17/9/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 17.9.20

     
Εκείνο το μουντό, βροχερό πρωί, που πρώτη φορά την είδα να μπαίνει στο καφέ, έπαθα σοκ. 
Ψηλή, με μακριά κατάμαυρα κυματιστά μαλλιά ως τη μέση, κορμοστασιά που θα ζήλευαν πολλές αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, η παρουσία της έδινε πνοή στο χώρο, μια αύρα ευγενικής και συνάμα περήφανης ομορφιάς, δεν ήταν κραυγαλέα και επιδεικτικά επιβαλλόμενη, αλλά δρόσιζε το βλέμμα με το άρωμα και τη δροσιά ενός σπάνιου εξωτικού λουλουδιού. 

Ναι βρέθηκα σε κατάσταση σοκ με το που άνοιξε η πόρτα του καφέ και εμφανίστηκε. Μην πάει ο νους σας σε κάτι το πονηρό, αν και όσοι με γνωρίζουν καλύτερα δεν θα περίμεναν κάτι το διαφορετικό από εμένα. Όχι, δεν είχε σχέση το σοκ μου με λαγνεία, πάθος, καύλα και οτιδήποτε παρεμφερές. 

Η βουβή κατάπληξη και το δέος που ένιωσα, δεν οφειλόταν στην αδιαμφισβήτητη ομορφιά της, αλλά στο τρομακτικά οικείο της παρουσίας της. 

Σίγουρα θα έχετε μπερδευτεί. 

Όπως και εγώ άλλωστε εκείνη τη πρώτη φορά αλλά και τις επόμενες που ήρθε. Παράγγελνε το καφέ της, καθόταν σε ένα απόμερο τραπέζι, μιλούσε συνέχεια στο κινητό της ή σερφάριζε στο ίντερνετ με το τάμπλετ της. Πρέπει λοιπόν να σας πω μερικά πράγματα για να καταλάβετε το λόγο για τον οποίο στην εμφάνιση της άγνωστης ένιωσα τόση κατάπληξη, στα όρια του πανικού. 

Οι άνθρωποι σκαρφιζόμαστε διάφορους τρόπους να δραπετεύσουμε από την ισοπεδωτική πλήξη της καθημερινότητας. Άλλοτε πετυχημένους, άλλοτε όχι, εξαρτάται πάντα από το αποτέλεσμα και τη διάρκεια της απόδρασης. Η δυσαρμονία της ζωής που έπλαθε η φαντασία της νιότης μας με το γκροτέσκο τερατούργημα σχεδόν ζωής που καταφέραμε να κατασκευάσουμε, με τις συμβάσεις των ανασταλτικών πρέπει του κοπαδιού, που μέρος του είμαστε και μέσα σε αυτό συμβιώνουμε. Χρειάζεται τη δικλείδα ασφαλείας λίγων λεπτών ή ωρών εκτόνωσης της πίεσης,που φορτώνεται ο καθένας η καθεμιά από εμάς. 

Άλλοι χρησιμοποιούν κάποια σωματική δραστηριότητα γι΄ αυτό, που την ονομάζουν αθλητισμό, άλλοι κάποιο χόμπι δημιουργικό ή μη, άλλοι την ύψιστη και σπάταλη πολυτέλεια του να μη κάνουν τίποτε απολύτως. Προσωπικά ανήκω σε αυτούς που προτιμούν τη δημιουργική απασχόληση που δίνει το γράψιμο. Είναι το καταφύγιο και η λύτρωση μου. Δεν έχω την πολυτέλεια της απραξίας από τότε που συνειδητοποίησα την βέβαιη και εύθραυστη φθαρτότητα της ύπαρξης μου. Ματαιοδοξία, απέλπιδη προσπάθεια να μείνει κάτι πίσω; Ίσως. Πάντως ξεκίνησα να γράφω πριν μερικά χρόνια και το αποτέλεσμα είναι μάλλον θετικό για την ψυχική μου ισορροπία. 

Συνήθως αντλώ τους ήρωες και τις ηρωίδες των ιστοριών μου από πρόσωπα που ήδη γνωρίζω, σπάνια μπαίνω στη διαδικασία να πλάσω κάποιον με φανταστικά χαρακτηριστικά, ιδιοτροπία μου αυτό. Συνήθως. Ας γυρίσουμε όμως στην όμορφη μυστηριώδη άγνωστη. Ε λοιπόν με κάποιο τρόπο δεν ήταν άγνωστη, την είχα ξαναδεί, την ήξερα και μάλιστα πολύ καλά. Ήξερα τις κινήσεις τις ανεπαίσθητες του κεφαλιού της όταν μιλούσε, το βλέμμα της, εκφράσεις, τον τόνο και τη χροιά της φωνής της, τη βραχνάδα της κάποιες στιγμές όταν τη χαμήλωνε, το χαμόγελό της. 

