Photo: Getty


Έκατσα δίπλα του κατάχαμα στο πεζοδρόμιο. Βρωμοκοπούσε κάτουρο, ξυνισμένη μπύρα και τσιγάρο. Του έστριψα τσιγάρο και του έδωσα. Έστριψα και για πάρτη μου. Καπνίζαμε σιωπηλοί.

«Λοιπόν τί θες;» με ρώτησε κάποια στιγμή.
Τον κοίταξα.

-»Δεν θέλω τίποτα, απλά να καπνίσω ένα τσιγάρο εδώ κάτω. Να βλέπω τους ανθρώπους που περνούν βιαστικά στο κόσμο του ο καθένας. Θα φύγω σε λίγο.«

Δεν μίλησε. Σε λίγο μου ζήτησε κι άλλο τσιγάρο. Του έδωσα. Σηκώθηκα και πήρα από το περίπτερο μιά μπύρα για κείνον και μιά πορτοκαλάδα για μένα. Καπνίσαμε ακόμα λίγο και σηκώθηκα να φύγω.

«Κανείς δεν κατεβαίνει εδώ κάτω, πώς σε λένε;» μου είπε.

-»Λέγε με Κανένα όταν ξανάρθω, αν είσαι εδώ θα καπνίσουμε παρέα.« 

« Με λένε Νίκο.»

Έγνεψα με το κεφάλι κι έφυγα.
Άρχισα να περπατάω όπως οι πάνω.
Αργό βήμα, περιπάτου.

Τώρα έφτασα σπίτι και γράφω αυτό.


Μανόλης Κωνσταντάκης