Τον Γιατρό και τον Ασθενή.
Ο Γιατρός με αυστηρό γκρίζο επαγγελματικό κοστούμι, λιπόσαρκος μεσήλικας με επιδερμίδα που θα ζήλευαν τα κέρινα ομοιώματα στο μουσείο Tussaud. Διόρθωσε τα χωρίς σκελετό γυαλιά του στη μύτη του, κοίταξε τον Ασθενή και άρχισε να μιλάει.
« Αισθάνεστε καλύτερα σήμερα; Σας βλέπω πιο ήρεμο σε σχέση με την τελευταία μας συνάντηση. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να συμπληρώσετε ή να συζητήσουμε πριν την οριστική μου γνωμάτευση;»
-«Είμαι όντως πολύ καλύτερα, η θεραπεία αποδίδει. Αρχίζω και συνέρχομαι χάρη σε σας Γιατρέ. Όντως αισθάνομαι ήρεμος.»
«Δηλαδή δεν ισχυρίζεστε πια, δεν πιστεύετε ότι ταξιδεύετε στο χρόνο ζώντας ξανά και ξανά διαφορετικές ζωές; Αναρωτιέμαι εάν λέτε αλήθεια ή προσπαθείτε να με ξεγελάσετε για να φύγετε από εδώ. Πιστέψτε με όμως θα το καταλάβω. Είναι η δουλειά μου άλλωστε να καταλαβαίνω τέτοια πράγματα.»
Ο Ασθενής κοίταξε τον Γιατρό στα μάτια.
-«Συνειδητοποίησα μετά από όλα αυτά, ότι απλώς φοβόμουν. Με τρόμαζε το να ζήσω όπως όλοι. Οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Κατά βάση είμαι δειλός. Πληγώνομαι εύκολα και όλο αυτό ήταν η λανθασμένη μου διέξοδος διαφυγής, η ασφαλιστική δικλείδα του άγχους μου. Η άρνηση να αντιμετωπίσω όσα ένιωθα ότι με πιέζουν. Έτσι κατέληξα εδώ. Αποδέχτηκα όμως την πραγματικότητα, χάρη σε σας Γιατρέ. Δεν έχω κάτι άλλο να πω πέρα από το να σας ευχαριστήσω.»
Ο Γιατρός έμεινε σιωπηλός όση ώρα έγραφε στο χαρτί την τελική γνωμάτευση. Όταν τελείωσε, ρώτησε τον Ασθενή.
«Από εμένα θεωρείστε πλέον θεραπευμένος και ψυχικά υγιής. Σε λίγο θα είστε ελεύθερος ξανά. Τι σκέπτεστε να κάνετε μόλις βγείτε από εδώ;»
-«Σας ευχαριστώ Γιατρέ. Το πρώτο πράγμα που σκέπτομαι είναι να πάω να κοιμηθώ και να προχωρήσω παρακάτω. Αυτό.»
«Πολύ καλή σκέψη. Ξεκούραση και ηρεμία για μια καινούρια αρχή και πορεία. Θα σας γράψω μία συνταγή για αντικαταθλιπτικά ηρεμιστικά που θεωρώ ότι θα σας βοηθήσουν τον πρώτο καιρό.»
.........................................................................
Ο Ασθενής προχώρησε το σούρουπο στον γνώριμο έρημο δρόμο κάτω από τον γκρίζο χειμωνιάτικο ουρανό.
Είχε φτάσει στο σπίτι του, στη γειτονιά του.
Μπήκε στο απρόσωπα άχρωμο παλιό κτήριο όπου ήταν το διαμέρισμα του.
Έμενε μόνος. Πάντα ήταν μόνος.
Στο μικρό δωμάτιο, ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα ρούχα.
Ένα θλιμμένο χαμόγελο προσπαθούσε να δώσει κάτι από φως στο μισοσκόταδο.
Άνοιξε το μπουκαλάκι με τα αντικαταθλιπτικά ηρεμιστικά κι άρχισε να καταπίνει τα χάπια, το ένα μετά το άλλο.
Ο Γιατρός πήρε με το άλλο χέρι ένα ποτήρι νερό και ήπιε.
Έκλεισε τα μάτια με μία σκέψη.
«Να κοιμηθώ, να προχωρήσω παρακάτω…»
Tid Tripper (Μ.Κ.)
Έκλεισε τα μάτια με μία σκέψη.
«Να κοιμηθώ, να προχωρήσω παρακάτω…»
Tid Tripper (Μ.Κ.)
0 Kommentare:
Δημοσίευση σχολίου