Ήξερα και άλλα που δεν θα έπρεπε να ξέρω κανονικά, σημεία του κορμιού της, σημάδια όπως αυτό που είχε στην αριστερή κλείδα από κάποιο ατύχημα, την ευαισθησία στη μέση της, ήξερα πολλά. Ήξερα πολλά γιατί εγώ την είχα πλάσει, εγώ την είχα φανταστεί και δημιουργήσει σε κάποια από τις σπάνιες φορές που οι φυσιογνωμίες των γνωστών μου προσώπων δεν επαρκούσαν για το πρόσωπο της ηρωίδας που είχα κατά νου. Της “Θάλειας” γυναίκας του κεντρικού μου ήρωα του πρώτου ή μάλλον δεύτερου μυθιστορήματος που πάλευα να γράψω, του Γέρου. Η Θάλεια που χάθηκε στο Μεγάλο Χαμό. Είχα λοιπόν πλάσει τη Θάλεια στη φαντασία μου, ένα πρόσωπο με σύντομη παρουσία στο κείμενο, καταλυτική όμως επιρροή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, των αποφάσεων και ενεργειών του κεντριού ήρωα. 

Το μοναδικό φανταστικό πρόσωπο, μέσα στο έργο. 

Όλοι οι άλλοι βασίστηκαν σε χαρακτηριστικά υπαρκτών ανθρώπων του περιβάλλοντος μου, αυτή όχι. 

Έτσι λοιπόν καταλαβαίνετε το σοκ και την ταραχή μου όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε βιαστικά εκείνο το πρωί κλείνοντας την ομπρέλα της και αφήνοντας τη στην ομπρελοθήκη της εισόδου. 

Κατέβασε τη κουκούλα του αδιάβροχου της ελευθερώνοντας ένα χείμαρρο κατάμαυρα σπαστά μαλλιά. 

ίναξε με χάρη πίσω το κεφάλι καθώς ένα τσουλούφι έπεσε μες τα μάτια της. Κοντοστάθηκε να προσανατολιστεί στο χώρο και διάλεξε το πιο απόμερο τραπέζι να καθίσει. Κάθισε, ακούμπησε τη τσάντα της στην άλλη καρέκλα και περίμενε κάποιον να πάει να πάρει την παραγγελία της. 

Μουδιασμένα, σαν σε όνειρο που είμαι παρατηρητης και όχι το ενεργών πρόσωπο, συνειδητοποίησα πως αυτός που έπρεπε να πάει να πάρει την παραγγελία της και να την εκτελέσει, ήμουν εγώ. 

Έπρεπε να πάω. 

Ήθελα και δεν ήθελα. 

Από τη μια η περιέργεια από την άλλη η υποβόσκουσα και μάλλον βάσιμη πιθανότητα πως άρχισα να το χάνω, πως ζούσα μια παραίσθηση, ένα όνειρο, έναν εφιάλτη; Ήμουν ξύπνιος άραγε; Με τις σκέψεις αυτές πλησίασα. 

“Καλημέρα σας, θα πάρετε κάτι παρακαλώ;” 

Ήξερα από πριν τι θα παραγγείλει, φρέντο εσπρέσο μέτριο

-“Καλημέρα, ένα ... “...φρέντο εσπρέσο μέτριο;” άκουσα τη φωνή μου να λέει. Την είχα διακόψει.

 -“Ναι! Πως το ξέρετε; πρώτη φορά έρχομαι...” είπε έκπληκτη χαμογελαστά. 

“ Με συγχωρείτε, βιάστηκα να τα μπαλώσω, υπέθεσα πως κάτι τέτοιο θα... 

- “ Δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεστε άσχημα, πράγματι αυτό ήθελα, μου κάνει όμως εντύπωση που το μαντέψατε, θα έχετε μεγάλη εμπειρία φαίνεται σε αυτή τη δουλειά.” είπε με την ανεπαίσθητα βραχνή φωνή της μια βαθιά κι ανεπιτήδευτα αισθησιακή κι ευχάριστη φωνή. 

Αυτό μεγάλωσε τη σύγχυση που ένιωσα. Πως να της έλεγα πως μόλις λίγες μέρες πριν είχα μάθει να φτιάχνω καφέ στην μηχανή; 

Αρκέστηκα σε ένα βεβιασμένο χαμόγελο και στη διαβεβαίωση πως ο καφές της θα έφτανε σε λίγο. 

Χρειάστηκε να φτιάξω τρεις καφέδες μέχρι να πετύχω το δικό της, τόση ταραχή είχα. Με την άκρη του ματιού μου την παρατηρούσα στο βάθος με την κρυφή ελπίδα μα και φόβο πως στο επόμενο κοίταγμα μου θα είχε εξαφανιστεί και όλο αυτό θα ήταν μια ξεγυρισμένη παραίσθηση που το χωρίς άλλο θα έπρεπε επειγόντως να ψάξω σε κάποιον γιατρό. Ήταν εκεί όμως και κάπνιζε. 

