17/9/20

Posted by Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper On 17.9.20



Ήμανε κείνο το ξημέρωμα φιτίλια, κουρούμπελο μετά από μιά εμετικά κραιπαλώδη νύχτα σε διάφορα παρακμιακά φτηνά μπαρ, κωλόμπαρα, και τέλος πάντων στέκια που δεν πατάνε ούτε κατά λάθος καθωσπρέπει νοικοκυραίοι ανθρώποι. Τα επίπεδα μεθανόλης ήντουνε πιότερα από τα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα. Έπινα άλλο ένα διπλό «ό,τιναναι» όταν δίπλα μου στη μπάρα είδα να έχει στρογγυλοκαθίσει ένας άλλος ταλαίπωρος που έκλαιγε τη μοίρα του πάνω από ένα μισοάδειο ποτήρι μπύρας.

«Γειά μας» είπε,

-«άγαμήσουκαισένα» τραύλισα.

Τσουγκρίσαμε ποτήρια σιωπηλοί και κατεβάσαμε από μια γουλιά από το φτηνό τσουχτερό κάτουρο που έπινε ο καθένας. Δεν είχα όρεξη για κουβέντες, όλα γύριζαν ελλειπτικό δρομολόγιο στομάχι-κεφάλι, αλλά δεν είχα δυνάμεις ούτε να φύγω, ούτε και να τον χέσω. Έτσι σε λίγο, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε το «Λοιπόν φίλε, να σου πω μια ιστορία μια που καθόμαστε μόνοι εδώ…κλπ»

Τον κοίταξα με ένα αλλήθωρο γλαρό βλέμμα απόλυτης αποκτηνωμένης εξουθένωσης και παραίτησης, που προφανώς εξέλαβε ως συναίνεση στο να μου γαμήσει τ’ αυτιά και τα λιγοστά εγκεφαλικά κύτταρα που προσπαθούσαν φιλότιμα να επιβιώσουν. Για τσαμπουκά επίσης δεν μ έπαιρνε στα χάλια μου. Ανασήκωσα τους ώμους ή κάτι τέτοιο και άρχισε να λέει την ιστορία του. Γράφω τώρα μετά από χρόνια όσα κατάφερα να θυμηθώ από τη διήγηση του άγνωστου εκείνη την αμαρτωλή νύχτα. Ήταν στο περίπου αυτά:

« Έχεις ακούσει φαντάζομαι για τον Παράδεισο και την Δημιουργία του κόσμου. Έ, λοιπόν δεν θα το πιστέψεις, αλλά ήμουν εκεί! Όχι μόνο ήμουν εκεί αλλά συμμετείχα σε αυτά.»

(γουλιά σαπιόμπυρα, παύση, με κοιτάει, στ’ αρχίδια μου εγώ, συνεχίζει)

Ο Θεός που λες, βαριόταν μόνος του κι έτσι μια μέρα που έπλαθε λασποκούλουρα τα οποία πάντα μετά τα μετέτρεπε με θαύμα σε διάφορες γεύσεις, του ήρθε να φτιάξει κάτι διαφορετικό. (Έτσι δημιουργήθηκαν τα κουλουράκια κανέλας, τα βουτύρου και τα μουστοκούλουρα.)

Ο Παράδεισος ήδη ήταν αρκετά βαρετός με όλη εκείνη την ασπρίλα, όλα άσπρα ήταν, συνεχώς σκόνταφτε σε διάφορα και χτύπαγε τα μικρά δαχτυλάκια των ξυπόλυτων θεϊκών ποδιών του και πήγαινε η χριστοπαναγία σύννεφο. Είδε κι αποείδε και σκέφτηκε τα χρώματα. Τα παπούτσια ήρθαν πολύ αργότερα.

Σκέφτηκε να φτιάξει κάτι που θα του έμοιαζε αλλά συνήθως ο θεός δεν έπαιρνε συγκεκριμένο σχήμα, έτσι το κοντινότερο από αυτά που είχε ήδη φτιάξει και του έμοιαζαν, ήταν η αμοιβάδα. Έφτιαξε μια πολύ μεγάλη αμοιβάδα λοιπόν αλλά το αποτέλεσμα ήταν ασαφές και δοκιμάζοντας διάφορα φυτά και ζώα, έφτιαξε κάτι που έμοιαζε με τον πίθηκο που πολύ τον διασκέδαζε ειδικά από τότε που ανακάλυψε τα χρώματα και μπορούσε να τον ξεχωρίζει. Του έδωσε μια στοιχειώδη νοημοσύνη, και στην αρχή τον φώναζε Ψίτ!, αλλά αυτός όλη την ώρα ασχολιόταν με το φαϊ και το πουλί του. Αυτός ήταν που ανακάλυψε τη μαλακία. Είχε ρημάξει και τα φρούτα στον Παράδεισο συν τοις άλλοις. Στην αρχή σκέφτηκε να φτιάξει έναν ίδιο μ’ αυτόν, αλλά θα έπαιζε κι αυτός το πουλί του και θα έτρωγε συνέχεια. Έτσι του είπε μια μέρα που είχε ρημάξει την αγαπημένη μηλιά του θεού:

«Ψιτ! πέστηνα για τούφα να χωνέψεις και όσο θα κοιμάσαι η τύχη σου θα δουλεύει.»

