάνουν. Εκεί, στο σημείο αυτό έκανε να στραφεί εναντίον της γυναίκας, η οποία τρομοκρατημένη είχε σηκωθεί από την γωνιά της και οπισθοχωρούσε προς την κεντρική κονσόλα της αίθουσας. Ο Τσίφτσας έκανε να την προλάβει με υψωμένη γροθιά όταν παρενέβη ο Σταθάκης για να τον ηρεμήσει. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο και στράφηκε εναντίον του Σταθάκη με τα μάτια να γυαλίζουν από την οργή. Ο άντρας, από την αρχή της σκηνής αυτής παρατηρούσε ανήσυχος κρατώντας σφιχτά το όπλο στα χέρια, το πυροσβεστικό τσεκούρι το είχε αφήσει ακουμπισμένο στον τοίχο δύο μέτρα πίσω του. Ο έξαλλος Τσίφτσας έπεσε πάνω στον Σταθάκη παρασύροντας τον προς την άλλη άκρη της αίθουσας και ανατρέποντας τον με βία. Για κακή του τύχη ο νεαρός όπως έπεσε, χτύπησε δυνατά το πίσω μέρος του κεφαλιού του στο πάτωμα. Το χτύπημα ακούστηκε με τον χαρακτηριστικό ανατριχιαστικό τρόπο του κόκκαλου που θρυμματίζεται. Ούτε αυτό όμως σταμάτησε τον Τσίφτσα που καθισμένος στο στέρνο του άτυχου νεαρού τον χτυπούσε απανωτά με τις γροθιές του στο πρόσωπο μετατρέποντας το σε μια ματωμένη χαλαρή μάσκα όπου γύρω της απλωνόταν ένα βαθύ σκούρο φωτοστέφανο από το ήδη ανοιγμένο του κρανίο. Η Δήμητρα άρχισε να ουρλιάζει κι αυτό έβγαλε από το σοκ τον άντρα, που αντέδρασε κι αυτός σπασμωδικά σαν να ξυπνούσε από κακό όνειρο, πιέζοντας την σκανδάλη της κοντόκανης καραμπίνας. Τα χοντρά σκάγια από την απόσταση των πέντε μέτρων διέλυσαν κυριολεκτικά το κρανίο του Τσίφτσα και συνέχισαν βρίσκοντας την Δήμητρα στο στέρνο και το στομάχι. Η άτυχη γυναίκα βρισκόταν στην γραμμή πυρός. Το χτύπημα ήταν τόσο βίαιο που διπλώθηκε στα δύο σαν σπασμένη κούκλα και σωριάστηκε στο πάτωμα σπαρταρώντας σε μια λίμνη αίματος πριν μείνει ακίνητη για πάντα.
Είδε με την άκρη του ματιού του την κίνηση από δεξιά και οπλίζοντας το όπλο με το τελευταίο φυσίγγι, στράφηκε προς τα εκεί πυροβολώντας στα τυφλά προς τον όγκο που του επιτίθονταν. Ήταν όμως πολύ αργά. Δέχθηκε το άτσαλο και βιαστικό χτύπημα από το τσεκούρι με το πλάι της κόψης. Ένιωσε το κρανίο του να σπάει με ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Πρόλαβε όμως να δει το κεφάλι του Νικολούδη να σκάει σε ένα άλικο πυροτέχνημα πριν βυθιστεί στο σκοτάδι ο νους του και σωριαστεί.
Το δωμάτιο ήταν στον τέταρτο όροφο της Νευροχειρουργικής Κλινικής, του νοσοκομείου Γεννηματάς στην λεωφόρο Μεσογείων. Ο μόνος ασθενής μέσα σε αυτό, ήταν ένας άντρας με επιδέσμους που κάλυπταν το κεφάλι του, φοβερά αδυνατισμένος. Ο ορός έσταζε αργά, σταγόνα σταγόνα από τον οροστάτη. Ο άντρας είχε βγει από το κώμα μόλις πριν λίγες ώρες. Βρισκόταν εκεί τριάντα δύο ημέρες, από εκείνο το πρωινό που τον έφεραν. Δεν είχε στοιχεία επάνω του, ήταν υποσιτισμένος και αφυδατωμένος, τρομερά βρώμικος και έφερε ένα θλαστικό τραύμα στο δεξί βρεγματικό οστό του κρανίου από κάποιο βαρύ αντικείμενο. Ο βρεγματικός λοβός δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά, αλλά το πόσο και σε ποιό βαθμό είχαν επηρεαστεί οι λειτουργίες που εδράζονται εκεί, ακόμα δεν μπορούσε να διαγνωσθεί με βεβαιότητα. Μέσα στο δωμάτιο επίσης ήταν ένας νοσηλευτής και μία υπάλληλος καθαριότητας του νοσοκομείου.
Συζητούσαν σιγανά για το μυστήριο του αινιγματικού άντρα, ο ίδιος είχε τα μάτια κλειστά, μάλλον κοιμόταν.
«Τελικά έμαθες ποιός είναι; Βρήκε τίποτα η αστυνομία; Μήπως είπε κάτι ο ίδιος όταν συνήλθε;» ρώτησε η γυναίκα.
-«Όχι, ούτε η Αστυνομία κατάφερε να βρει κάτι, δακτυλικά αποτυπώματα, αναγνώριση από silver alert, είναι σαν αυτός ο άνθρωπος να μην υπάρχει, ένα μυστήριο, τον βρήκαν ένα πρωί στο computer room μιας εταιρείας πληροφορικής ή κάτι τέτοιο, εδώ κοντά. Ο χώρος ήταν από αυτούς που δεν μπορούσες να μπεις παρά μόνο αν εργάζεσαι εκεί, με κάμερες πόρτες μοναδικότητας, πόρτες ασφαλείας και τέτοια. Το πως και γιατί βρέθηκε εκεί και ποιός είναι κανείς δεν ξέρει. Μυστήριο πραγματικό κι ανεξήγητο. Ούτε κι ο ίδιος είπε κάτι από την ώρα που συνήλθε, εκτός από μια ασυναρτησία, κάτι σαν ‘δεν ξέρω ακόμα’ ή κάτι τέτοιο» απάντησε ο νοσηλευτής.
Στο σημείο αυτό, ο άντρας αναδεύθηκε και άφησε ένα σιγανό βογγητό, ανοίγοντας τα μάτια του.
Οι άλλοι σώπασαν και στράφηκαν προς τα εκεί, με περιέργεια.
Πριν προλάβουν να πουν κάτι εκείνοι ή ο ασθενής ένιωσαν ένα μακρινό υπόκωφο ήχο που μεγάλωνε απίστευτα γρήγορα σε ένταση, κάτι σαν βοή.
Η γυναίκα στράφηκε προς το παράθυρο στο σημείο που νόμισε πως προέρχονταν η βοή, το βουνό, τον Υμηττό και τότε το είδε να έρχεται.
«Κοιτάξτε! Τί περίεργο σύννεφο είναι αυτό που έρχεται με τόση ταχύτητα από το βουνό; Και τί είναι αυτή η....»
Ο άγνωστος άντρας έντρομος, άρχισε να ουρλιάζει…
Tid Tripper (M.K.)
0 Kommentare:
Δημοσίευση σχολίου