Της πήγα τον καφέ της, ζητώντας συγνώμη για την αργοπορία μου. Δεν είπε τίποτα, μόνο μου χαμογέλασε. Ίσως γιατί με την σχεδόν αλάνθαστη γυναικεία διαίσθηση είχε διαγνώσει την ταραχή μου, σίγουρα από καιρό ήξερε την επιρροή που ασκούσε στους άντρες. Αυτό όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ανακουφιστικά βολικό σε σχέση με την πραγματική αιτία της ταραχής μου. 

Ερχόταν κάθε μέρα σχεδόν και έμενε με τις ώρες εκεί. 

Πάντα μόνη της. Μίλαγε πολύ στο κινητό της ή διάβαζε κάποιο βιβλίο ή σερφάριζε στο ίντερνετ με το τάμπλετ της. Πάντα ο διάλογος μας ακριβώς ο ίδιος, σαν ιεροτελεστία. Τα λίγα πρωινά που δεν έρχονταν μια μελαγχολία με έπιανε, όχι δεν την είχα ερωτευτεί, απλώς τη θεωρούσα μια απτή, μια υπαρκτή απόδειξη των φανταστικών μου κόσμων και δεν θα ρίσκαρα να χαθεί, να εξαφανιστεί. Επίσης ήξερα πως δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας μου, κάτι που μόνο εγώ έβλεπα, γιατί την είχαν προσέξει συνάδελφοι και άλλοι πελάτες, άρα δεν την έβλεπα μόνο εγώ. Από μεριάς μου κρατούσα μια ευγενική και διακριτική επαγγελματική στάση, μην επιδιώκοντας περαιτέρω οικειότητα, όχι γιατί αυτό θα ήταν αντιεπαγγελματικό, αυτά τα είχα γραμμένα στα παλαιότατα των υποδημάτων μου καιρό τώρα, αλλά γιατί με έπιανε τρόμος (όσο κι αν κάποιες στιγμές η δίψα να μάθω ήταν αφόρητα πιεστική) στο να μάθω λεπτομέρειες γύρω από την ίδια και τη ζωή της. 

Ο μύθος είναι τις περισσότερες φορές απείρως πιο σαγηνευτικός από την αλήθεια και η άγνοια κάποιων πραγμάτων, αποδεικνύεται σωτήρια. Δεν χρειάζεται και ιδιαίτερος κόπος ή χρόνος για να ερωτευτεί κάποιος μια όμορφη γοητευτική και μυστηριώδη γυναίκα, σίγουρα όχι εγώ. Εκτός αν για κάποιο λόγο και ως ένα βαθμό, υπάρχει η βάσιμη μα αναπόδεικτη υποψία πως η γυναίκα αυτή δεν είναι παρά πλάσμα της φαντασίας σου που με κάποιο άγνωστο τρόπο και για κάποιο μυστηριώδη σκοπό δραπέτευσε από τον φανταστικό κόσμο και ήρθε να εισβάλλει, όμορφα και ειρηνικά είναι η αλήθεια, στην βολικά τελματωμένη καθημερινότητα του πλάστη της. 

Όπως και να έχει, η παρουσία της μόνο μου ήταν αρκετή, δεν ζητούσα τίποτε άλλο, φοβόμουν οτιδήποτε άλλο. Αρκετές φορές έπιανα με την άκρη του ματιού μου το βλέμμα της πάνω μου. Σκιρτούσα κι ανατρίχιαζα ταυτόχρονα. Με κολάκευε αυτό αλλά και με φόβιζε. Δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα και αυτό το είχαν παρατηρήσει και άλλοι στο μαγαζί. 

Μια μέρα με ρώτησε ένας συνάδελφος : 

“Η κοπελιά ή όμορφη που κάθεται πάντα μόνη της, έχεις πάρει χαμπάρι πως σε κόβει κάθε τόσο;” 

Έκανα το μαλάκα και είπα πως όχι, αλλά ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, καλό είναι να μην έχουμε μπλεξίματα με πελάτισσες (ψέμα χοντρό). Έτσι μια μέρα τη ρώτησα το όνομά της, αφού πρώτα της είπα το δικό μου. Πιάσαμε μια χαλαρή, ευχάριστη κουβέντα, αποφεύγοντας εγώ όσο μπορούσα, να ρωτήσω οτιδήποτε προσωπικό. 

Την έλεγαν Μαρίζα. 