-«Εδώ να τη πέσω;» ρωτάει ο Ψιτ.

«Εδώ, και μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του είπε ο Θεός.

Είχε μέρες να βρέξει και δεν είχε λάσπη στο Παράδεισο, από θαύματα είχε γκώσει ο θεός έτσι λοιπόν έκοψε με τρόπο από την πλευρά του Ψιτ κι έφτιαξε άλλο ένα πλάσμα, που όμοιο του δεν είχε ξαναματαφτιάξει! Μια ομορφιά πραγματική, καμιά σχέση με το μαλάκα το Ψιτ! Είχε φτιάξει τη Γυναίκα, ένα πραγματικό θεόμουνο!Ε, δε μπορεί σκέφτηκε, όταν ξυπνήσει και τη δει θα κόψει τη μαλακία και το πολύ φαί και θα ησυχάσουμε. Το όνομα Ψιτ όμως δεν θα έκανε καλή εντύπωση στη κουκλάρα την Εύα (έτσι την ονόμασε με τη μία) και αποφάσισε να ονομάσει τον Ψιτ!, Αδάμ.

Όταν ξύπνησε ο Ψιτ! που τώρα λεγόταν Αδάμ, είδε την Εύα και του έγινε η πούτσα κάγκελο! Άρχισε λοιπόν να τη παίζει. Προσπάθησε η κακομοίρα η Εύα να του πει τι έπρεπε να κάνει, αλλά χαμπάρι αυτός. Ο θεός είχε κάτι δικά του εκείνη την ώρα και δε πήρε πρέφα το σκηνικό. Το μόνο που πέταξε από μακριά ήταν:

«Ρε σύ σού δωσα γυναίκα, σταμάτα να την παίζεις και κόψε τη μάσα, πρόσεξε κακομοίρη μου ειδικά αν ξαναπειράξεις τη μηλιά θα σας πάρει ο διάολος! Δεν έχω σταυρώσει μήλο φέτος ρε πούστη!»

Η Εύα είχε καύλες εν τω μεταξύ όση ώρα έβλεπε τον Αδάμ να τη παίζει και κάπου εδώ μπαίνω εγώ στην ιστορία…»

(διακοπή, τσιγάρο τράκα από μένα, μονορούφι κατεβάζει τη κατρουλόμπυρα και παραγγέλνει κι άλλη)

-«Μισό να ρίξω ένα κατούρημα κι ένα ξερατό…» είπα εγώ καθώς τρέκλιζα κατά κει που νόμιζα πως πρέπει να ήταν η τουαλέτα. Κάποια στιγμή γύρισα, ήταν ακόμα εκεί. Ένας ψηλός ξερακιανός τύπος, απροσδιόριστης ηλικίας που κάπνιζε από τα τσιγάρα μου. Έκατσα στο σκαμπό μου.

«Που λες τώρα μπαίνω εγώ στην ιστορία (συνέχισε σαν να μην τρέχει τίποτα). Η Εύα όπως σου είπα ήταν μουνάρα και καυλιάρα μεγάλη. Ο Αδάμ είπαμε μαλάκας. Εγώ την περίοδο εκείνη ήμουν εξωτερικός συνεργάτης στον Παράδεισο και έκανα τα χαμαλίκια που βαριόταν ο Θεός. Είχα πάει για κάποια παραλαβή εκείνη τη μέρα, όταν τους είδα τον Αδάμ να τη παίζει και την Εύα εις μάτην να του κωλοτρίβεται.

Ώπα! λέω, τι μανάρι είν’ αυτό! Να μην τα πολυλογώ κόβω ένα μήλο (δυστυχώς δεν είχα ακούσει τι είχε πει ο Θεός πριν και της το προσφέρω πιάνοντας της ταυτόχρονα το κωλαράκι. Με είδε η Εύα και της ανέβηκε η λίμπιντο στα ουράνια, μη με βλέπεις τώρα, παλιά ήμουνα θεότεκνο διαολεμένο. Τη πήρα εκεί στα όρθια με το μαλάκα δίπλα να την παίζει. Μετά την πήρα από παντού. Τα υπόλοιπα θα στα πώ όταν γυρίσω από το κατούρημα κι εγώ. Βλέπεις η κωλόμπυρα είναι δανεική κι αν δεν αδειάσεις εκδικείται.

Σου μιλάω τόση ώρα και δεν έχουμε ακόμα συστηθεί, είμαι ο Λούκης ο Φιδοψώλης, χαίρω πολύ….»

……………………………………

Κάπου εκεί λιποθύμησα κι έπεσα με τα μούτρα από το σκαμπό.

Με ξύπνησε η γυναίκα που καθάριζε το πρωί.

Τον Λούκη τον Φιδοψώλη δεν τον ξανά δα ποτέ, μα μήτε και το μπαράκι μπόρεσα να ξαναβρώ.



Η εικόνα από το Paradise Lost, by John Milton : Book IX

Μανόλης Κωνσταντάκης ©

0 Kommentare:

Δημοσίευση σχολίου