Ένιωσα μια πρόσκαιρη ανακούφιση, τουλάχιστον δεν την έλεγαν Θάλεια. Μιλούσαμε από τότε κάθε φορά που ερχόταν για λίγα λεπτά κάθε φορά, φρόντιζα σχολαστικά να μη παρατείνω τη συζήτηση. Ο συνάδελφος που είχε επισημάνει το βλέμμα της Μαρίζας μερικές μέρες πριν, μια μέρα όταν μας είδε να μιλάμε, δεν άντεξε και ρώτησε: 

“Λοιπόν τι λέγατε με την Αγαπημένη σου Πελάτισσα;” 

-“ Α τίποτα το σπουδαίο, με ρώταγε για τη περιοχή”. 

“ Και χτες; Και προχτές;” ξαναρώτησε κοροϊδευτικά. Δεν του απάντησα. 

“ Να προσέχεις μόνο είπε”. 

Ξέρω πως το είπε από ενδιαφέρον. Ήταν εξάλλου κάτι που και εγώ είχα στο νου μου κάθε φορά που την έβλεπα, την κοίταγα, ή ένιωθα πάνω της το βλέμμα μου, κάθε φορά που άκουγα την υπνωτιστικά αισθησιακή βραχνή φωνή της. Ένα πρωί νωρίς, μόλις είχα ανοίξει και ετοιμαζόμουν να πιω τον καφέ μου την είδα να μπαίνει. Το μαγαζί ήταν έρημο εκείνη την ώρα, δεν κάθισε στο συνηθισμένο της τραπέζι αλλά ήρθε στη μπάρα, με καλημέρισε με εκείνο το ζεστό καταπληκτικό της χαμόγελο και κάθισε σε ένα σκαμπό απέναντί μου. Της έφτιαξα καφέ πριν μου το ζητήσει και της τον πρόσφερα “κερνάει το κατάστημα” της είπα, το δέχτηκε. Πίναμε για λίγο το καφέ μας σιωπηλοί, κοιταζόμασταν. Βγήκα από το παρ κι έκατσα στο σκαμπό δίπλα μας, έστριψε τσιγάρο,το άναψε, τράβηξε δυο ρουφηξιές και μου το έβαλε στα χείλη. 

Βρεθήκαμε να φιλιόμαστε αβίαστα στην αρχή, λαίμαργα στη συνέχεια, σε ένα βαθύ αργό, απόλυτο φιλί, ρουφώντας γλώσσες, δαγκώνοντας χείλη, πιέζοντας, ανασαίνοντας γευόμενοι ο ένας το σιωπηλό πόθο του άλλου. 

Για λίγο σταμάτησε ο χρόνος, ή εμείς βγήκαμε έξω από το μέτρημα του. Αβίαστα τα χείλη μας χώρισαν όπως ακριβώς είχαν ενωθεί. Κοιταζόμαστε στα μάτια, ένιωσα να μου πιάνει το χέρι και να το κρατάει σφιχτά μα τρυφερά με τα δυο δικά της. Δεν είχαμε πει λέξη, δεν χρειάστηκε και δε θέλαμε. Πολλές φορές ένα και μόνο φιλί είναι πιο βαθύ και αποκαλυπτικό από πολλά κρεβάτια. Μας αρκούσε η στιγμή και όσα δε γνωρίζαμε, εμένα τουλάχιστον. Μπήκε κόσμος, η μαγεία χάθηκε. Σηκώθηκε πήρε τον καφέ της και πηγαίνοντας να καθίσει στο συνηθισμένο της τραπέζι, μου είπε σιγά, “σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα εδώ, πριν φύγω όμως θα έρθω να σε αποχαιρετίσω”. Ήξερα, καταλάβαινα πως έλεγε αλήθεια. Θα έφευγε για τους άγνωστους και μυστηριώδεις λόγους που είχαν επιβάλλει τον ερχομό της εκεί και που επιμελώς περιχαρακωμένος στη δειλία μου, αρνήθηκα να μάθω. Κάτι ράγισε μέσα μου, ένοιωσα το ίδιο σοκ με εκείνο που ένιωσα την πρώτη φορά που την είδα. Δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. Δεν ήθελα να πιστέψω πως ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα, μετά μάλιστα από εκείνο το φιλί. Πλάκωσε ασυνήθιστα πολύ δουλειά εκείνο το πρωί. Δυο τρεις φορές που κοίταξα στο τραπέζι της ήταν εκεί απορροφημένη με το τάμπλετ της. Την τελευταία φορά που ξανακοίταξα το τραπέζι της ήταν άδειο. Το κοίταζα ώρα, με απόγνωση και ανακούφιση μαζί. Η Αγαπημένη μου Πελάτισσα είχε φύγει όπως είχε έρθει, ξαφνικά. Δεν ήρθε ποτέ να με αποχαιρετήσει όπως μου είχε πει. Δεν την ξαναείδα. Έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε και κάθε, μα κάθε πρωί, κοιτάω προς τη μεριά της πόρτας. 

Μανόλης Κωνσταντάκης ©

0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου